26 Αυγ 2008

τρία


από ένα σχόλιο στον φίλο ιστολόγο
πασσαρέλλα


ένα
Ήλθα με τα σφιγμένα δόντια μου και τα καλά κρυμμένα μυστικά απ' τις ηλιόλουστες πόλεις τους. Η σκακιέρα ήταν στημένη κι όλοι περίμεναν τον πρωταγωνιστή για ν' αρχίσει η παράσταση. Κάτω απ'τις σόλες των παπουτσιών μου ασφυκτιούσαν γυαλοί των Κυκλάδων, καφέδες σκέτοι -χωρίς μου έλειψες, σ' αγαπώ- και στιχάκια παρείσακτα. Στα μάτια μου χορεύανε σάτυροι. Κρατούσα τα βλέφαρα κλειστά, μην τύχει και τους δεις και τρομάξεις. Στην πλάτη, ξεδιάντροπα χτυπημένα με βελόνα ανεξίτηλη, κόκκινα σημάδια από μαστίγιο. Διψούσα. Είπα τα λόγια μου με στόμφο κι υποκλίθηκα. Πού ήσουν; Δεν άκουσες; Ήλθα μ' εκείνο το στερνό παράπονο του ποιητή.

δύο
Ήλθα όταν όλα πια είχαν κριθεί. Είχαν παιχτεί τρεις παρατάσεις και τα πέναλτυ. Χτύπησα συνθηματικά. Μου άνοιξαν ένας ξεραμένος βασιλικός και κάτι πεινασμένα φαντάσματα. Εσύ; Κάπου αλλού -στην Ταυρίδα, στην Αίγυπτο... Χαμογελούσες. Είχες τον ύπνο ελαφρύ του νεογέννητου, ίσως που δεν το πρόλαβες να με γνωρίσεις. Τίναξα τις φτερούγες με θυμό, μετά θυμήθηκα -δεν έχω φτερούγες. Ήμουν λοιπόν ένα πιόνι; Κράτησα την ανάσα μου. Μέτρησα αντίστροφα τρεις φορές, ψέλισα ξόρκια ακατάληπτα. Τίποτα. Μηδέν.

τρία
Ήλθα, αλλά έλειπες. Η σκακιέρα ήταν στημένη με όλα τα κομμάτια στη θέση τους εκτός απ’ τους τρελούς. Έπεσα στα γόνατα φωνάζοντας «δεν γίνομαι πιόνι! δεν γίνομαι πιόνι!» και δάκρυα από μελάνι γέμισαν τα μάτια μου. Όταν η όρασή μου καθάρισε ήμουν γονατιστός στο κέντρο της σκακιέρας, στο ε4, η μάχη μαινόταν γύρω μου, όμως δεν ήτανε λέει μάχη αλλά χορός και μάλιστα στο βασιλικό ανάκτορο. Ιππότες και πύργοι στροβιλίζονταν στο ρυθμό του βαλς, ενώ μια μαύρη ντάμα γελούσε δείχνοντας προς το μέρος μου με τη βεντάλια της. Ξύπνησα σ’ ένα μακρινό σύννεφο.



η εικόνα του M. L. Walker

21 Αυγ 2008

ενοχή


Είδα το φόβο της ψυχής να εξαπλώνεται

Καθώς η νύχτα μασκαρεύονταν σε μέρα
Το θρήνο άκουσα απ' το χώμα να υψώνεται
Μες απ' της γης τον κουρνιαχτό στο γκρίζο αέρα

Είδα τα μάτια του θηρίου, το χνώτο μύρισα
Είδα πολέμους και φωτιά και δυστυχία
Κι είδα τον ένοχο μα ευθύς την πλάτη γύρισα
Όπως πετάς τα επιβαρυντικά στοιχεία

Είδα το μαύρο αστέρι κι είδα τα ερείπια
Φώναξα "ποιος" και μου γελάσανε δυο γέροι
Μες στα χαλάσματα αυτοί παίζανε σα νήπια
Ήσουν εσύ κι εγώ αδερφέ μου χέρι-χέρι






εικόνα: Η. ROBERT (1733-1808), Imaginary View of the Grande Galerie in the Louvre in Ruins (musee du Louvre)

8 Αυγ 2008

αναφορά


πίσω από τούτα τα λευκά
το χάος σε υποδέχεται ολάνθιστο
μυρίζει το χώμα φωνές
και μικρές πυρκαγιές σημαδεύουν ψηλά
τ' ουρανού τα περάσματα

εκεί ανοιχτή
ξεχασμένη χρόνους πολλούς να χτυπά
στους ανέμους τη βρήκες τη θύρα
του ανέγγιχτου

τούτες οι πέτρες που αγγίξαμε
οι πέτρες που ξεβάψαν φως πάνω στα σκονισμένα ρούχα μας
κι όλα τα γέλια κι οι πίκρες και τα μικρά ωσαννά
όλα τα "χάιντες" που ξοδέψαμε στου χρόνου ζεμένοι
το άροτρο

με το βήμα πάντοτες αλαφρύ μην και ξυπνήσουν τα πέλαγα

όλες οι αγρύπνιες μας κι οι μουσικές και τα λόγια
πρόσφορα που ζυμώναμε ολονυχτίς
να βρούνε τα παιδιά αντίδωρο να πιστέψουν
στην άνοιξη

ήταν εκεί

μα δεν ήταν
στοιβαγμένα με τάξη και σπουδή περισσή
αυτά
σαν ερώτων σημάδια στα παλιά μας τετράδια
η καρδιά που ζητούσε
με τα φτερά να χτυπάν
είπες δεν ήταν
στους ανέμους εβγήκες ξανά και στη θήρα
του ανέγγιχτου

έτσι απλά κοιτάζοντας
πέρα απ' το πέρα πίσω απ' το πίσω

πίσω από κείνα τα λευκά όπου το χάος σου εμφανίζεται
ολάνθιστο

πίσω απ' τα γέλια και τις πίκρες και τα μικρά ωσαννά

πίσω απ' τα χάιντες που ξοδέψαμε στου χρόνου το άροτρο

πίσω από τις μουσικές κι από τα λόγια μας πίσω
από τις πέτρες που ξεβάφουν φως στα σκονισμένα μας όνειρα

και πίσω

από κάθε στροφή

όπου κεφαλαίο καραδοκεί

το φεγγάρι