31 Οκτ 2008

πριν ένα χρόνο στη σκακιέρα...



Απ’ το νερό αναδύθηκα, δαίμονας με φολίδες και βράγχια
Κι από τη βίγλα των δέντρων ψηλά παρατηρώντας τα θεριά της στεριάς
Κι απ’ τα θεριά της στεριάς διδασκόμενος,
λούφαζα. Ώσπου έτοιμος,
με το σάλτο του πάνθηρα και την ιαχή του λιονταριού την πελώρια,
θεριό ανάμεσα στα θεριά με τον καινούριο μου θώρακα,
πολεμιστής σιδερόφρακτος προσγειώθηκα πάνω
στη σκακιέρα των πόλεων.

26 Οκτ 2008

γαλήνη

χλωμό τις νύχτες του γενάρη
σαν τους σταυρούς και το φεγγάρι
μ' ένα χαμόγελο ξυράφι
βλέπει ν' απλώνονται οι τάφοι

μες στη γαλήνη που τους ζώνει
σαν μαγεμένοι απ' το τριζόνι
θύματα ενός μοιραίου λάθους
ή κάποιου απελπισμένου πάθους

ρουφάν τα μύρα του χειμώνα
του κόσμου τη σειρήνα εικόνα
κι η νύχτα μοιάζει να δακρίζει
σε λίγο ντρέπεται ροδίζει

ντυμένοι στης αυγής το χνούδι
ξυπνούν και πιάνουν το τραγούδι
μοιάζει λυγμός μοιάζει φοβέρα
μοιάζει με σφύριγμα τ' αγέρα

καθώς γλυστρά καθώς χορεύει
τα κυπαρίσσια ανασαλεύει
...κι εκεί ψηλά στη μοναξιά τους
με τους σταυρούς μες στη σκιά τους

σαν ξίφη αναίτια γυμνωμένα
τα κυπαρίσσια σα θλιμμένα
γι αυτόν τον άχαρό τους ρόλο
κεντάνε τ' ουρανού το θόλο
16/11/1985


αφιερωμένο στον Ιωάννη Ν. Κυριαζή

23 Οκτ 2008

συλλογές

συλλογή Ι

συλλογίζομαι τους πατημένους δρόμους
ευθείες κύκλους ορθογώνιες κραυγές
το σπαραγμό της άλλης μέρας οιμωγές
κάτω απ' τα τείχη και βαθιά στους υπονόμους

συλλογίζομαι τα δάση που κοιμούνται
χίλια τρακόσια χρόνια πριν τις πυρκαγιές
τυφλοί χαμένοι μες στης Τροίας τις σφαγές
σωρός προφήτες λησμονούν και λησμονούνται

συλλογίζομαι κλουβιά που μισανοίγουν
κι από το χάος μες στο Χάος οδηγούν
κορμιά και σώματα ζητώντας να ξεφύγουν
βουτάν στης Ύδρας τις πληγές που αιμορραγούν
1987



συλλογή ΙΙ

η τάφρος γέμισε κορμιά ξεκοιλιασμένα
κόρνες σαλπίζουν το κυνήγι σταματά
γυρνούν γεράκια και σκυλιά λαχανιασμένα
μετρούν απώλειες και πάλι "στ' άρματα"

σύννεφα απλώνονται κι αρπάζονται οι άνδρες
λόγια οι ρήτορες τριμμένα και στυφά
οι Λαοκόοντες σωπαίνουν κι οι Κασσάνδρες
μα ειν' ο Αννίβας μπρος στις θύρες που χτυπά

σφαγμένοι ταύροι και λιοντάρια στις αρένες
μάγοι της μπάλας ουρανόμηκες κραυγές
πρώτη σελίδα θυσιάζονται οι παρθένες
λύκοι ξερνούν της υστερίας το λυκαυγές

διαστημικές Σειρήνες σύντηξη και σχάση
πίσω οι τουρίστες επιστρέφουν στις σκηνές
σαν Λωτοφάγοι που από χρόνια έχουν ξεχάσει
και Πηνελόπες και Ιθάκες μακρινές

θεοί το θέλησαν. Η Πόλις έχει πέσει
φουσκώνει ο Βόσπορος και πνίγει τους ναούς
κανείς δεν βρέθηκε να βγει να προφητεύσει
το ξύλινο άλογο κοιμίζει Δαναούς
2008

22 Οκτ 2008

ζ ο ι

οι γλάροι γράφουν τ' όνομά της στο κενό
πάντα ανορθόγραφα θαρείς που σε μιμούνται
μα εσύ γυρεύεις τα φεγγάρια που κοιμούνται
μέσα σε άγνωστον εντός σου ωκεανό

πατάς στην πρύμη δρασκελάς στο παρελθόν
στ' αυτιά σου οι κόρνες με τους ήχους της ενάτης
καθώς χιμάς να εκπορθήσεις τα στενά της
κι είσαι ξανά στο έλεος των καταπελτών

στο φως θυμάσαι που όλο γύρευες να βγεις
έρμαιο οικτρό της αγχωμένης λίμπιντό σου
τώρα οι κριτές βαθιά φωνάζουν παραδώσου
κι αστράφτει η νύχτα στο γαλάζιο της αυγής

φτερά ανοιγμένα -πάντα σε ήξερα θρασύ
τόπος και χρόνος που τυλίγονται σε δίνη
δεν γράφει ονόματα το σώμα σου που ενδίνει
στ' άγριο κύμα σαν σε δυο γουλιές κρασί


15 Οκτ 2008

μάθημα αστρονομίας


θα ‘ναι νύχτα οι δρόμοι θ’ αδειάζουν

δειλινά θα μυρίζουν και δυόσμος
σα λουλούδι θ’ ανοίγει η καρδιά σου
να χιμήξει βαθιά της ο κόσμος

θα σε πάρω στα δυο μου τα χέρια

να με νιώσει ξανά το κορμί σου

θα σε πάω μια βόλτα στ’ αστέρια

σαν αιτία και σαν αφορμή σου


θα πηδάμε στη ράχη του αγέρα

δυο φωτάκια εμείς σαν και τ’ άλλα

θα μου πεις τον Τοξότη τσαγιέρα
θα σου πω την Αρκούδα κουτάλα


στην Κασσιόπη που μοιάζει με σίγμα
γύρω-γύρω θα κόβουμε βόλτες

μεθυσμένοι απ’ της Λύρας τις νότες

θα βουτάμε στου Κύκνου το ρήγμα


οι πλανήτες στη μέση θα σ’ έχουν

φως να παίρνουν από τη φωτιά σου

πλανημένοι απ’ την τόση ομορφιά σου

πότε ορθά πότε ανάδρομα τρέχουν


στα φτερά του ο Αετός θα μας πάρει
του Βορρά το Στεφάνι να κλέψω

για ενός μόνο φιλιού σου τη χάρη

με το Δράκο ο τρελός θα παλέψω


θα σου πιάσω πετράδια απ’ τη ζώνη

του Ωρίωνα και το μαχαίρι
θα σου φτάσω το ξίφος που υψώνει
ο Περσέας ψηλά στο ‘να χέρι

ποιο στολίδι ζηλεύει η καρδιά σου

τι μπορώ να σου φέρω ακόμη

που και της Βερενίκης η Κόμη

ωχριά μπρος στα μαύρα μαλλιά σου;

τίποτ’ άλλο μονάχα στην άκρη
του παλιού μας αυτού Γαλαξία

σαν απάντηση ένα σου δάκρυ
η ζωή μας θα λέει να ‘χει αξία

κι όταν πίσω στη Γη σ’ ακουμπήσω

στων αγρών το στρωμένο κρεβάτι
πονηρά κλείνοντάς μου το μάτι
θα ζητήσεις το φως να μη σβήσω



εικόνα: Vincent van Gogh,
la Nuit étoilée


6 Οκτ 2008

αναφορά ΙΙ


Γυρνά της μέρας ο τροχός κι έχω μια θέση

Στο χέρι η σφαίρα που μου χάρισες κρυμμένη

Καράβι που έψαχνε καιρό κάπου να δέσει

Κείνη την ώρα τη στερνή με περιμένει


Τα παραμύθια σου με θρέψανε κι οι δράκοι

Έαρ της νιότης που μου δίδασκες τον τρόμο
Να βρει τη θέση του ξανά στον άδειο σου ώμο

Κρατώ το στίχο -σου επιστρέφω το κοράκι

Ρίμες της μοίρας μου κυράδες της αγάπης

Μωρά βγαλμένα από σκαμμένη εντός μου μήτρα

Κι εσύ εν' αστέρι απ' το στερέωμα που εκλάπης
Για να πληρώνω μια ζωή τ' αρχαία σου λύτρα


Κύκλοι επάλληλοι -την τέχνη που εξασκούσες

Τη βρήκα μέσα στων κατόπτρων τις ακτίνες

Δεν έχει θέση ούτε ζωή πια στις Αθήνες
Γι αυτόν που ετάχθει να φυλάττει Συρρακούσες


Το μέτωπό σου σκοτεινό τα μάτια γκρίζα

Νερό που χύθηκε σαν αίμα ή σαν μελάνι

Για ένα πουκάμισο αδειανό για κάποια Ελίζα

Ό,τι αγαπήσαμε μου λες ήταν μια πλάνη

Γιατί μπερδεύονται τα πρόσωπα κι οι χρόνοι

Γιατί χυμήξανε καιροί σημαδεμένοι

Γιατί είμαι εσύ γιατί είσαι εγώ κι άλλο δε μένει

Γιατί είσαι ο αγέρας τη ζωή μου που σαρώνει


Που άλλοι ζητούν τη σωτηρία απ' τους αγγέλους

Κι εγώ ο τρελός μες στους αιώνια καταδίκους

Βλέπεις δεν μπόρεσα να μάθω μέχρι τέλους

Να ξεχωρίζω τους αμνούς από τους λύκους




εικόνα: Max Ernst, L'Ange du foyer ou Le Triomphe du surréalisme

3 Οκτ 2008

ο δρόμος

αυτόν τον δρόμο που μακριά παραμονεύει
τον ξέρω -βάδισα κι εγώ στη μια του όχθη

πόσοι στο διάβα του καημοί και πόσοι μόχθοι

μ' αυτός στο τέλος μέσα του όλα τα χωνεύει


αυτός ο δρόμος που κοιτάει με μάτια ξένα

και μ' οδηγεί μεσ' απ' του χρόνου τις αλέες

ίδιος θαρείς με των θεάτρων τις αυλαίες

πέφτει και κλείνει και μ' αφήνει έξω από σένα


αυτόν τον δρόμο που στα βάθη του αναδεύει

το σκοτεινό μου το αθέατο πεπρωμένο

ποιο χέρι κράτησε σαν τόξο τεντωμένο

και μ' ένα βέλος στην καρδιά με σημαδεύει;



σ' εκείνην, αναπόφευκτα