29 Νοε 2008

το κρυμμένο σονέττο


Ό,τι έχω γράψει ήταν για σένα κι όμως κάτι λείπει
Φόρμα εξόχως ποιητική που δυστυχώς εκλείπει
Είδος υπό εξαφάνιση -εντούτοις τετριμμένο
σε κάποια που ενοστάλγησα αλλοτινή εποχή
Κι έτσι καθώς το απόβραδο γεννάει την ενοχή
σε βρήκα εντός μου ξαφνικά με βλέμμα απορημένο
Φόρο τιμής να μου ζητάς πολύ συγκεκριμένο

Στ' αλήθεια μι' απροσδόκητη κι ωραία απαντοχή!
Θα 'τανε κρίμα σκέφτηκα να μην ευοδωθεί


Τόσο που αποφάσισα ν' αφήσω εδώ κρυμμένο
Μέσα σε στίχους έκρυθμους και παροξυσμικούς
Ακροπατώντας στο άυλο μιας μακρινής ηχούς
Ρηθέν σε γλώσσα ημιθανή και καταγεγραμμένο
Ίχνος ενός αντίστοιχα παρωχημένου πάθους
Να μαρτυράει μιαν εμμονή που σαν κερί αναμμένο
Αχνοφωτίζει από καιρό τη σκοτεινιά του βάθους


23 Νοε 2008

ο τρελός σώζει τη βασίλισσα




Είμαι ένα τέρας. Ένα ελεεινό τέρας που πρόδωσε όσους τον εμπιστεύτηκαν -το βασιλιά του, τους συμπολεμιστές του, τους όρκους του. Εγώ, ο επικεφαλής της επίλεκτης ανακτορικής φρουράς, ο ήρωας της μεγάλης διαγωνίου που μέχρι χτες όλο το στράτευμα έπινε στ' όνομά του νερό κι από σήμερα φτύνει.. Που ήμουν έτοιμος να πέσω στο πεδίο της μάχης για την τιμή της παράταξής μου.. ποια μάγια μ' οδήγησαν εδώ, στις εσχατιές του βασιλείου, στο πικρό ανάθεμα;

Μέσα στη νύχτα ήρθε το μαύρο μαντάτο της καταδίκης σου κι ως το ξημέρωμα οργιάζανε τα διαβιβαστικά και οι φαντασίες. Ύστερα, η άκρως απόρρητη επιβεβαίωση της επικείμενης ανταλλαγής σου με τη λευκή μέγαιρα. Για το συμφέρον, λέει, της παράταξης, ένα μικρό τακτικό πλεονέκτημα, την -ίσως και υπό προϋποθέσεις- πολυπόθητη νίκη. Ποια νίκη; Τι αξία έχει μια τέτοια νίκη; Τι νόημα θα είχε η κυριαρχία σ' έναν κόσμο γεμάτο άθλιους λεγεωνάριους, που η ανάσα τους μαρτυρά νοθευμένο ρακί και τα βρωμερά βρακιά τους απλησιά κι ονειρώξεις;

Τρελός, με μάτι θολό κι αποκοτιά περίσσια έσπασα τις εχθρικές γραμμές, εκεί, στην άκρη της πτέρυγας που μ' είχανε οδηγήσει τα λάθη του άξιου επιτελείου μας. Διέσχισα βουνά και πεδιάδες στρωμένες κουφάρια, νηστικός, ξέπνοος, μ' έναν καημό, να προλάβω. Να προλάβω τι και πώς, αν με ρωτούσες δεν ήξερα -μονάχα τα μάτια σου. Μ' αυτό το βλέμμα.. το γεμάτο θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη, τότε που μπήκα μπροστά σε κείνον τον ιππότη, τη μια φορά που ειδωθήκαμε. Μέρες και νύχτες να με ζεσταίνει η λάμψη του και η φωνή που άκουγα κρυμμένος κάτω απ' τα παραθύρια σου κι έλεγα πως τραγουδά μόνο για μένα.

Έβαλα σπιούνους, λάδωσα φτωχούς πεζικάριους, λούφαξα σε στοές του πύργου σου δυσοίωνες και διαδρόμους, προσμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Κι εκεί, στο παραένα, την ύστατη τη σκοτεινή σου ώρα, προδομένη από τύρρανο ανάξιο και από φίλους και δικούς παρατημένη, έχοντας αποδεχτεί την άχαρη μοίρα σου σ' ένα παιχνίδι εξουσίας που δεν σε αφορά, εσένα που ' σουνα πλασμένη για τις χαρές του έρωτα κι έγινες πολεμίστρια δεινή με το μαστό κομμένο, σε βρήκα. Σα δαίμονας βγήκα μπροστά σου, άσκημος και ζωώδης, στ' άδυτα μέσα των αδύτων, την κάμαρή σου, μανιασμένος για επιβίωση. Σε πήρα στα χέρια μου. Πάλεψες κι αντιστάθηκες, εκλιπαρώντας να σ' αφήσω μ' αξιοπρέπεια ηρωίδας να πέσεις, θυσία στο βωμό της τιμής και της δόξας του αφεντός σου. Δεν σ' άφησα. Με τ' αυτιά κλειστά και με τα μπράτσα κλειδωμένα στο μισόγυμνο κορμί, σα ντροπιασμένη παλλακίδα σ' έσυρα λιπόθυμη.

Και τώρα σ' έχω εδώ, κυρά, στα τρύπια χέρια μου. Σ' αυτών των δίσεχτων καιρών την καταιγίδα, ένα χωριατόπαιδο π' ονειρεύτηκε δόξες και τιμές κι ήρθε η ζωή και του απόθεσε εκεί δα μία βασίλισσα. Τα δάκρυά μου σου μουσκεύουνε τα χείλη - σκιάζομαι μην ξυπνήσεις και με δεις τον ατρόμητο να κλαίω πάνω σου γονατιστός σαν παιδαρέλι.

Αν με περιφρονήσεις, αν με σιχαθείς, είμαι χαμένος.




η εικόνα, αλιευμένη στο διαδίκτυο χωρίς γνώση άλλων στοιχείων

μυθοποίημα

εδώ

22 Νοε 2008

έξι έβδομα


Δευτέρα

Στην αγορά, ανάμεσα στους πάγκους των μικροπωλητών, κοντά στην κοκκινομάλλα με τα πρησμένα μάτια και τα βότανα. Έχει έναν αδερφό με καρκίνο. Ο άντρας της την παράτησε για μια πρώην στριπτιζού. Αυτός με τους ξηρούς καρπούς την κοιτάζει πρόστυχα. Θα με δεις. Θα με ξεχωρίσεις εύκολα πάνω στα ξυλοπόδαρα. Όταν φτάσεις δίπλα μου, θα κάνω μια υπόκλιση. Δραματική υπόκλιση, πάνω σε καβουρντισμένα αμύγδαλα και σταφίδες.

Τρίτη

Στη Βασιλίσσης Σοφίας, στα λουλουδάδικα. Καθώς θα περνά η φρουρά των οκτώ. Θα με γνωρίσεις απ' το άσπρο πουκάμισο και τη γραβάτα. Φορώ τη γραβάτα κι ανεμίζω το πουκάμισο. Οι περαστικοί κάνουν ότι δεν με βλέπουν. Ένα κοριτσάκι τραβά το μανίκι της μαμάς της και με δείχνει. Απ' το χαστούκι που τρώει θα καταπιεί τον τελευταίο της νεογιλό.

Τετάρτη

Στο μετρό, γραμμή αεροδρομίου. Πλυμένος και ξυρισμένος. Θα φορώ ένα κόκκινο εσώρουχο. Θα τραγουδάω το besame mucho κρεμασμένος ανάποδα στη μπάρα των χειρολαβών. Μια υπάλληλος της ασφάλειας προσπαθεί να με κατεβάσει. Κάθε δεύτερη Τετάρτη αυνανίζεται κρυφά απ' τον άντρα της βλέποντας παλιές βιντεοταινίες. Η στύση μου, κάτω απ' το εσώρουχο, είναι στο ύψος του προσώπου της.

Πέμπτη

Στο γήπεδο, στη θύρα εννιά. Δίπλα στο χοντρό με τα τατουάζ. Θ' ανεμίζω μια σημαία κατάλευκη. Ο χοντρός θα κοιτάζει καχύποπτα. Ζει μόνος με το γέρο πατέρα του. Όλη μέρα τσακώνονται. Τον ανέχεται μόνο για χάρη της σύνταξης. Της σύνταξης του γέρου, όχι τη δική του. Αυτός δεν θα πάρει ποτέ.

Παρασκευή

Στο κατάστρωμα του Παναγιά Χοζοβιώτισσα, πλέοντας για Σίφνο. Θα κρατώ την αλυσίδα του σκύλου. Ο σκύλος θα βρίσκεται εκατό μίλια μακριά τρώγοντας μια ληγμένη κονσέρβα. Ο καπετάνιος καπνίζει ένα στριφτό τσιμπούκι. Σκέφτεται τη μουσουλμάνα που ομορφαίνει το κρεβάτι του και του φροντίζει το σπίτι. Μόλις γυρίσει θα της κάνει πρόταση γάμου.

Σάββατο

Στον Άη Σώστη, στο πεζοδρόμιο. Με στέγη τ' αστέρια. Θα βάλεις τα παγωμένα χεράκια σου στο στέρνο μου να τα ζεστάνω. Η ανάσα μου θα βρωμά φτηνό αλκοόλ. Θα πιεις την τελευταία γουλιά, ύστερα θα γλείφεις τα χείλια μου διψασμένη. Μια γυναίκα μέσα σ' ένα πολυτελές κάμπριο δίπλα σ' έναν τύπο με πούρο. Μας κοιτάζει. Στα μάτια της αστράφτει η ζήλια. Θα σε σκεπάσω με κάτι βρώμικο και θα μου πεις κάτι εξίσου.



Νίκου Εγγονόπουλου, ο τοξότης

17 Νοε 2008

λόγου κατάθεσις


πώς να μιλήσεις για επανάσταση κάτω απ' τα φώτα
μόλις νυχτώνει μες στα προάστια
ένα μπουλούκι της συμφοράς
δίνει παράσταση

πως να φωνάξεις συνθήματα δίχως σημαία
πλήθος με διερρηγμένα ιμάτια
σκίζει τα όνειρα που φοράς
θρηνώντας θύματα

πώς να τολμήσεις κολαστήρια να θυμήσεις
στις εφορίες και στα μητρώα
μιλούν για ψεύδος, υπερβολή
ζητούν πειστήρια

πώς να πιστέψεις όραμα γιγαντο-οθόνης
αν η προσέλευσις αθρώα
παγκόσμια πρώτη μας προσβολή
γράφει στο πρόγραμμα

16 Νοε 2008

τρεις πράξεις


πράξη πρώτη




χεις ένα μελαγχολικό πρόσωπο. –Βαμμένη; Άβαφη, χωρίς στολίδι κανένα. Μόνο σου φτιασίδι το σούρουπο. –Κι εσύ; Ναυαγισμένος στο φως, νεογέννητος. Με την αθωότητα των δεκαπέντε μου χρόνων, κοιτάζω το γυμνό στήθος σου μαγεμένος. –Μ’ αγαπάς; Να πεθάνω για χάρη σου. Για το μικρό φτερούγισμα της ανάσας σου. Για τη λαχτάρα που σπαρταρά στο κορμί σου, που είναι δικό μου κορμί. –Τι μου κάνεις; Σ’ αγγίζω. –Πού; Παντού. Μαθαίνω γεωγραφία κι ιστορία, ανάγνωση και γραφή. Μαθαίνω να λάμπω. Είμαι μεθυσμένος και λάμπω. Μαθαίνω να μην ξεδιψαίνω. Σαρώνω στα χείλη μου το λαιμό σου, χώνω τη μύτη μου στα τρυφερά απόκρυφα της μασχάλης σου, δεν ξέρω ούτε ποιος είμαι ούτε τι ζητώ, εδώ, στη μέση του πουθενά, στην άξενη έρημο, πού τη βρήκες τόση υγρασία κι έγινες όαση; -Λόγια! Εγώ τι κάνω; Μ’ αγγίζεις και χάνομαι, τυλίγεσαι γύρω μου και γίνομαι ένα ελάχιστο μόριο του κορμιού σου, τραυλίζω και γελάς, με βλέπεις να προσεύχομαι και δακρύζεις.. –Ύστερα; Ύστερα τίποτα, φωνές.. Μια πόρτα που χτυπά με δύναμη. Τα χρώματα.. -Τι τα χρώματα; Σβήνουν.





πράξη δεύτερη



ισαι πάντα εκεί. Όταν σβήνω το φως εμφανίζεσαι. Γιατί μόνο τότε; Τι ζητάς; Δε μιλάς ποτέ, μόνο γδύνεσαι. Άλλοτε, ούτε κι αυτό. Ανοίγεις τα πόδια, σκύβεις, υπακούς αδιαμαρτύρητα στις επιθυμίες μου, σα μαριονέτα που της κινώ τα νήματα. Τα δικά μου τα νήματα ποιος τα κινεί; Αλλάζεις προσωπεία, παίζεις το ρόλο σου και φεύγεις. Θέλω να έρχεσαι. Φυσικά και θέλω. Κάποιες φορές, βέβαια, όταν σε βλέπω έτσι, σκυμμένη πάνω μου ή γονατισμένη μπροστά μου, ακούραστη να ικανοποιείς τις πιο ετερόκλιτες ορέξεις μου, αναρωτιέμαι αν υπάρχεις. Γιατί φοράς αυτές τις μάσκες; Τι τις χρειάζεσαι; Γιατί δε μιλάς ποτέ; Με κούρασε αυτός ο μονόλογος. Θέλω να τελειώσω εδώ. Δος μου αυτό το χορό και φύγε.



πράξη τρίτη




αθισμένη στο ημίφως. Με μια τουλίπα κόκκινο κρασί κι αυτό το υποκριτικά μπλαζέ ύφος που με τρελαίνει. Φοράς ένα κοντό διάτρητο, σαν τη στοιβάδα του όζοντος και με κοιτάς σαν τη Θηρεσία της Άβιλα πριν ασπαστεί το μοναχισμό. Έλξις μαγνήτου - πώς μιλάν στους αγγέλους;
-Αρκετά ως εδώ! Κύριε, νομίζω πως δεν γνωριζόμαστε, κατά συνέπεια μην περιμένετε να σας προτείνω να καθίσετε. Πείτε μου τι θέλετε, οι σιωπηλοί άντρες με κουράζουν. Επισήμως. Ανεπισήμως, απεχθάνομαι τους χυδαίους και τους κοινότοπους. Φροντίστε λοιπόν να είστε πρωτότυπος και ειλικρινής. Σιχαίνομαι την επίδειξη χιούμορ, τα κομπλιμέντα και τις αβρότητες. Σύντομα παρακαλώ, ο χρόνος πιέζει! ..Τι με κοιτάζετε έτσι; Μιλήστε επιτέλους, μιλήστε ή φύγετε!
-Δεν έχω ωραία λόγια στη φαρέτρα, ιέρεια.. τα ξόδεψα κυνηγώντας αντικατοπτρισμούς. Μόνο την απέραντη λαγνεία που μου εμπνέεις και την ανάγκη βαθύτερα να σε γνωρίσω. Παρόλο που φοβάμαι, πεζή μην την παρεξηγήσεις, σου λέω πως απ’ όλες τις σκέψεις κι απ’ όλες τις ανάγκες μέσα μου, κείνη που πρώτη και πάνω απ’ όλες είναι «εγώ», τούτη ακριβώς η ασίγαστη είναι επιθυμία μου να σε γαμήσω..
-Ω..
-Πρωτοτύπησα;
-Καθόλου.
-Πάντως, προσπάθησα..
-Γιατί κάθισες;
-Γιατί δεν με έδιωξες;
-Γιατί.. γιατί χρόνια περίμενα να μου μιλήσεις έτσι.
-Δεν σε πρόσβαλα;
-Πολλές φορές. Όχι απόψε.
-Μπορώ, λοιπόν, να καθίσω;
-Αυτό θέλεις; Να καθίσεις; Νόμιζα..
-Αυτό θέλω. Για την ώρα.. Τούτη τη στιγμή..

οι βινιέττες του Milo Manara

12 Νοε 2008

ελεύθερος..


Ακούς τα βήματα τις νύχτες -δικά σου βήματα
Ήχους που στάζουν σιωπή
Έτσι όπως στάζει ένα κερί μες στα χαλάσματα
Ή ένα "μήπως"
Κάτι σαν δίλημμα ηθικό -στη θεωρία
Ένα ασήμαντο κενό
Πώς μοιάζει αστείο και να το συλλογιστείς!
Μες στο λαβύρινθο απ' τα δόλια "συμμορφώσου"
Στ' αλήθεια πίστεψες λοιπόν πως είσαι ελεύθερος;

Κι όμως δεν ήσουνα ο πρώτος ούτε ο δεύτερος
Με το σταυρό της εξορίας στο μέτωπό σου
Μα εντός ορίων -ένας άθλιος λογιστής
Σε κάποιο αόρατο κοινό
Βγάζοντας λόγους πάντα από τα θεωρεία
Στο βάθος κήπος!
Νεκρούς ποιητές γεμάτος -ρωμαλέα φαντάσματα
Και λίγο πριν τη συγκοπή
Μια συγχορδία φυλακισμένα φτεροκοπήματα












Γιατί επιμένεις να ποτίζεις τα ποιήματα;

εικόνα απ' το εξώφυλλο του LP Crime of the Century των Supertramp

7 Νοε 2008

έβερεστ


κορίτσι μου τα μάτια σου σταυρώσαν τον Ιούδα
μα δε χωρέσαν δυο κραυγές στο δάκρυ να επουλώσουν
τώρα μονάχα ο πυρετός κυλάει στο μάγουλό σου
και μου τυφλώνεσαι στο φως σα νυχτοπεταλούδα

μια λέξη που σου γύρεψα μου είπες δυο χιλιάδες
πήρες φοβάμαι τη ζωή πολύ στα σοβαρά
μα όταν του ανέμου δίνεσαι κι απλώνεις τα φτερά
σου ψαλιδίζουν την ουρά του κόσμου οι συμπληγάδες

του έρωτα παίζεις το χαρτί χορεύεις τους σκοπούς μου
κι εγώ σου λέω πως το παιχνίδι αυτό δεν μ' αφορά
τρελλή καρδιά ανισόρροπη γι' ακόμα μια φορά
όταν βογγάω στα σκοτεινά σε σένα τρέχει ο νους μου

νά 'σαι καλά κι αν δε με δεις να ξέρεις θα σου γράψω
θα 'χω πια τόσα να σου πω που δεν θα προλαβαίνω
σε χιονισμένη κορυφή φαντάσου με ανεβαίνω
σε λίγο φτάνω και μπορώ σαν άνθρωπος να κλάψω


(1986/2008)