27 Δεκ 2009

πάμε άλλη μια...



Καλή χρονιά! Και νά 'ναι αυτή
που θα μας ταξιδέψει
στη φαντασία του ποιητή
και στου σοφού τη σκέψη


pneyma.jpg


από το οπλοστάσιο της σκακιέρας, πρωτοχρονιά 2008

19 Δεκ 2009


Θέλω να γράψω ένα νέο ποστ, μόνο που δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω. Σας αφήνει αδιάφορους. Kαι τώρα βέβαια θα σκέφτεστε "αφού σε δυσκολεύει, γιατί δεν πας να κάνεις τίποτα χρήσιμο;" Ε, λοιπόν όχι φίλοι μου. Είναι θέμα τιμής, αφού το άρχισα θα το τελειώσω, άσε που κατάφερα να γράψω κάμποσες αράδες και να γίνω αρκετά ανιαρός προτού καλά-καλά το καταλάβω. Και δεν είναι αλήθεια πως δεν έχω θέματα. Έχω και παραέχω. Μόνο που εκείνα απαιτούν χρόνο και διάθεση άλλου τύπου. Τώρα χρειάζομαι κάτι minimal

Θέλω να γράψω ένα ποστ που ν' αρχιζει με τα λόγια: Θέλω να γράψω ένα ποστ που ν' αρχιζει με τα λόγια. Πολύ ωραία, φαντάζομαι πως αυτό έγινε κιόλας, αρκεί μόνο να εξαφανίσω την προηγούμενη παράγραφο, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν λέει τίποτα. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, το μόνο που θα καταφέρω θα είναι ν' αντικαταστήσω τη μια ασυναρτησία με μια άλλη χειρότερη. Όχι, το βρήκα! Θα γράψω ένα ποστ που να τελειώνει με τα λόγια: Θα γράψω ένα ποστ που να τελειώνει με τα λόγια


Αρκεί να μην προσθέσω τίποτε άλλο, πράγμα που πολύ φοβάμαι έχει ήδη συμβεί.

πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα - εικόνα του m.c.escher

12 Δεκ 2009

once up on a down



μια Κυριακή ενός Δεκέμβρη ενός χειμώνα
με μανταρίνια Gauloises και κρύα χέρια
δυο ταξιδιώτες δυο τρελοί δυο κάστρα ακέρια
δυο σύννεφα μοναχικά μα όχι μόνα

πήραν τους δρόμους και τραβάν πίσω σηκώνει
λάγνον αέρα να χαϊδέψει λέει γυναίκα
κι εσύ ρωτάς τα τρένα ποιος ξύλο επελέκα
σβούρες σκαλίζοντας μα δες μονάχα σκόνη

μια δύση ορίζοντες εκεί στα καστανά του
κάτι σαν χίμαιρα ή φαύλη επιθυμία
μες στα βαθιά νερά τους πόσες με τη μία
φορές δεν έκανες το γύρο του θανάτου

ζητώντας χρώματα φανάρια μες στο μαύρο
και ηχοχρώματα στις παύσεις των τετάρτων
ενώ παλεύοντας τις μνήμες των τεράτων
ουτόπου απρόσιτου την θύρα έψαχνα να βρω

και να που φτάσαμε σ’ αυτόν τον κυκεώνα
με μανταρίνια, Gauloises και χέρια κρύα
δυο ταξιδιώτες δυο τρελοί σε μια πορεία
μια Κυριακή κάποιου Δεκέμβρη κάποιου αιώνα




αφιερωμένο

2 Δεκ 2009

ανωτερότης



σε χαιρετώ κάθε πρωί, έτσι με μάθαν
noblesse oblige, μια καλημέρα, ένα πώς είστε
κι ενώ να ουρλιάξω θέλω, ανθρώποι βοηθήστε
ψελλίζω μόνο τ' όνομά σου, Λεβιάθαν

στα μέσα-έξω, φαρισαίος ή τελώνης
χρυσό παιδί, πολιτικός, δημοσιογράφος
τα γαμψά νύχια, αναρωτιέμαι, και το ράμφος
τίνος τα μούτρα κάνουν κρέας όταν τελειώνεις

α! θα σου άξιζε αυτό, ποιος αμφιβάλλει
μα δεν αρμόζει στην ανώτερή μου φύση
και η ευγένεια ξανά θα μ' εμποδίσει
να σου φυτέψω μία σφαίρα στο κεφάλι


εικόνα αλιευμένη στο δίκτυο


24 Νοε 2009

λευκό


μπρος στο λευκό συχνότατα στέκω συλλογισμένος
χαρτί ως άλλοι χάσκουνε ενώπιον βιτρινών
εκεί την ματαιότητα της τέχνης μου θρηνών
ξεσπώ με αγανάκτηση και κάθε λογής μένος

έστω να υποθέσουμε πως αγαθή ποια μούσα
στο πρόσωπό μου έβρισκε έναν Λόρκα ένα Ρεμπώ
πες μου σαν τι θα κέρδιζα π' όταν βρε Χάρε μπω
στο μάτι σου απ' τη μοίρα τους άλλη δεν θα τολμούσα

να ελπίσω (...κι έχω αυτόν τον αλητήριο
που ποιος Αρθούρος με ρωτά ποιος Φεδερίκο
θέλει η φωνή λες να υψωθεί μα πού να βρει ήχο
μες στο λευκό κυλάει χαρτί το δηλητήριο...)




εικόνα: J.Pollock, untitled

23 Νοε 2009

άρνηση


μην μου ζητάς να σου χαρίσω ποιήματα
οι λέξεις είναι θηλυκά
φυλάν καρτέρι ζηλόφθονα στις γραμμές
των μετώπων μας

κατηφορίζω συχνά δρομάκια του λόγου ανήλιαγα
με το μάτι κλειστό κι οδηγό την τρομάρα μου
σε πλατείες τριγυρνώ και σ' ακάλυπτους
και λαϊκές αγορές αν αυτό μου ζητάς
να γίνω κι εγώ ένας πλανόδιος γητευτής της δεκάρας

να κάνω σουξέ δόντια χρυσά και τη σαπίλα του χνώτου μου
των τσιρκολάνων τα κόλπα αν ζητάς να σου την κάνω την χάρη
στ΄ αλήθεια γνωρίζω κάποια τέτοια καλά με την πανσέληνο
μα δεν μπορώ κείνο που δεν μου ανήκει να χαρίσω

δεν μας ανήκουν οι λέξεις χαρά μου
δεν μας ανήκουν τα χρόνια μας
κρεμόμαστε πάνω τους σαν γατιά
κι απ' τα βυζιά τους τρεφόμαστε
μάνα καμιά δεν κοιλοπόνεσε για μένα
τελευταία φορά
όσο η λέξη αείποτε
που στο λέω τα λόγια ετούτα
η πρόθεση αμφί
τα ρήματα ελλοχεύω ανθίσταμαι παραποιώ
δεν μου ανήκουν
αντωνυμίες και σύνδεσμοι και μετοχές
προθέσεις και όνειρα

τα υλικά όλα εκείνα απ' τα οποία ανέκαθεν
το ξέρεις δα
φτιάχνονται τα ποιήματα




εικόνα: Δημήτρης Γέρος, άνεμος


1 Νοε 2009

σαλαμπώ



-Κάποιος χτυπά –Ποιος; -Μοιάζει να χωλαίνει
-Μην απαντάς –Κρούει την θύρα, τις κορφές
σείει των δέντρων, κλαίει για μιαν Ελένη

Βοριάς τυφλός, πάει τρεις χιλιάδες πίσω
-Για δες, τι θέλει; -Τον στοιχειώνουνε μορφές
-Α! μια στιγμή την πένα ν’ ακουμπήσω

-Την Σαλαμπώ γυρεύει και την Ανδρομάχη,
τις νύχτες, κάπου, ένα τραγούδι τον καλεί
παραληρεί, πως πέφτει λέει στη μάχη
κι η Καρχηδόνα σαν παγάκι στο γυαλί

Την Υπατία φωνάζει και την Οφηλία
Βιαστείτε, φεύγει! Είναι κάπου –ήδη- αλλού
-Μην τον αφήνεις, του προτείνω φιλία
-Πολύ αργά! –Πού πάει; -Στις άκρες του μυαλού



εικόνα: Caspar David Friedrich, Der Wanderer über dem Nebelmeer

25 Οκτ 2009

πρέφα


-Πρώτα.
-Δεύτερα.. Νάντια κοριτσάρα μου, πω, πω μανάρι μου, τι μερακλίδικοι καφέδες.. μου 'γινες στον ελληνικό ξεφτέρι! ..Άντε ρε παιδί μου, θα παίξουμε; Δεν είναι δα και.. τι; Α, το χάπι. Δος το το γαμημένο! ... Τι έγινε, είχαμε καμιά εξέλιξη;
-Εγώ; Πάσο.
-Μπα, το παιδί μίλησε. Άντε λοιπόν.
-Και δεύτερα.
-Α, μάλιστα.. Ωραία.. Λίγα τρίτα;
-Και.
-Είσαι και κούπες;
-Ο τζόγος μου.
-Αχρωμάτιστα;
-Πρωτοπαίζω!
-Μπράβο σου. Είσαι και μπαστούνια εφτά;
-Εσύ τι λες;
-Λέω, πάρτα να δω την προκοπή σου.
-Να ξεσκαρτάρω και θα τη δεις.
-Εγώ τον έχω για μέσα.
-Σόλο; για δίσολο;
-Θα παίξουμε ή θα μιλάμε;
-Αποφάσισες; Τι τα λες;
-Κούπες βέβαια.
-Επτά κούπες;
-Εννιά.
-Τι λες εκεί; Θα παίξω.
-Θα παίξεις; Στα εννιά; Είσαι σίγουρος;
-Αφού έχω την απατού, βρε χαϊβάνι! Τι, δεν τη μέτρησες την τρίφυλλη ντάμα; Τι σου μαθαίνω βρε τόσον καιρό; Έλα τώρα να σε βάλω μέσα στα εννιά για να μάθεις.
-Τ' αρχίδια θα μου κλάσεις. Τις ντάμες σου μέσα. Νομίζεις δεν την υπολόγισα; Δική μου είναι κι αυτή, όπως η άλλη.
-Ποια άλλη;
-Σκάσε ρε μαλάκα.
-Ποια άλλη, ρε; Σε ρωτάω!
-Τίποτα, πατέρα, έλα να παίξουμε. Αφού παίζεις, θα παίξω κι εγώ.
-Βούλωστο, ρε μαλακισμένο. Κι εσύ.. θα πεις τι εννοούσες ή...
-Ή τι, ρε κωλόγερε; Θα βγάλεις το λουρί να με δείρεις; Πούστη, κωλόγερε, νομίζεις δεν τα θυμάμαι; Έμπαινε η μάνα μου στη μέση κι έτρωγε τις μισές. Στον τάφο την έστειλες πριν την ώρα της, καριόλη. Για να σαλιαρίζεις τώρα με το μωρό.. την εγγονή σου. Για τη λεβεντιά σου σε παντρεύτηκε, νομίζεις, σκατόγερε, ή για τα γαμίσια που της ρίχνεις; Φουντωμένη κάθε πρωί που πηγαίνεις στο άρμεγμα πέφτει κι αρμέγει το δικό μου. Κι ύστερα σαν τη σκύλα γυρνά τον κώλο της και σαν τη σκύλα σκούζει..
-Ααα, σκυλί.. Θα.. θα.. Το.. ο.. ο.. αυτό το.. ωχ, μάνα μου! Τ.. ...
-Πατέρα! Τι τρέχει, πατέρα.. έχει γίνει κατακκόκινος, μαλάκα δεν.. ωχ, πάει, σωριάστηκε χάμω!
-Τα τίναξε, ρε, δε βλέπεις; Μέχρις εδώ ήτανε η βασιλεία του..
-Τι τον κλωτσάς ρε μαλάκα, δεν είναι ζώο..
-Ζώο.. ήτανε. Τώρα είναι ψοφίμι
-Του την είχες στημένη. Κι η άλλη του δωκε το χάπι του άδειο, όπως τηνε δασκάλεψες.
-Την.. πώς το ξέρεις αυτό; Να μας άκουσες, αποκλείεται.
-Δεν χρειάζεται να σ' ακούσω. Όλες τις μαλακίες που της λες, μου τις προφταίνει. Και πως κάνει ότι σκούζει όταν την πηδάς, ενώ γουστάρει εμένα.
-Τι λες, ρε μουνόσκυλο!
-Αυτό που σου λέω. Θα πάρεις τώρα εσύ το χτήμα στη βραγιά και τα ζωντανά.. και τ' αμπέλια όλα, παρ' τα κι αυτά. Ν' αφήκεις μοναχά σ' εμάς το σπίτι. Και το χτήμα με τις ελιές, στη Λιόμα.. τι κάνεις αυτού;
-Θα σε σκοτώσω σα σκυλί που είσαι! Άρπα τη!
-Άρπα την εσύ ρε! Εσύ, εσύ, εσύ! Πούστη, ξεκωλιάρη, μ' έφαγες..
-Μ' έσκισε το μαλακισμένο, πετάει το αίμα βρύση! Τι κατάλαβες τώρα ρε μαλάκα.. τι γελάς ρε, είσαι τρελός;
-Γελάω, ρε Μανώλη.. τρελοί είμαστε κι οι δύο. Όχι, όχι τρελοί.. τα λιμά είμαστε.. τα λιμά της..
-Πάει, του 'στριψε.. Νάντιααα.. Πού χώθηκες μωρή σκρόφα, έλα να δεις τα χάλια μας.. Που σφαχτήκαμε για τα ωραία μπλε, τα ρώσικα τα μάτια σου, πουτάνα..
- Τα λ.. λιμά είμαστε.. μαλάκα αδερφέ μου.. Τα λιμά. Κι όταν.. φ.. φύγουν τα λιμά.. απ' τη μέση.. η.. τ.. τρίφυλλη ντ..ντάμα γγ..γίνεται μπ..μπάζα, μμ.. μαλ.. λάκα αδερφέ μου.. Μπάζα...


19 Οκτ 2009

για την ευφράδεια



κι όμως το σώμα βιαστικά που παραχώνετε
λέω στο χώμα δεν σαπίζει μήτε λιώνει
κάθε που πέφτει αυτή η αυλαία άλλη σηκώνεται
γιατί η παράσταση ποτέ δεν τελειώνει

αν από ρόδο βγαίνει αγκάθι ή και τ' αντίστροφο
κι από το ρόδο μένει τ' όνομα μονάχα
λέω προθύμου της σαρκός το πνεύμα δύστροπο
γι' αυτό του χρόνου όλου ζητώ την άμμο να 'χα

στο κάτω-κάτω τι να πουν και τα τετράδια
που εν τη ρύμη σπαταλήθηκαν του λόγου;
ένα "συγγνώμη" όπου χρωστώ για την ευφράδεια
σκιά στο θέατρο κι εγώ του παραλόγου


(εικόνα: Gilber Garcin, les fils du temps)

31 Αυγ 2009

απελευθέρωση



κάτι βραδάκια σαν κι αυτό που με παιδεύει
σαράκι η σκέψη σου ενθύμιο από τα χτες
έρχονται λάγνες σκοτεινές αγαπημένες
σαν τις γαλέρες φορτωμένες πειρατές
οι Λέξεις -πλάσματα θαρρείς που διαφεντεύει
η θύμησή σου- βρίσκουν διάπλατα ανοιχτές
όλες τις πόρτες τάχα απρόσεχτα αφημένες

έτσι κομμένες και στα μέτρα σου ραμμένες
στήνουν εντός μου τον πανάρχαιο τους χορό
νότες φορούν κι από βαθιά τους ξεπηδάνε
κόσμοι απέραντοι που πια δεν τους χωρώ
να τις κρατήσω στο χαρτί θέλω γραμμένες
μα όπως εσύ που κάποτε είπες "προχωρώ"
λέω καλύτερα ελεύθερες πως θα 'ναι




εικόνα: m.c.escer, liberation

29 Αυγ 2009

αποσκευές



μερικά ζευγάρια ζεστές ελπίδες

μια αλλαξιά όνειρα

μια δήλωση περί μη δυνατής μετανοίας

μερικά ζευγάρια μάτια, αυτιά και –κυρίως- ρουθούνια

ένα στιγμιότυπο (ελληνιστί: ενσταντανέ) με το μπετό συγκινημένο να σκουπίζει τη μαυρίλα απ’ τη χαλασμένη μάσκαρα και να κουνάει τις κεραίες του για μαντήλι

μια μαύρη πέτρα (όχι, δεν θα τη ρίξουμε πίσω μας–θα την κρατήσουμε για τις στιγμές της νοσταλγίας, να την κοιτάμε και να θυμόμαστε)

αυτά αρκούν- σαλπάραμε

του Λυτρωμένου ανθρώπου, ανήμερα




16 Αυγ 2009

διαφορετική, πολύ διαφορετική


(συνέχεια απ' τα δύο προηγούμενα ποστ)

Λοιπόν, δεν ξέρω αν συμφωνείς, νομίζω πως δεν υπάρχει πιο χαλαρωτικό πράγμα απ' τα καλοκαιρινά βραδάκια σαν αυτό, σ' ένα ταβερνάκι πλάι στο κύμα. Πολύ φοβάμαι ότι ανήκω κι εγώ στη μεγάλη κατηγορία των ανθρώπων που συνδέουν τις όμορφες στιγμές με τις γευστικές απολαύσεις κι ένα από τα πράγματα για τα οποία ευγνωμονώ την Τέσι είναι που με έκανε να το συνειδητοποιήσω και -σε κάποιο βαθμό- να το πολεμήσω.
Αλλά εδώ, τώρα, έχοντας επί το πλείστον ολοκληρώσει το λιτό μας δείπνο, παρέα μ' ένα μισόκιλο απ' το κεχριμπαρένιο δώρο του Βάκχου, μπορώ να ξαναπιάσω το νήμα της ιστορίας μου από εκεί που το είχα αφήσει: ένα καλοκαίρι του δύο χιλιάδες τόσο, κάπου στις νότιες γειτονιές της Αθήνας και μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτα ερωτική, παρά την ύπαρξη του βρέφους που ήσουν, το οποίο σε κάθε άλλη περίπτωση θα μονοπωλούσε όλο το ενδιαφέρον μας.

Πέρασε κανένας μήνας. Η Τέσι προσπαθούσε να βρει δουλειά μακριά από μπαρ και τα συναφή που φοβόταν μην την ξαναφέρουν σε επαφή με κυκλώματα τα οποία προτιμούσε να αποφύγει. Τη συστήσαμε σε κάποιους ανθρώπους που χρειάζονταν μπέιμπυ-σίτερ για τον Ιούλιο, με προοπτική ανανέωσης από Σεπτέμβρη. Κάποια βράδια, όταν δεν την χρειαζόμασταν εμείς ή στο άλλο σπίτι- έβγαινε, πού πήγαινε δεν ξέρω. Και το λέω αυτό γιατί, απ' όσο καταλάβαινα, δεν είχε φίλους ή κάποια σχέση. Ίσως της είχε προκύψει κάτι ή -το πιθανότερο- επρόκειτο για σχέσεις της μιας βραδιάς.
Τα πρωινά του Σαββάτου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε οι τέσσερίς μας στη θάλασσα, κάπου μετά την Ανάβυσσο. Εσένα σ' έπαιρνα αγκαλιά και μπαίναμε μαζί στο νερό και φαινόσουν τόσο ευχαριστημένος σαν να βρίσκεσαι πραγματικά στο στοιχείο σου.
Η Τέσι ήταν πολύ τυπική -και πάρα πολύ όμορφη!- με το παλιό ασπρόμαυρο μπικίνι της Αφροδίτης. Της το είχε δανείσει μαζί με κάποια σορτς και μπλουζάκια μέχρι να πάρει το πρώτο της βδομαδιάτικο και να μπορέσει να αγοράσει η ίδια μερικά χρειαζούμενα. Καθότι, όπως κατάλαβες, η μικρή μας φίλη είχε έλθει σπίτι μας κυριολεκτικά με το βρακί που φορούσε.
Μετά τη θάλασσα, πηγαίναμε σ' ένα ταβερνάκι εκεί κοντά και τρώγαμε χοιρινές μπριζόλες και καλαμαράκια τηγανητά, ενώ η Τέσι παράγγελνε μελιτζάνες, κολοκυθάκια, πατάτες και σαλάτα ή χόρτα. Έλεγε ότι δεν συμπαθεί το κρέας κι ότι το τρώει πολύ σπάνια, εγώ όμως νομίζω ότι δεν έτρωγε ποτέ. Απλώς δεν ήθελε την ετικέτα του χορτοφάγου. Εξάλλου, όποτε είχε τύχει να μαγειρέψει στο σπίτι, έφτιαχνε πάντα -νοστιμότατα!- ζυμαρικά με κόκκινη σάλτσα ή σάλτσα μανιταριών, στα οποία η ίδια δεν έβαζε καθόλου τυρί, παρά μόνο τα πλάκωνε στο πιπέρι.
Μετά από κείνη την κουβέντα μας που σου προανέφερα, η σχέση μου μαζί της είχε περάσει σε μια φάση τρυφερής συνενοχής εξ αποστάσεως. Τα δυο κορίτσια φαίνονταν να έχουν έλθει πιο κοντά και συχνά τις έπιανα να σιγομιλούν, σταματώντας όταν εγώ πλησίαζα. Τι συζητούσαν; Η Αφροδίτη δεν έλεγε τίποτα, η δε Τέσι μου έκλεινε καμιά φορά πονηρά το μάτι ή μου έβγαζε πειραχτικά τη γλώσσα.
Μια φορά, εκεί που κολυμπούσαμε μου πέταξε:
«Βελτιώνεστε, υπάρχουν όμως ακόμα πολλά περιθώρια.»
«Τι περιθώρια; Για τι πράγμα μιλάς;»
«Για τον καιρό.» Και βγάζοντάς μου τη γλώσσα απομακρύνθηκε.

Είχα βέβαια κάποια υποψία για το τι εννοούσε. Η Αφροδίτη, η οποία στο κρεβάτι -παρ' ότι συναισθηματικά θερμή- θύμιζε θηλυκή θεότητα της Ανατολής, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, είχε σε μικρό σχετικά διάστημα εξελιχθεί σε μια δυναμική ερωτική σύντροφο με φαντασία και διάθεση για πρωτοβουλίες. Τώρα, αυτό δεν είναι ακριβώς το είδος της συζήτησης που κάνεις με το γιο σου, αλλά για να πάρεις μια ιδέα σου λέω ότι παλιότερα η μητέρα σου δεν συμπαθούσε καθόλου το στοματικό σεξ και το θεωρούσε ως ένα είδος παραχώρησης για εξαιρετικές περιπτώσεις. Απ' τον καιρό που έμπλεξε με την Τέσι, όμως, λες και τη μεθούσε η γεύση του πέους μου δεν ξεκολούσε από πάνω του. Είχα τόσο πολύ εντυπωσιαστεί κι ωστόσο δεν τολμούσα να πω τίποτα από φόβο μη χαλάσω τα ...μάγια.
Εννοείται ότι η "μικρή" είχε αρχίσει να παίρνει στα μάτια μου μυθικές διαστάσεις. Κι ενώ στις αρχές την έβλεπα με διάθεση προστατευτική, αδελφική θα έλεγα, τώρα έπιανα τον εαυτό μου να την σκέφτεται όλο και περισσότερο σαν κομμάτι δικό του, αναπόσπαστο, και με διάθεση, κάποιες φορές, βασανιστικά ερωτική.

Μια μέρα, τις βρήκα στο κρεβάτι με τα εσώρουχα, τη δικιά μου από κάτω και την Τέσι καθισμένη πάνω της.
«Τι γίνεται κορίτσια, ξεσαλώνουμε;»
«Η Τέσι μου κάνει ρεφλεξολογία. Έλα να δεις, είναι φοβερή! Μπες καλέ, τι ντρέπεσαι;»
«Δεν ντρέπομαι. Κάνω επίδειξη τακτ.»
«Σε ποιον, σε μένα ή στην Τέσι που την έβλεπες κάθε μέρα τσίτσιδη;»
«Άλλο η παραλία κι άλλο η κρεβατοκάμαρα.»

Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η άνεση της μητέρας σου. Εντάξει δεν είναι πουριτανή, αλλά ως γυναίκα (και δη αρκετά πονηρή και φιλύποπτη, όπως είναι σε άλλα η Αφροδίτη) θα περίμενα να συντηρεί κάποια εθιμοτυπικά ταμπού για λόγους ασφαλείας, ειδικά με μια περπατημένη πιτσιρίκα σαν την Τέσι. «Μωρέ», σκέφτηκα, «λες να γουστάρει;» Αυτή ήταν μια πιθανότητα που την είχα απωθήσει ως κάτι απολύτως εξωφρενικό και ανήκον αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας. Απ' την άλλη, οι αλλαγές που βίωνα ήταν τόσο έντονες και η προοπτική τόσο δελεαστική που στην πρώτη ευκαιρία της το 'ριξα.
«Μωρό μου;»
«Τι;»
«Πώς σου φαίνεται η Τέσι;»
«Τι ερώτηση είναι πάλι αυτή; Πώς σου 'ρθε;»
«Έτσι μου 'ρθε. Από περιέργεια.»
«Περιέργεια; Με το πουλί σου μέσα μου; Περίεργο, πράγματι!»
«Εννοώ...ορίστε, αν τη γουστάρεις. Αν θα γούσταρες να είναι τώρα εδώ μαζί μας.»

Έχω να σου πω ένα πράγμα. Αν σκεφτείς ποτέ ν' ανοίξεις τέτοιου είδους διερευνητική συζήτηση με τη δικιά σου, μην το κάνεις στο κρεβάτι. Ή, τουλάχιστον, καν' το αφού τελειώσεις. Διαφορετικά, κινδυνεύεις να μείνεις με το απαυτό στο χέρι.

«Αα... Έτσι πες μου! Βρωμιάρη! Αυτά έχεις στο μυαλό σου;»
«Γλυκιά μου...»
Η γλυκιά μου βρισκόταν ήδη στην άλλη άκρη του κρεβατιού παλεύοντας με το σεντόνι.
«Μακριά μου! Ξετσίπωτε, βρωμιάρη, αυτό βρε είναι μωρό!»
«Αφροδίτη, σύνελθε. Μωρό είναι αυτό, όχι η Τέσι.» Και της έδειξα εσένα που κοιμόσουν μακαρίως μες στα τούλια της κουνουπιέρας. Μέγα λάθος, φυσικά.
«Έλα ρε μεγάλε πατέρα! Είναι μωρό, ε; Το πρόσεξες! Και δε μου λες... τώρα αυτό κοιμάται, έτσι; Μας παίρνει να στήσουμε ένα οργιάκι εδώ δίπλα του. Μια παρτουζίτσα.»
«Αφροδίτη...Μανάρι μου...Σοβαρά έχεις τσαντιστεί ή παίζεις τώρα;»
Γιατί είναι και παιχνιδιάρα, πανάθεμά την.
«Κατ' αρχάς, ποιος είπε για όργιο; Και μάλιστα δίπλα στο μωρό; Γιατί υπερβάλεις; Εντάξει, μπορεί εγώ να παρεξήγησα...λάθος μου, ξέχασέ το.»
«Να το ξεχάσω; Τι λες μωρέ; Και τι εννοείς ότι "παρεξήγησες", τι παρεξήγησες δηλαδή; Όχι, θέλω να μου πεις!»

Τι να πω; Μπορούσα να πω κάτι χωρίς να τα κάνω χειρότερα; Τσουνγκσβανγκ, που λένε στο σκάκι. Όλες οι κινήσεις χάνουν -ο μόνος τρόπος να μη χάσεις είναι να κάτσεις στ' αυγά σου και να μην κάνεις τίποτα, μόνο που αυτό δεν γίνεται. Χρειαζόμουν επειγόντως έναν αντιπερισπασμό. Κοιτούσα προς τη μεριά σου με ελπίδα, αλλά εσύ χώνευες το γαλατάκι σου ήσυχα-ήσυχα αδιαφορώντας για τον καυγά δίπλα σου.
Πάνω στην ώρα, ανάβει ένα φως κι ακούγεται η πόρτα της τουαλέτας. Το πουτανάκι μου, η Τέσι, έχοντας ασφαλώς ακούσει τα πάντα, προσπαθεί να μου δώσει λίγο χρόνο. Αμ δε! Η μουρμούρα συνεχίζεται, αλλά στο ψιθυριστό.
«Γιώργο... η πόρτα είναι ανοιχτή! Δεν πιστεύω να μας άκουσε;»
«Μπα...»
«Γιατί είναι ανοιχτή η πόρτα;»
«Ξέρω γω... Προφανώς δεν την κλείσαμε.»
«Αν δεν την είχαμε κλείσει, θα 'ταν εντελώς ανοιχτή. Αυτή είναι μισάνοιχτη.»
«Τι θέλεις να σου πω τώρα; Δεν θα την έκλεισα καλά. Είναι κι αυτό έγκλημα;»
«Όχι, αλλά είναι περίεργο. Κι όταν μαζεύονται πολλά περίεργα...»

Σιωπή. Ωραίο πράγμα. Ειδικά τη νύχτα, ξέρεις, όταν έχεις πάρει απόφαση ότι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι ο ύπνος. Μόνο που αυτού του είδους η σιωπή συνήθως δεν κρατάει πολύ.
«Έχει παιχτεί κάτι;»
«Τι εννοείς;»
Έκανα το βλάκα.
«Με σας τους δυο...πίσω απ' την πλάτη μου. Κάτι έχει γίνει.»

Όπως σου είπα, φιλύποπτη. Πιο σωστά: υποψιασμένη. Ο τυπικός κάτοικος αυτής της χώρας. Αυτής της εποχής. Δεν-είμαι-εγώ-μαλάκας. Δεν-πιάνομαι-κορόιδο-εγώ. Τι πράγμα; Μέσα μου; Τι σημασία έχει τι γίνεται μέσα μου; Σημασία έχει το γύρω μου. Καταλαβαίνω-τι-γίνεται-γύρω-μου.

«Δεν έχει γίνει τίποτα πίσω απ' την πλάτη σου. Απλά, σας είδα το απόγευμα τόσο χαλαρές και άνετες μαζί που...δεν ξέρω...δεν το βρίσκω κακό.»
«Ούτε εγώ το βρίσκω κακό. Αρρωστημένο το βρίσκω. Και τυπικά ανδρικό. Ο πασάς με το χαρέμι του. Αν σου 'λεγα γω να με μοιραστείς με κάποιον άλλο;...Θα σου φαινόταν το ίδιο;»
«Δεν ξέρω...εξαρτάται...»
Γιατί στριμώχτηκα; Αφού ήμουν σίγουρος πως έχω δίκιο, τι ήταν αυτό που με μπλοκάριζε; Η Αφροδίτη μ' έναν άλλον άντρα; Ήταν μια αρκετά συνηθισμένη μου φαντασίωση. Αλλά όχι με τη συμμετοχή τη δική μου.
«Ξέρεις, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Τα αγοράκια έχουν να ξεπεράσουν αναστολές διαφορετικής φύσης, αταβιστικής -όχι απλά κοινωνικής. Δεν είναι εύκολη η τρυφερότητα μεταξύ τους.»

Το πήγα μακριά, έτσι;

«Α, μάλιστα! Τώρα κατάλαβα! Ενώ, βεβαίως, δυο απελευθερωμένες γυναίκες μπορούν άνετα να χαϊδολογιούνται μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο;»
«Όχι.»
«Τι όχι; Αφού αυτό εννοείς.»
«Δεν εννοώ τίποτα. Απλά σε ρώτησα. Μ' ενδιαφέρει να ξέρω πώς το βλέπεις. Και πώς το νιώθεις.»
«Πας να ξεφύγεις.»
«Καθόλου. Αλλά παραδέχομαι ότι ήταν λάθος μου. Η επιλογή της στιγμής.»
«Λάθος, ξελάθος, ευκαιρία να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή. Δεν είμαι κυνηγός εμπειριών, εντάξει; Το πήδημα μαζί σου το 'χω ανάγκη και μ' αρέσει. Όλα τ' άλλα τα βρίσκω παρακμιακά. Σαν να έχω ένα ωραίο στρωμένο τραπέζι με τ' αγαπημένα μου φαγητά κι εγώ να το κοιτάω και ν' αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν είχα χαβιάρι και γαλλική σαμπάνια. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Μια χαρά. Αν όμως βρεθείς κάπου και σου προσφέρουν χαβιάρι και σαμπάνια; Το να είμαι ανοιχτός σε μια εμπειρία, δεν σημαίνει ότι την κυνηγάω, όπως λες.»
Ήταν η σειρά μου να την βραχυκυκλώσω, με κίνδυνο να ξαναφουντώσει πάνω που 'χε ηρεμήσει λίγο. Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι πώς εξελίχθηκε η κουβέντα από κει και πέρα, ούτε κι έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, και που θυμάμαι πολύ καλά, είναι ότι την άλλη μέρα η Τέσι μας ανακοίνωσε την απόφασή της να πάει να δουλέψει σε κάποιο νησί τον Αύγουστο -νομίζω πως ήταν η Ίος- και δεδομένου ότι ήταν ήδη τέλος Ιουλίου, άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.

Από τη στιγμή εκείνη, όλη η ζωή μου μπήκε σ' έναν παράξενο δρόμο, μοναχικό και μελαγχολικό, ένα είδος δεύτερης εφηβείας. Φοβόμουν τον αποχαιρετισμό, ότι θα είναι πολύ δύσκολος -κι ωστόσο ήταν πάρα πολύ απλός, έτσι όπως ήταν τα πάντα μαζί της.
«Πάρε αυτό» -είπε δίνοντάς μου ένα δισκάκι- «για να με θυμάσαι και για να με σκέφτεσαι κάποιες στιγμές. Εσύ θα κρίνεις αν... θέλω να πω, δεν με πειράζει να το δει και η Αφροδίτη, αλλά μάλλον δεν θα το συνιστούσα.» Χαμογέλασε. «Δεν λέω αντίο.»
Πλησίασε απότομα και με φίλησε. Στην άκρη των χειλιών. Ένα φιλί "δεν-ζητάω-τίποτα". Ένα φιλί "θέλω-τα-πάντα".
«Είναι αυτό που... Η ταινία σου;»
«Ναι, η ...ταινία μου.» Με είδε που την κοιτούσα, αλλά όχι έκπληκτος. Αμήχανος και συγκινημένος. «Ξέρω. Είμαι απίστευτη.»
«Είσαι απλά διαφορετική. Απ' όλες όσες ξέρω. Και μ' αρέσεις έτσι...» Δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Ίσως θα 'πρεπε να μετοικήσω στην Ιρλανδία.»
«Δεν έχει καμία σχέση η Ιρλανδία. Η μάνα μου ήταν λάτρης του ελληνικού πνεύματος, μου διάβαζε το Συμπόσιο... Ακόμα και τ' όνομά μου...»
«Τ' όνομά σου είναι Ιρλανδικό.»
«Όχι, δεν είναι. Είναι ελληνικό. Ίσως το μάθεις κάποτε... Όταν γίνω διάσημη.» Γέλασε. Στο πρόσωπό της κρεμασμένη μια μπουγάδα ασπρόρουχα. Μαζί με τη λιακάδα.
«Ή όταν ξαναβρεθούμε.»
Ύστερα έφυγε.

Τι πράγμα; Ε, ναι, την ξαναείδα... Και τ' όνομά της, το έμαθα, δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα... Και ήταν πράγματι διάσημη, αν και όχι με τον τρόπο που θα 'θελε. Είναι όμως αργά και αυτά ανήκουν σε άλλο κεφάλαιο. Μεγάλο κεφάλαιο... μεγάλο και διαφορετικό.
Κι αύριο μέρα είναι.

5 Αυγ 2009

πιο καλά με παρέα


(συνέχεια απ' το προηγούμενο ποστ)

Πέρασε ένας χρόνος. Αρχές Μαρτίου γεννήθηκες εσύ. Ήσουν, λοιπόν, τριών μηνών εκείνο το απόγευμα του Ιούνη όταν, επιστρέφοντας απ' το γραφείο με το μετρό, την ξαναείδα.
Καθόταν στις θέσεις που είναι μπροστά στην πόρτα και ήξερα πως είναι αυτή πριν ακόμα γυρίσει να με κοιτάξει -τόσο έντονα είχε παραμείνει στο μυαλό μου, όλο αυτό το διάστημα. Μ' αυτό που λέω, δεν θέλω να νομίσεις ότι την είχα πατήσει μαζί της κι ότι τη σκεφτόμουν νύχτα-μέρα σαν ερωτευμένος. Αγαπούσα τη μητέρα σου κι ο ερχομός σου μας είχε φέρει ακόμα πιο κοντά. Τέλος πάντων, καταλαβαίνω ότι δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, ελπίζω όμως ότι τα όσα σου περιγράψω ίσως φωτίσουν εκ των υστέρων αυτό το πρώιμο συναισθηματικό υπόβαθρο.
Ανοίγουν λοιπόν οι πόρτες, τη βλέπω, την αναγνωρίζω, κλείνουν οι πόρτες και, πριν προλάβω να προβληματιστώ για το πώς θα τραβήξω την προσοχή της, γυρνάει και καρφώνει τις ματάρες της πάνω μου. Φάνηκε να με προσέχει και σκέφτηκα ότι με είχε κι εκείνη αναγνωρίσει, οπότε της σκάω ένα πλατύ χαμόγελο με την ελπίδα να φαίνεται πραγματικά φιλικό και χαρούμενο μετά απ' το οκτάωρο της ταλαιπωρίας και το δεκάλεπτο περπάτημα μέσα στη σκόνη και τη ζέστη των Αμπελοκήπων.
Εκείνη δεν έκανε κανένα σημείο αναγνώρισης, μόνο έριξε μια λοξή ματιά στον άντρα δίπλα της, το συνοδό της προφανώς, σαν να ήθελε να με προειδοποιήσει κι ίσως να βεβαιωθεί ότι αυτός δεν είχε αντιληφθεί το χαιρετισμό μου. Μπήκα λοιπόν κι εγώ στο νόημα και "κουμπώθηκα". Σκέφτηκα πως θα ήταν ίσως ο πατέρας της, μιας που έδειχνε αρκετά χρόνια μεγαλύτερός μου.
Στο Σύνταγμα, κατεβαίνω για ν' αλλάξω συρμό. Πίσω μου κατεβαίνει κι εκείνη μαζί με τον άντρα. Κάνει ότι δεν με βλέπει. Μου περνά απ' το μυαλό να χωθώ στο πλήθος και να τους ακολουθήσω διακριτικά, να δω προς τα πού θα πάνε, όμως καταλαβαίνω πως δεν έχει νόημα και συνεχίζω το δρόμο μου για την αποβάθρα προς Άγιο Δημήτριο (μέχρι εκεί έφτανε τότε η γραμμή μας). Κι εκεί, φτάνοντας στην πλατφόρμα, νιώθω κάποιον να με τραβάει. Γυρνώ και τη βλέπω μπροστά μου, πάνω μου, σχεδόν μ' αγκαλιάζει. «Μπορώ να ρθω μαζί σου;» με ρωτάει.
Φυσικά, τα χάνω τελείως. Ούτε ξέρω τι της απαντάω.
«Σπίτι σου», μου λέει. «Να μείνω λίγες μέρες. Μπορώ; Δεν θα σου δημιουργήσω προβλήματα. Δεν είμαι πρεζάκι, ούτε με ψάχνει η αστυνομία.»
Φαίνεται ανήσυχη και κοιτάζει συνεχώς προς την απέναντι αποβάθρα. Καταλαβαίνω πως εκεί βρίσκεται ο συνοδός της, για την ώρα τον κρύβει ο συρμός της άλλης κατεύθυνσης που μόλις έχει αφιχθεί. Γυρνά σε μένα με αγωνία. Τα ματάκια της, γεμάτα βουβή παράκληση.
«Έλα», της λέω χωρίς να το σκεφτώ. Ο συρμός προς Άγιο Αντώνιο απομακρύνεται κι ο άντρας απέναντι της κάνει νοήματα. Εκείνη παριστάνει ότι δεν τον βλέπει κι ότι τον ψάχνει στην από δω μεριά. Έρχεται το τρένο.
Μπαίνω στο βαγόνι μ' εκείνη κολλημένη δίπλα μου. Μέχρι να ξεκινήσουμε είναι μες στην ταραχή, μόλις κλείνουν οι πόρτες χαλαρώνει. Το πρόσωπό της γίνεται όλο ένα χαμόγελο, το χαμόγελό της.
«Σ' ευχαριστώ», μου λέει. «Θα σας καθαρίζω το σπίτι, θα κάνω ό,τι θέλετε. Δεν είμαι καλομαθημένη. Κι αν δεν με θέλει εκείνη, θα φύγω.»
Υποθέτει ότι είμαι πάντα με τη σύντροφο που με γνώρισε, ή μπορεί και να μιλάει γενικά. Καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να μου στείλει το μήνυμα: "δεν σου κολλάω, απλά βρίσκομαι σε ανάγκη." Το σέβομαι. Της λέω ότι ελπίζω πως η Αφροδίτη δεν θα έχει πρόβλημα και της εξηγώ ότι το σπίτι μας είναι μικρό κι ότι υπάρχει σ' αυτό ένα νεογέννητο που για την ώρα κοιμάται στο δικό μας δωμάτιο, οπότε το παιδικό είναι ελεύθερο.
«Κοιμάμαι οπουδήποτε», λέει. «Σε καναπέ, στο πάτωμα. Και είσαι πολύ καλός.» Με φιλά στο μάγουλο. «Τ' όνομά μου είναι Τέσι.»

Πλησιάζοντας στο σπίτι με ζώνουν τα φίδια. Τι θα πω στην Αφροδίτη; Αν δεν συμφωνεί, αν θυμώσει; Η Τέσι το καταλαβαίνει και με διευκολύνει. «Πήγαινε», μου λέει. «Θα περιμένω εδώ, στο παρκάκι. Σημείωσε το τηλέφωνό μου.»
Το σημειώνω και πηγαίνω στο σπίτι. Δεν θυμάμαι τι έκανε η μητέρα σου, λογικά θα σε θήλαζε ή θα σε άλλαζε ή θ' ασχολείτο μαζί σου με κάποιον τρόπο. Της λέω, «σου 'χω μια έκπληξη.»
«Τι έκπληξη;»
«Θυμάσαι κείνη την ξανθούλα, πέρσι στο κάμπινγκ; Με τις μπάλες...; στην παραλία...;»
«Την Ιρλανδή, λες.»
Αυτό το είχα ξεχάσει.
«Ιρλανδή;»
«Ε, ναι, έτσι μου 'χε πει. Γιατί; Την είδες;»
«Την είδα. Είπε να σε ρωτήσω. Θέλει να μείνει λίγες μέρες μαζί μας.»
«Μαζί μας; Εδώ; Με το μωρό;»
«Ε, ναι. Της το εξήγησα. Έχει κάποιο πρόβλημα... Για λίγες μέρες, λέει. Κοιμάται οπουδήποτε. Και θα σε βοηθάει στο σπίτι.»
«Και πού είναι τώρα;»
«Στο παρκάκι. Περιμένει να το συζητήσουμε και να την πάρω.»
«Τι να πω... εντάξει. Ελπίζω να είναι έτσι τα πράγματα.»

Την ξέρεις τη μητέρα σου. Είναι λίγο ανασφαλής, αλλά δεν είναι συντηρητική ούτε μίζερη. Όταν την κάλεσα, η Τέσι έκανε σα μικρό παιδί. Αδύνατο να μη νιώσεις άνετα μαζί της.
«Γεια σου Αφροδίτη, με θυμάσαι; Σίγουρα όχι. Είμαι η Τέσι.»
«Φυσικά σε θυμάμαι. Μιλάς ελληνικά. Δεν είσαι Ιρλανδή;»
«Η μητέρα μου. Στο κάμπινγκ έκανα την ξένη, δεν ξέρω γιατί. Μου φαινόταν ότι θα έχει πλάκα. Να λένε πράγματα μπροστά μου... ξέρεις.»
«Κατάλαβα... Και ζεις στην Ιρλανδία ή εδώ;»
«Εδώ, δεν έχω πάει ποτέ στην Ιρλανδία. Η μητέρα μου γύρισε εκεί με τον αδερφό μου, όταν χώρισε... πριν από έξι χρόνια. Εγώ έμεινα με τον πατέρα μου. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών.»
«Στην πιο δύσκολη ηλικία. Θα πρέπει να ζορίστηκες πολύ.»
«Ναι, εντάξει. Ίσως να ήταν και καλύτερα. Είχαμε τρομερό ανταγωνισμό με τη μάνα μου, όλη την ώρα τσακωνόμασταν. Ο πατέρας μου ήτανε γλυκός, με πρόσεχε... Τέλος πάντων, τι σας λέω τώρα! Το θέμα είναι ότι δεν μένω μαζί του πια. Ούτε θέλω να γυρίσω.»

Εκείνη η πρώτη μέρα ήταν λίγο παράξενη. Απ' την επόμενη, μπήκε το νερό στ' αυλάκι κι η Τέσι στο σπίτι μας, στο δωμάτιό σου.
Έμεινε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Εγώ τα πρωινά έλειπα στη δουλειά, συνήθως γυρνούσα αργά το απόγευμα. Τις έβρισκα να πίνουν καφέ ή -αν είχε ήδη πέσει ο ήλιος- να σε κάνουν βόλτα και να τα λένε σαν καλές φιλενάδες.
Ήταν μια όμορφη, γλυκιά, χαλαρή περίοδος. Η Αφροδίτη είχε άδεια αρκετούς μήνες και απολάμβανε τον καινούργιο της ρόλο, πολύ περισσότερο μάλιστα που η παρουσία της Τέσι της έλυνε τα χέρια σε πολλά πράγματα -εξωτερικές δουλειές, ψώνια, ακόμα και βραδυνή έξοδο, μιας που η νεαρή μας φίλη αποδείχτηκε εξαιρετικά ικανή και υπεύθυνη στην φροντίδα σου.
Μάθαμε και την ιστορία της με τον τύπο. Δεν ήταν ο πατέρας της. Σκηνοθέτης-παραγωγός... μη σου πω και προαγωγός. Την είχε "ψήσει" να παίξει σε μια αισθησιακή ταινία -πορνό, δηλαδή- και δεν την πλήρωσε ποτέ. Η Τέσι -απ' ό,τι έλεγε- το 'κανε πρωτίστως για το κέφι της, όμως και τα λεφτά τα είχε ανάγκη (έμενε ήδη μόνη της δουλεύοντας όπου έβρισκε, σε μπαρ, καφετέριες, πιτσαρίες). Και πρέπει να ήταν αρκετά λεφτά, που όμως δεν τα είδε ποτέ.
Δεν ξέρω αν έτσι δουλεύει το κύκλωμα ή αν αυτή έπεσε στην περίπτωση. Ο τύπος πίστεψε ότι βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά. Βλέπεις, η Τέσι δεν ήταν απλά ένα ωραίο, πρόθυμο κορίτσι. Ήταν μια δεκαενιάχρονη που έδειχνε δεκατέσσερα -βία δεκαπέντε. Με το κατάλληλο ντύσιμο και το σωστό παίξιμο, υποθέτω θα περνούσε και για μικρότερη. Την είχε λοιπόν από δίπλα μην τυχόν και του φύγει ή του την αρπάξουν. Την είχε βάλει σε μια βίλα κάπου βόρεια -εκεί που γίνονταν και τα γυρίσματα- και πότε την εκβίαζε, πότε την παρακαλούσε και πάντως δεν την πλήρωνε πριν την "δέσει". Την πίεζε να υπογράψει συμβόλαια και, κάποια στιγμή, του 'χε ξεφύγει και κάτι για βίζιτες. Στο στυλ, "έχω διασυνδέσεις με πολύ καλό κόσμο, μιλάμε για τρελό χρήμα!"... Πήγαινε να τη θαμπώσει και την πάτησε. Όταν αντιλήφθηκε την ανοησία του (ότι βιάστηκε υπερβολικά, ότι η Τέσι δεν ήταν συνηθισμένο άτομο κι ήθελε με το μαλακό, να τη γλυκάνει και να τη διαφθείρει, πρώτα, με το χρήμα) ήταν αργά. Προσπάθησε να τα μπαλώσει, ότι τάχα εκείνη δεν κατάλαβε, ότι μόνο αυτή σκεφτόταν κλπ κλπ, αλλά η υπόθεση είχε βρομίσει κι η Τέσι σκεφτότανε ήδη πώς θα την κάνει έστω κι απλήρωτη. Είδε λοιπόν τη δική μου την εμφάνιση σαν σημάδι και, χωρίς δεύτερη σκέψη, την κοπάνισε. Έτσι παρορμητικά λειτουργούσε σε όλα. Μαζί της, το κάθε τι μετατρεπόταν σε περιπέτεια.

Μια Κυριακή πρωί νομίζω ήταν, που εσείς κοιμόσασταν ως αργά, βρήκα την Τέσι να πίνει καφέ στη δροσιά του μπροστινού μπαλκονιού. Γενικά δεν μιλούσε πολύ και μου είχε δώσει την εντύπωση ότι απέφευγε να βρεθεί μόνη μαζί μου, ίσως από διακριτικότητα και αλληλεγγύη προς την Αφροδίτη, ή ίσως ακόμα κι από αμηχανία λόγω του παλιού επεισοδίου που μας συνέδεε.
Εκείνη τη μέρα, όμως, έδειχνε διαφορετική, ορεξάτη.

«Τι έγινε, το ξενυχτίσαμε;»
«Ε, όχι και τόσο. Νωρίς ξαπλώσαμε.»
«Νωρίς ξαπλώσατε, το ξέρω. Μετά όμως... αναστέναξε!»
«Ποιος αναστέναξε;»
«Το κρεβάτι.»
Τότε πρόσεξα το ύφος της.
«Τέσι, τι πίνεις;»
«Εγώ; Καφέ.»
«Ελληνικό ή Ιρλανδέζικο
«Χο, χο, δεν μ' αρέσει το ουίσκι. Ούτε το χρειάζομαι. Άλλα πράγματα με "φτιάχνουν". Η φύση, τα όνειρα, το σεξ... Μόνο που μου λείπει τώρα τελευταία, γι' αυτό σας πήρα λίγο μάτι το βράδυ. Ελπίζω να μην σε πειράζει.»
Να με πειράζει;
«Μάτι... τι μάτι; Αφού η πόρτα της κρεβατοκάμαρας...»
«Τι γλυκός και αθώος που είσαι! Φυσικά και ήταν κλειστή η πόρτα, το φροντίζεις κάθε φορά επιμελώς. Όταν την ακούω να κλείνει, ξέρω τι θα επακολουθήσει... Δεν ήταν λοιπόν δικό σου λάθος... αν υποθέσουμε ότι είναι λάθος να μοιραζόμαστε τη χαρά μας με τους συνανθρώπους μας. Δική μου ατιμία ήταν.»
«Τι, δηλαδή; Μη που πεις ότι κοιτούσες σαν πιτσιρίκι απ' την κλειδαρότρυπα;»
«...»
«Δεν το πιστεύω! Και τι μπορεί να φαίνεται από κει;»
«Συνήθως τίποτα. Χτες, όμως, είχατε το φως αναμμένο!»
«Συνήθως; ...Τέσι, είσαι απίστευτη!»
«Μμμ, μ' αρέσει να μου το λένε αυτό... Αλλά κι εσύ, δείξε λίγη κατανόηση βρε παιδί μου! Ξέρεις τι κάβλες έχει ένα εικοσάχρονο κορίτσι, αγάμητο εδώ και... Και... Πούστη μου, έχασα το λογαριασμό.»
«Ναι, καλά. Πάω στοίχημα ότι δεν είναι πάνω από μήνας. Άλλες στην ηλικία σου παίζει να 'ναι και παρθένες.»
«Από πού, απ' τον κώλο; Σίγουρα. Αυτό οι περισσότερες έχουν πρόβλημα να το δεχτούν. Κι εγώ κάποτε...»
«Τέσι, δεν θέλω να ξέρω! ...Δηλαδή... θέλω, αλλά όχι τώρα. Και όχι εδώ.»
Εννοείται ότι της μιλούσα και το ραντάρ μου σάρωνε το χώρο για πιθανές ενδείξεις ότι η Αφροδίτη είχε σηκωθεί και πιθανόν να μας άκουγε. Θα πρέπει, μάλιστα, να σηκώθηκα και να πήγα προσεκτικά να ελέγξω την κατάσταση. Όταν γύρισα, η Τέσι με κοιτούσε φανερά απογοητευμένη.
«Δεν κάνουμε κάτι κακό, ξέρεις.»
Ντράπηκα.
«Έχεις δίκιο, με συγχωρείς. Όμως... Η αλήθεια είναι ότι...» Δεν ήξερα τι να πω.
«Δεν περίμενα να το πάρεις έτσι στραβά. Αλλιώς δεν θα σου έλεγα τίποτα.»
Α, εκείνη την ώρα θυμήθηκα τις ενοχές μου ένα χρόνο πριν. Έλεγα πως ήθελα να τη βρω να της ζητήσω συγγνώμη -και τώρα που την είχα εδώ μπροστά μου τα 'κανα πάλι θάλασσα.
«Δεν το πήρα στραβά. Αντιθέτως.» Της έπιασα το χέρι. «Το βρήκα πολύ γλυκό.»
Με κοίταξε παραπονιάρικα.
«Ορκίζεσαι;»
«Ορκίζομαι. Εξάλλου, κατά κάποιον τρόπο ήταν δίκαιο. Κι εγώ σ' έχω δει να το κάνεις.»
Με κοίταξε απορημένη
«Μ' έχεις δει...; Πότε;»
«Τι πότε; Πέρσι, στην παραλία. Με δυο ιδιαίτερα προικισμένους...»
«Τι βλακείες λες τώρα;»
Έμεινα άναυδος. Λες να έκανα λάθος; Προσπάθησα να επαναφέρω τη σκηνή. Εμένα να κολυμπάω, με τα μάτια κόκκινα απ' το αλάτι... τα τρία άτομα στην παραλία, σε απόσταση...δέκα; δεκαπέντε μέτρων; Ήταν δυνατόν; Το στομάχι μου άρχισε ν' ανακατεύεται κι αυτό θα πρέπει ν' αποτυπώθηκε πολύ καθαρά στο πρόσωπό μου, γιατί ξαφνικά εκείνη άρχισε να γελά.
«Στην έφερα, χα, χα, στο χρώσταγα. Τέτοιο φτύσιμο δεν το είχα ξαναφάει από άντρα!»
«Είσαι μεγάλη...»
«Τι; Πουτάνα; Καριόλα; Πρόσεχε γιατί... σου είπα. Δεν θέλω πολύ για ν' ανάψω. Και χτες βράδυ...»
«Τι χτες βράδυ;»
«Στο τσακ ήμουνα ν' ανοίξω την πόρτα και να 'ρθω στο κρεβάτι σας. Αλλά ήμουν κυρία, πρέπει να το εκτιμήσεις αυτό. Είπα, "όχι, Τέσι, όχι κούκλα μου! Πήγαινε τώρα σαν καλό κορίτσι στο κρεβατάκι σου να τελειώσεις με το δάχτυλό σου."»
«Με το... Τέσι είσαι απίστευτη! Το ξανάπα.»
Χαμογελούσε ικανοποιημένη. «Σιγά το απίστευτο... Με παρέα είναι πιο καλά. Έστω κι από κάποια απόσταση.»

Ωχ, ξεχαστήκαμε. Πάμε σιγά-σιγά προς το ταβερνάκι μας και σου συνεχίζω μετά το φαί. Δεν ξέρω, που λες, πού μπορεί να οδηγούσε αυτή η συζήτηση. Η φωνούλα σου και τα βήματα της Αφροδίτης που τη διέκοψαν, μας άφησαν μ' ένα χαμόγελο συνενοχής που το μαζέψαμε κι αυτό όπως-όπως. Από κείνη τη μέρα, όμως, φρόντιζα στα ερωτικά μας παιχνίδια με τη μητέρα σου (που για κάποιο λόγο έγιναν πιο συχνά, καθημερινά σχεδόν) ν' αφήνω την πόρτα με τρόπο μισάνοιχτη κι ένα μικρό φως πάντα αναμμένο.

29 Ιουλ 2009

η γνωριμία με την Τέσι



Σ' αυτό εδώ το κάμπινγκ την γνώρισα. Είχαμε έλθει με τη μητέρα σου νιόπαντροι και είμασταν πράγματι στα μέλια κι ήταν εννέα μήνες προτού γεννηθείς εσύ, έτσι που πάντα λέγαμε ότι εδώ, σ' αυτή την απόμερη γωνιά του Αιγαίου, έγινε η σύλληψή σου. Ένα καλοκαίρι πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Τότε γνώρισα την Τέσι.

Δεν είναι εύκολο να μιλάς για πράγματα που συνέβησαν πριν από τόσον καιρό -για μένα τουλάχιστον δεν είναι. Ίσως δεν έφτασα ακόμα στην κατάλληλη ηλικία. Εννοώ ότι οι γέροι έχουν μια φοβερή ικανότητα στο να αναπλάθουν το παρελθόν και, προφανώς, δεν είμαι τόσο γέρος, αν και υπάρχουν στιγμές που...τέλος πάντων.
Όπως και να 'χει, σκέφτηκα πως ήλθε η ώρα να μάθεις κάποια πράγματα που, για μένα τουλάχιστον, υπήρξαν αποκαλυπτικά. Έχεις την ηλικία που είχε εκείνη τότε -κι αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω. Ίσως να μην ξαναέχουμε την ευκαιρία να τα πούμε έτσι.

Είχε τη σκηνή της εκεί απέναντι. Μια μικρή σκηνούλα, ίσα που θα χώραγε την ίδια. Ούτε παρέα, ούτε μεταφορικό μέσο, τίποτα. Το πρωί που σηκωνόμασταν είχε ήδη φύγει. Κατέβαινε στην παραλία, εδώ από κάτω, κι έπιανε τη γωνιά, εκεί που έχει αυτά τα ψηλά βράχια. Κάνουνε σκιά όλη μέρα. Εκεί την είδα όσες φορές κατέβηκα.
Εμείς με τη μητέρα σου είχαμε το αυτοκίνητο, γυρνούσαμε τις παραλίες του νησιού, μην τυχόν και μας ξεφύγει καμία αφωτογράφητη. Τ' απογεύματα, όμως, τέτοιαν ώρα πάνω-κάτω, όταν είχαμε πλέον γυρίσει κι η μάνα σου τον γλυκοέπαιρνε στην αιώρα, συνήθιζα να κατεβαίνω για μια τελευταία βουτιά, ν' απολαύσω το κολύμπι σαν άσκηση, μόνος.
Ήταν, όπως σου είπα, στην ηλικία σου, έδειχνε όμως μικρότερη, κορίτσι του σχολείου σα να λέμε, ανήλικο. Κι έτσι όπως ήτανε κατάμονη, τόσο στο κάμπινγκ όσο και στη θάλασσα, τραβούσε αμέσως την προσοχή.
Ήταν όμορφο κορίτσι, με σωματικές χάρες που δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει. Συνήθως φορούσε μόνο το κάτω μέρος ενός μαγιό, το οποίο πετούσε με άνεση όταν ήθελε ν' αλλάξει. Δεν κοιτούσε γύρω της. Φαινόταν απόλυτα ήρεμη κι αυτάρκης, ό,τι κι αν έκανε, είτε κολυμπούσε είτε διάβαζε κάποιο βιβλίο είτε έπαιζε πετώντας μπαλάκια στον αέρα.

Αυτή η ώρα είναι πάρα πολύ όμορφη, δε συμφωνείς; Ειδικά όταν είσαι στη θάλασσα. Ο ήλιος δεν σε καίει πια: έχει αρχίσει να παίρνει αυτό το πορτοκαλί χρώμα κι ο περισσότερος κόσμος την έχει ήδη κοπανίσει, οπότε κι εγώ απολάμβανα την άνεση του να κολυμπάω δυναμικά, χωρίς το φόβο να τρακάρω με κάποιον, αλλά και χωρίς τη φασαρία και το καυσαέριο με τα οποία κάποιοι συνάνθρωποί μας αγαπούν να συνοδεύουν την ψυχαγωγία ή τη φιγούρα τους.
Συνήθως, έκανα μερικά πενηντάρια πέρα-δώθε κι ύστερα έβγαινα και γυρνούσα κατευθείαν στο κάμπινγκ για ντους, μη θέλοντας να στήσω τη μητέρα σου που θα ξυπνούσε πεινασμένη. Υπήρχαν όμως και κάποιες φορές, που εκείνη με προλάβαινε και κατέβαινε να πιει τον καφέ της κάνοντας ένα δυο τσιγάρα πλάι στο κύμα (πηγή μόνιμης στεναχώριας για μένα, που την έβλεπα να μην μπορεί ν' αποστασιοποιηθεί απ' τις μικρές, ρουτινιέρικες εμμονές της και ν' απολαύσει καθαρό τον πλούσιο αέρα της θάλασσας). Στις περιπτώσεις αυτές, καθόμασταν οι δυο μας και -πέρα, στη γωνιά της- η νεαρή μας γειτόνισσα, μέχρι τη δύση του ήλιου που, όπως παρατήρησες, φαίνεται από εδώ υπέροχη.
Θυμάμαι πόση εντύπωση μας είχε κάνει η παρουσία αυτού του κοριτσιού, ολομόναχου και σχεδόν γυμνού, μες στην ερημιά εκείνης της ώρας. Εγώ σκεφτόμουν πόσο μόνη θα πρέπει να ένιωθε -τη μητέρα σου την απασχολούσε περισσότερο το αν είχε επίγνωση των πιθανών κινδύνων. Εκείνη μάλιστα (πολύ πιο κοινωνική από μένα, όπως πάντα) βρήκε κάποια στιγμή την ευκαιρία να της ανοίξει κουβέντα -στα αγγλικά, όπως μου είπε μετά, γιατί η κοπέλα ήταν από την Ιρλανδία ή κάτι τέτοιο. Τη ρώτησε μάλιστα πώς μπορεί και κάνει διακοπές μόνη της κι αν δεν φοβάται κι εκείνη της απάντησε ότι τσακώθηκαν με τη φίλη της, αλλά δεν θεώρησε πως ήταν αυτό λόγος για να χαλάσουν οι διακοπές της και ότι οι Έλληνες της φέρθηκαν πάντοτε άψογα, ότι αισθανόταν στη χώρα μας πολύ ασφαλής και διάφορα τέτοια περίεργα.

Θα μπορούσα να σου μιλάω ώρα πολλή για τη συνήθειά μου να την παρατηρώ και για τις μικρές λεπτομέρειες που συνέθεταν την εδώ διαμονή της, υποθέτω ωστόσο ότι θα είναι καλύτερα να τα προσπεράσω και να φτάσω, όπως πεζά συνηθίζουμε να λέμε, "στο ψητό".
Ήταν μια μέρα που είχαμε γυρίσει στο κάμπινγκ νωρίς. Της Αφροδίτης της είχε έλθει περίοδος και ήθελε να μείνει στη σκηνή να ξεκουραστεί, οπότε κατέβηκα στην εδώ παραλία νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως.
Δεν είδα τη γειτόνισσα, αν και τα πράγματά της ήταν στη γνωστή θέση, και σκέφτηκα ότι θα είναι κάπου στο νερό χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία. Άφησα λοιπόν κι εγώ τα πράγματά μου και βούτηξα. Όπως ξέρεις, μ' αρέσει να καλύπτω μεγάλες αποστάσεις κολυμπώντας και, τώρα που είχα χρόνο, αποφάσισα να εξερευνήσω την πλευρά πίσω απ' τα μεγάλα βράχια. Έτσι ανακάλυψα τη μικρή, "κρυφή" βοτσαλωτή παραλία που σου έλεγα το πρωί και, μαζί μ' αυτήν, ανακάλυψα πού βρισκόταν η μυστηριώδης γειτόνισσα. Μόνο που δεν ήταν μόνη της.
Δεν θα σου πω τι έκανε εκεί, παρέα με δύο άντρες. Θα σου πω μόνο ότι οι φωνές της ακούγονταν να έρχονται απευθείας απ' τον παράδεισο και -σε αντίθεση με τους αλλοδαπούς παρτενέρ της- μπορούσα να καταλάβω κάθε της λέξη, κάθε καυτή αισχρότητα που ξεστόμιζε, μιας που ήταν σε άπταιστην Ελληνική.
Κι ούτε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η χειρονομία που επαναλαμβανόμενα έκανε μέσα στη μέθη της ηδονής της απευθυνόταν σε μένα -όταν κατάλαβα ότι με είχε δει και με προσκαλούσε να πάρω μέρος στη χαρά της.

Έμεινα άναυδος, απίστευτα σοκαρισμένος, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και το μυαλό μου στη μητέρα σου που περίμενε ξαπλωμένη την επιστροφή μου. Ύστερα σαν σκηνή σε αργή κίνηση, χωρίς ήχο, την είδα να σταματά τους δύο άντρες που δεν με είχανε ακόμα αντιληφθεί και να φωνάζει προς εμένα που τους κοιτούσα
παγωμένος κάτι σαν "έλα, μη φοβάσαι", με μια κίνηση σαν να μου έδειχνε το σώμα της και σαν να μου πρότεινε, ταυτόχρονα, ένα δώρο... Κι εγώ, ανήμπορος να αρθρώσω λέξη, διέτρεχα με το βλέμμα κείνο το υπέροχα λαχταριστό κορμί, από την ήβη στο στήθος κι από εκεί στο στόμα της όπου χάραζε το πιο γλυκό, το πιο ανεπιτήδευτο χαμόγελο που έχω ποτέ αντικρίσει Και είχε μια τέτοια ευγένεια και χάρη και αγνότητα αυτό το χαμόγελο, που μέχρι σήμερα ακόμα με καίει η ενοχή της χωρίς λόγια φυγής μου.

Γύρισα πίσω σαν υπνωτισμένος, ένα ανδρείκελο. Όταν ηρέμησα, σκέφτηκα ότι η αντίδρασή μου ήταν παρανοϊκή, ότι η κοπέλα είχε δικαίωμα να διασκεδάζει όπως της αρέσει κι ότι η πρόσκλησή της δεν είχε τίποτα το εξευτελιστικό, παρά μάλλον κολακευτική θα έπρεπε να τη θεωρήσω, ακόμα κι αν υπαγορευόταν από την αμηχανία της στιγμής. Σκεφτόμουν ότι ήθελα να της μιλήσω, να της εξηγήσω ότι δεν τρέχει τίποτα και πως δεν ήθελα να φανώ αγενής, ή ίσως να μην της πω παρά μια απλή "καλημέρα" συνοδευμένη απ' το σωστό χαμόγελο, μα δεν μου έδωσε την ευκαιρία. Την άλλη μέρα, όταν ξυπνήσαμε είχε ήδη φύγει.
Από την ώρα εκείνη, όλα στράβωσαν. Η διάθεσή μου χάλασε, οι διακοπές μου χάλασαν -για κάποιο λόγο αυτή η ιστορία μου είχε κοστίσει υπερβολικά πολύ, αν σκεφτείς μάλιστα πως επρόκειτο για κάποια στην οποία δεν είχα μιλήσει κι ούτε καν ήξερα τ' όνομά της. Και που -έτσι έλεγα- δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ.
Σ' αυτό όμως έκανα λάθος. Πριν περάσει ένας χρόνος θα την ξανάβλεπα. Και θα της μιλούσα. Και θα μάθαινα το όνομά της. Και θα 'σουν εκεί, μάρτυρας, με τα μεγάλα διψασμένα μάτια
σου.
Και θ' άρχιζε μια μεγάλη ιστορία. Έχεις υπομονή;

24 Ιουλ 2009

ανωφελής στίξη



Έξω οι φωνές. Η μέρα. Οι γείτονες. Η πόλη.
Πιο πέρα οι θάλασσες τα δάση κι οι αγροί.
Κάπου γυναίκες που σκιρτούν. Αιθεροπόλοι.
Άνδρες που βρίζουν. Με κοτσίδα ή φαλακροί.

Έξω οι Δευτέρες. Ο Ιούλιος. Ο Χρόνος
Ό,τι ανατέλει πίσω από τον Υμηττό.
Νερά και όνειρα. Εξατμίζονται. Συγχρόνως.
Ανώφελο. Πώς πήγε αργά! Να κοιμηθώ.



(εικόνα: piazza, γλυπτό του Alberto Giacometti, μουσείο μοντέρνας τέχνης Νέας Υόρκης, φωτο από εδώ)



14 Ιουλ 2009

σώματος μνήμη



Γαλάζιο. Φως εσπερινό μου. Πνεύμα ανήσυχο
Δαίμονες όλοι της σιωπής μου ευλογημένοι
Κι εσύ μπροστά. Πότε φωτιά και, πράγμα αφύσικο
πότε μελάνη στο χαρτί μου εδώ χυμένη

Πράσινο. Αστέρι του Ποιητή. Στο καταχείμωνο
ήρθες σαν φάρου αναλαμπή π' άστραψε κι είδα
Στάσου! Μα εσύ κοιτούσες πάλι κατά κει μονο
προς την ασίγαστη του κόσμου καταιγίδα

Μαύρο. Ανεξίτηλο σαν στάμπα. Ή σαν ανάμνηση
Αλήθεια αιώνια με τα δάχτυλα ειπωμένη
Πάνω στο σώμα χαραγμένη, μήνα ενάμισυ
γι' αυτήν που κάποτε είπαν όλα τα υπομένει

Κόκκινο. Ρίγος στου ατσαλιού σου την εγγύτητα
Ξυράφι τώρα μες στα χείλη μου ματώσου
Κρατάει το αίμα απ' του φιλιού σου τη γλυκύτητα
κι απ' την αρμύρα το κορμί του ονόματός σου


(εικόνα: Frida Kahlo, El Abrazo de Amor del Universo)

15 Ιουν 2009

φως



κάθε που νυχτώνει ένα υποβρύχιο αλλάζει ρότα
έρχεται πάνω μας το ξέρεις αγάπη μου είναι η ώρα
τότε που οι γραμμές γίνονται πιο στρωτές κι οι ήχοι αμβλύνονται
και πελάγη απρόσιτα
φυλακίζουν τα "όχι" που μού 'στελνες πάντα κουβέντες μισές


(μια τέτοιαν ώρα σε θυμάμαι στη βροχή
πίσω από την κουρτίνα του νερού σαν μέσα σε όνειρο
με γερακιού κραυγή να χαμηλώνεις και μ' ορμή να υψώνεσαι
ματωμένη κρατώντας στα νύχια σου τη φωνή μου)


τούτη λοιπόν αλήθειες μου (ο χρόνος τρέχει) είναι η ώρα
που τη σφύρα μου ρίχνω με δύναμη στου άκμονος τη σιγή
σαν τους ψαράδες π' απλώνουνε δίχτυα στο σύθαμπο
ή σαν τον γέρο που φύλαξε στο στρώμα του ένα πυρωμένο κάρβουνο
και ονειρεύτηκε φως





πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα

5 Ιουν 2009

ρεστία


σειρήνες στήσανε χορό μεσονυχτίς
πού πας κορμί χωρίς φανάρια στα πλευρά σου;
του πόντου χρόνια σε ταξίδευε ο ιχθύς
τώρα στης Άσσου τις ακτές πίσω ξεβράσου

σε ποια αβαθή να σ' αποθέσω και ποια γη
-εστία ν' αξίζει του άγριου νόστου σου τον οίστρο;
ρεστία, είπαν, τον παράσυρε να βγει
για να σαλπάρει πάλι αυγή με τον μαΐστρο

την καραβίσια που ακολούθησες μαϊμού
ψηλά στα ξάρτια, Μπελατρίξ και Λαμπαδία
καρφώνω μ' ένα παλινώριο του καημού
μνήμη δασκάλου, Νικολάου Καββαδία

29 Μαΐ 2009

παιδευτικόν


μην κάνεις θόρυβο γκρινιάζουν οι γειτόνοι
μην βλέπεις όνειρα κοιμούνται οι διπλανοί
μην ξεπορτίζεις απ' το σπίτι όταν νυχτώνει
ειν' ένας λύκος που αγοράκια αποπλανεί
μην σε πετύχει και μετά ποιος σε γλυτώνει

κλείσε την πόρτα και μη βγεις ό,τι κι αν γίνει
άκουσε αυτών που σ' αγαπούν τις συμβουλές
αλλιώς -θυμήσου- τιμωρία και καταισχύνη
για να προσέχεις τα που κάνεις και που λες
ώσπου να γίνεις ακριβώς όπως εκείνοι

και μην ξεχνάς πως είναι η νιότη σου πλυμένη
κι αν τη φοράς δεν θα 'χεις νιότη καθαρή
σιδερωμένη στο συρτάρι σου κρυμμένη
γιατ' είναι η άλλη που η καρδιά σου λαχταρεί
έξω στον ήλιο στο σκοινί πυρπολυμένη

στον υιό τρελό

25 Μαΐ 2009

ανεπίδοτο



Μέρες δίχως ήλιο, πού ν' απλώσω τα γράμματα;
Στέγνωσαν μέσα μου τα ζήτα, ζάρωσαν,
μείναν τα μη σου μισά, ηττημένα τα ήτα




Καθένας -λένε- σέρνει έναν μικρό σταυρό
κι εγώ τον τρόπο που με φιλούσες

16 Μαΐ 2009

η αναστολή



κάποιοι θα πουν πως βγήκε μέσα απ' τις οθόνες
κι άλλοι για δίκαιη θα μιλήσουν τιμωρία
για οργή Θεού για των ανθρώπων τη μωρία...
θα 'ρθούνε μέρες τρομερές αδελφοκτόνες

μα εκεί που θά 'λεγες πως πια δεν μας ξεπλένει
τίποτα μες απ' τα ερείπια και τις στάκτες
θ' ακούσεις πάλι τη Μυρτιά ή τους Λιποτάκτες
τους Αχαρνής το Κούρο Σίβο την Ελένη

και ω! του θαύματος αυτού του σωτηρίου
δάκρυα θα πνίξουνε τα μάτια του θηρίου
κι αναποφάσιστο θα στέκει εδώ πιασμένο

θαρρείς σε δίκτυ τόσο τέλεια υφασμένο!
θα πει "εκτελούσα απόφαση δικαστηρίου"
και θα γυρίσει για να φύγει ντροπιασμένο





η εικόνα από το υπέροχο "le surcis" του J.-P. Gibrat

5 Μαΐ 2009

ουρανία πανίς


Μες από τρύπες τ' ουρανού, μες από νέφη
βγαίνει τις νύχτες μια χελώνα και μου γνέφει
Των γυναικών που δεν υμνήθηκαν προστάτης
Ένας καθρέφτης μια ζωή θρηνεί μπροστά της

Πίσω απ' το δίσκο της Σελήνης και την άλω
κάποιον συχνά βλέπω κρυμμένο παπαγάλο
Πάνω στη Γη με τ' απαράμιλλα φτερά του
σκιές να ρίχνει σαν τον δόλιο Νοσφεράτου


Σ' αυτές τις θάλασσες, σου λέω, σαν έχει κάλμα
τίγρεις και ζέβρες διαγωνίζονται στο άλμα
Όποια κερδίζει από τις δυο τους τρώει την άλλη
την αφανίζει, την γεννά κι αρχίζουν πάλι


Ουράνιο τσίρκο το στερέωμα κι ο θόλος
μα να γελάσω δεν μπορώ (να κλάψω, ουδόλως)
Στην κλειδαρότρυπα το μάτι μου καθάρια
βλέπει σκυμμένο έναν θεό που παίζει ζάρια






ο τελευταίος στίχος, αναφορά στη γνωστή ρήση που αποδίδεται στον Αινστάιν: δεν μπορώ να πιστέψω πως ο θεός παίζει ζάρια με το σύμπαν
στην κλειδαρότρυπα, το ...keyhole Nebula


28 Απρ 2009

ο ρωμαίος τρελάθηκε


Ρομέο, μ’ αγαπάς;
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Ερώτηση.
Δεν στο λένε τα μάτια μου, που ξαστερώνουν όταν σε κοιτώ και συννεφιάζουν όταν κοιτάς το ρολόι και λες θα φύγεις; Δεν στο λένε τα χείλη μου, όταν ματώνουν πάνω στα δικά σου;
Μου το λένε. Και τα μάτια σου και τα χείλη σου και τα υπέροχα λόγια που μου ψιθυρίζεις.. Είσαι ποιητής Ρομέο! -έλα, μην κοκκινίζεις.
Κοκκινίζω από την έξαψη, να πιάσε την καρδιά μου.
Παναγιά των ξελογιασμένων! Πώς κάνει έτσι μωρό μου, για μένα χτυπάει έτσι σαν τρελή; Α-πίστευτο..!
Βλέπεις, που αμφιβάλεις;
Δεν αμφιβάλω, αγόρι μου, δεν είναι αυτό.
Τότε τι είναι, πες μου!
Να, μωρό μου, τόσον καιρό που, να εδώ, που με ξεμοναχιάζεις..
Είναι η δεύτερη φορά.
Τι;
Που σε ..ξεμοναχιάζω. Η δεύτερη φορά είναι. Κι άλλες δυο που ήμασταν με κόσμο, τέσσερις.
Αγόρι μου, ποιες.. Καλέ τι λες, δυο χρονιές στο σχολείο..
Άσε το σχολείο, εκεί ούτε που με κοίταζες.
Βλάκα! Έλιωνα για σένα. Βλάκα!
Ψεύτρα!
Ψεύτης είσαι εσύ, κρετίνε.. απαίσιεε..
…. …. Κλαις; Ματάκια μου.., σε πειράζω, συγχώραμε μωρό μου, μη, μη μην το κάνεις αυτό δεν το αντέχω, είμαι απαίσιος στ’ αλήθεια, θα σκοτωθώ, θ’ ακρωτηριαστώ, να κοίτα, παίρνω το νυχοκόπτη, θα τό ‘χεις βάρος, θα..μη με χτυπάς, μη, ωχ, σταμάτα, γέλασες, σε είδα..
Βρωμιάρη..
Πες μου γλυκόλογα.
Μαλακισμένε, πούστη, ξεκωλιάρη.. που σ’ ερωτεύτηκα η μαλάκω..
Ναι, πες μου κι άλλα, άναψέ με!
Άναψέ μμε, άναψέ μμε, σιγά να μην καείς..
Ααα..
Που ένα έτσι δεν έχεις κάνει το κουλό σου, δυο μέρες εδω μέσα που σου τρίβομαι.
Ώστε, αυτό ήταν!
Αυτό ήταν.., ναι, αυτό ήταν, φχαριστήθηκες τώρα που με κάνεις και φαίνομαι πουτάνα; Δεν με σέβεσαι καθόλου.
Μα εγώ μωρό μου, επειδή σε σέβομαι..
Με σέβεσαι, ναι, ούτε που νοιάζεσαι! Να πας να τα πεις τώρα στον φίλο σου τον Τοιούτιο να γελάτε..
Τζουλιέτα!
.. Τι;
…. ….
Μου θύμωσες; Πες μου πως δεν μου θύμωσες..
Σου θύμωσα. Δεν θέλω να μιλάς έτσι για το φίλο μου.
Αφού ξέρεις ότι τον συμπαθώ.. Σε πειράζω μωρό μου, μην είσαι τόσο μυγιάγγιχτος! Έλα τώρα..
…. ….μμμ, θα με σκάσεις, μμμ.. σιγά, κάνε λίγο πιο.. με πιέζεις
Τι; ..έχουμε νέα; Α, όχι, δεν θ’ αγιάσω εγώ εδώ μέσα..
Τζουλιέτα -ωχ- τι κάνεις μωρό μου;
Θέλω να δω πόσο τον έχεις!
Τζουλιέτα, τρελάθηκες; Δεν μιλάνε έτσι τα κορίτσια.
Όχι βέβαια, έχετε το μονοπώλιο.
Γαμώτο, είναι και δυνατή, άκουσέ με λίγο.. Πω, πω με κατάγδαρε.. Να, σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, εντάξει; Περίμενε λίγο γιατί θα σκάσω. Περίμενε..
Ρομέο, τι έπαθες, έγινες κατακόκκινος. Στάσου, θ ‘ ανοίξω λίγο το παράθυρο. …. …. Ουφ, αέρα.. καλέ, δες λίγο στον καθρέφτη πως έχεις γίνει.. Παναγιά μου, αυτός θα μου μείνει -τι σού κανα αγόρι μου, η μαλάκω;
Τίποτα..δε μού ‘κανες.. Μια χαρά είμαι. Αν είναι να παλεύουμε, όμως, χρειαζόμαστε ένα ριγκ.
Να παλεύουμε αγόρι μου.. Να με βάλεις κάτω να με ξεσκίσεις.
Μπορείς να μη μιλάς έτσι;
Συγγνώμη. Να με γαμήσεις, εννούσα, να μου ανοίξεις τα.. μη, μη, σταματάω, σταματάω, …. …. μμμ ….μμμμ….φφ….μμμμ….φφιλάς πολύ ωραία γαμώτη μου. Αν είσαι και στ’ άλλα έτσι..
Λύσσα! Υποτίθεται ότι εγώ έπρεπε να τα λέω αυτά.
Δεν χρειάζεται να τα πεις. Ξέρω ότι τα σκέφτεσαι.
Βλέπεις; Εσείς μας βάζετε στο τριπάκι να σας αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ζώα.
Σ’ εμένα, δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα..
Καλά, καλά.. Ας έκανα εγώ πως σου την πέφτω έτσι ..και τι δεν θ’ άκουγα! Ο λιγούρης, ο μπήξας, ο δήξας, που για ποιά με πέρασε.. Έτσι σκέφτεστε..
Όχι όταν είμαστε ερωτευμένες..
Ομορφιά μου.. Μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια λοιπόν..
Χριστέ μου, λυπήσου τον!
Να σου πω, έτσι όπως με κοίταζες μερικές φορές.. Αλλά έλεγα, αποκλείεται, αυτή έχει τόσους στα πόδια της. Έτσι τους κοιτάζει όλους, γουστάρει να τους ανάβει, να τρέχουνε πίσω της. Κι ο Μερκούτιο το ίδιο πίστευε.
Μπράβο ρε, ωραίοι είστε! Για πες μου κι άλλα. Ήμουνα η πόρνη του σχολείου, έτσι;
Έλα μωρό μου, μη χαλιέσαι.. Εγώ σε γούσταρα έτσι.. και.. ζήλευα. Ζήλευα όλους αυτούς που είχες.
Δηλαδή, πόσους είχα; Για πες μου να μάθω..
Ε, καλά, όλοι ξέρανε πως τα είχατε με τον Πάρη..
Τι; Μ’ αυτό το μαλάκα; Τρελάθηκες; Ποιος τα έλεγε αυτά;
Τζουλιέτα, με εκπλήσεις!
Μένω άφωνη. Καλά, με τον ..παπάρη; Αυτόν τον γλοιώδη που τά ‘ριχνε σε όλες;
Εμ, αυτοί έχουνε πέραση. Όλες τον θέλατε.
Είσαι άσχετος. Αν θες να ξέρεις, κάνα δυο φασούλες έκανα κι αυτές με κάτι μεγαλύτερους, στο σχολείο μόνο εσύ μου άρεσες. Και μια σχέση που δεν κράτησε ούτε μήνα, μ’ εκείνο τον κοιμισμένο τον..
Θες, δηλαδή, να μου πεις..
Ναι, θέλω να σου πω πως είμαι η τελευταία παρθένα της τάξης μου, κοντεύω τα είκοσι κι έχω εδώ τον έρωτα της ζωής μου και τον παρακαλάω να μου βάλει χέρι.
Ούτε να το συζητάς!
…. ….
Καμιά δεν παντρεύεται τον πρώτο της. Κι αν τον παντρευτεί, του τα φοράει. Τζουλιέτα κατέβα!
Ρομέο, τι λές; Γιατί μου ανοίγεις την πόρτα;
Βγες έξω. Σε παρακαλώ. Μην το κάνεις πιο δύσκολο.
Αστειεύεσαι, ε; Με πειράζεις.
Καθόλου, η καρδούλα μου το ξέρει. Άκου, Τζουλιέτα, δε ζούμε στο χίλια πεντακόσια, ούτε στην εποχή των γιαγιάδων μας.. Μη μου φορτώνεις αυτό το βάρος, δεν θέλω να είμαι εγώ. Στην αρχή θα με λατρεύεις ..κι ύστερα; Όσο καλή σχέση και νά ‘χουμε, πάντα θα σε τρώει να γνωρίσεις κάτι άλλο. Κι εγώ, όσο ματαιόδοξο κι αν ακούγεται αυτό που θα πω, θέλω να είμαι για πάντα και θέλω να είμαι μοναδικός, αλλά όχι επειδή ήμουν ο πρώτος.
Αγάπη μου, γιατί…; τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, δεν μπορεί να τα εννοείς.
Τα εννοώ. Αλλά μη νομίζεις πως θα σ’ αφήσω τόσο εύκολα, σου δίνω ένα χρόνο ακριβώς. Κάνε ό,τι είναι να κάνεις, ζήσε περιπέτειες, συμβίωση, ό,τι προλάβεις τέλος πάντων, γιατί του χρόνου τέτοια μέρα θα με δεις μπροστά σου.
Είσαι τρελός..
Τρελός για σένα, ναι -και κάποτε θα μ’ ευγνωμονείς. Τώρα κλείσε την πόρτα. Πρόσεχε τα μαλλάκια σου.
…. …. Παναγιά μου και Χριστέ.. πάει.. έφυγε.


πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα, 15/3/2008

22 Απρ 2009

περί του αν ο Έρβιν Σρέντιγκερ είχε όντως μια γάτα και άλλων τέτοιων ανοησιών


αν είχε μια γάτα ενδεχομένως
του ωραίου τριχώματος η στιλπνότης
η απαλότητα της αφής
περί αναγκαιότητος ή μη τον έκανε να στοχάζεται
των πραγμάτων

όταν προκλητικά στα πόδια του τριβόταν
ή την κοιλιά ξεδιάντροπα γυρνούσε να χαϊδευτεί
κείνος θ' αναρρωτιόταν σίγουρα αν το χάδι
μια αναγκαιότητα συνιστούσε για τον ίδιο
ή για τη γάτα

με μαθηματική ακρίβεια η σκέψη του
στον Άγγλο θα ξεστράτιζε ειδήμονα
μην ίσως κι ο Δαρβίνος δε συνήθιζε να χαϊδεύει μια γάτα
ή τι σημασία μπορεί να είχε κάτι τέτοιο για την εξέλιξη
των ειδών

ίσως να είχε από καιρό συμπεράνει
τ' ανώτερα ζώα συχνά πως το μη
αναγκαίο επιζητούν ως ευχάριστο
κάτι που θα δυσκολευόταν
πολύ ακόμα να προσδιορίσει
κι ύστερα πάλι
σ' ένα αμφιθέατρο γεμάτο γατούλες με την επιθυμία να χαϊδευτούν
κι εξίσου βέβαια επιθυμητές ν' αναλογίζετο
πως δεν μπορούσε όσο κι αν το 'θελε αυτός
να τις χαϊδέψει

αν είχε όντως μια γάτα ενδεχομένως
ν' αναρρωτιόταν πόσο η έκφραση έχω μια γάτα είναι ακριβής
τη στιγμή που ολοφάνερα το ζώο δεν του ανήκε
κι ίσως το βλέμμα της το γατίσιο
περί της μη αναγκαιότητος του μιλούσε
των στοχασμών




η εικόνα από το deviandart

8 Απρ 2009

τρεις φωνές


μπάσο

Ποια μοίρα μας ένωσε; Ποια ξόρκια αγάπης (που ύφανες; που ύφανα;) σ' έδεσαν πάνω μου τόσο σφιχτά; Κι έτσι δεμένοι, τα κύματα καβαλάμε σε μια σχεδία της συμφοράς, δίχως κουπί, δίχως ιστίο, δίχως ορίζοντα;
Σκεπάζεις τα μάτια μου με το χέρι σου. Πώς αγαπώ αυτό το παιχνίδι! Κάθε φορά που το τραβάς έχεις άλλο πρόσωπο. Όμως είσαι πάντα εσύ, απαράλλαχτη.
Είμαι όργανο στα χέρια σου. Με χορδίζεις, κάθε φορά και άλλο χόρδισμα, πότε λαούτο, πότε κιθάρα, πότε βιολί, όλο μου ελαττώνεις τις χορδές... Στο τέλος αφήνεις μόνο μία, με λες μονόχορδο, με λες ανδρόφωνο και γελάς, γιατί γελάς; Όλα τα όργανα είναι θηλυκά ή ουδέτερα μου λες, όμως κάνεις λάθος -ο ταμπουράς είναι αρσενικός (-Χα, χα! ο ταμπουράς! Ανατολίτη μου!)
Ποια μοίρα μας έδεσε, ποια χρόνια, αιώνες του μίσους και της αγάπης, σημάδια λευκά στις όχθες των μαλλιών σου;
-Αγάπη μου!
-Εχθρέ μου!
Χρόνια σαν θύελλες και χρόνια σαν σύννεφα, χρόνια σαν έλατα με ρίζες βαθιές και χρόνια σαν κύματα που συντρίβουν, εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, στην ίδια σχεδία...
-Είσαι πάντα εκεί;
-Είμαι πάντα εδώ!
-Κιθάρα μου!
-Ταμπουρά μου!


τενόρο

Κάθε νύχτα κατεβάζουν τα μάτια μου σκόνη. Διαβαίνουν αιώνες-οδοστρωτήρες, αλλάζουν τα σχήματα των καιρών. Μ' αγαπάς;
Ήμουν ό,τι θα υπάρξω, με πήρες μαζί σου, δεν μου άξιζες, μ' αγαπάς; Εγώ μοναχός, εγώ ο τρελός, ο από τους θεούς καταραμένος, εγώ, ο μόνος υπαίτιος. Την άβυσσο σ' έντυσα και στο χαμό και στην ταπείνωση σ' έσυρα, ξεγλιστρούσες, μια στιγμή δεν σε κράτησα, μ' αγαπάς; Ανασαίνοντας φως, συλλαβίζοντας άστρα, γυναίκα σε πόθησα, σε πήρα, σε σμίλεψα, στου βράχου το χι και το όμικρον μέσα σε κλείδωσα. Φώναζες μη, αντιστέκοσουν κι ως το πρωί του κορμιού σου την έχθρα μου χάριζες που τη βάφτιζα έκσταση. Κι εγώ μαινόμενος, εγώ ανίκητος, εγώ σα σκλάβα σε ντρόπιαζα και σε τάφο βαθύ μες στην έρημο απάνω σου γκρέμισα τις πυραμίδες. M' αγαπάς; -Δυστυχισμένε. -Που με καμάκι ορθό σα φτερό καρχαρία, γοργόνα σε μέρωσα. Και στου χρόνου τη φτέρνα, Αμαζόνα ξανά, σε γονάτισα. Τη ράβδο και τον πέλεκυ επισείοντάς σου και τη βαλλίστρα. Να με γεννάς και να μου δίνεσαι. Με σφιγμένες γροθιές, εγώ, για ποιον σπέρνω, για ποιον θερίζω, για ποιον το αίμα μου στάζω στα μνήματα; Τους εφιάλτες μου θηρεύω, τους βαφτίζω τροφή που αποθέτω στα πόδια σου, μ' αγαπάς; -Ξιπασμένε. -Μες στα μάτια σου αυτά τα πελώρια, τι κρατάς φυλαγμένο για την ύστατη ώρα μου; Πάντα εκεί, στου βωμού τη ματωμένη σιγή σε γυρόφερνα. Και την άκρια του φορέματός σου κρατώντας ψηλά, με το χρωστήρα του πόθου μου θεά σε ζωγράφισα. Κι ήρθαν όλα και χάθηκαν σε μια στιγμή, αιώνες σκοτεινοί, αιώνες δισύλλαβοι μες στην πυρά και μες στον όλεθρο, μ' αγαπάς;

Και μια ηχώ, σαν πληγή αιωρούμενη. Μ' αγαπάς;


σοπράνο

Ποια μοίρα μας ένωσε; Ποια ξόρκια αγάπης (που ύφανα; που ύφανες;) σ' έδεσαν πάνω μου τόσο σφιχτά; Μπερδεμένοι με τόσα σεντόνια, μαύρη νύχτα, σ' ένα κρεββάτι της συμφοράς;
Σκεπάζεις τα στήθη μου με τα χέρια σου, πώς μ' αρέσει αυτό το παιχνίδι! Που κάθε φορά που τα τραβάς έχεις κι άλλο πρόσωπο! Όμως είσαι πάντα εσύ, απαράλλαχτος.
Είμαι δοχείο στα χέρια σου. Με πλάθεις. Πότε μακρόστενη φιάλη, πότε αιχμηρό αμφορέα, πότε ολοστρόγγυλο βάζο. Κι όλο έρχεσαι μέσα μου, να σε κρατήσω, να σε φυλάξω, να γεμίσω από σένα. Να σε γεννώ και να σου δίνομαι...
-Ρομέο μου!
-Ιουλιέττα μου!
(Νύχτα, να μην ξημέρωνες!)
-Οδυσσέα μου!
-Πηνελόπη μου!
-Σ' αγαπώ και θέλω να το φωνάξω!
-Σ' αγαπώ και θέλω να το γιορτάσω!
-Τριστάνε μου!
-Μάγισσα Φούρκα μου!
-Απαίσιεε...
-Ομορφιά μου...
-Δεν είμαι Φούρκα, είμαι η Ιζόλδη! Ιζόλδη, Ιζόλδη, Ιζόλδη!
-Εντάξει, είσαι η Ιζόλδη.
-Κουασιμόδο μου!
-Εσμεράλδα μου!
-Ναπολέον μου!
-Ιωσηφίνα μου!

-Κιχώτη μου!
-Δουλτσινέα μου!

-Ήλιε μου!
-Αυγούλα μου!

-............
-...........

Ξημερώνει.





το μέρος του τενόρου, πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα με τίτλο μ' αγαπάς;