19 Δεκ 2010

τρία παλιά κομμάτια


μάθε το κόλπο

Πόσες και πόσες άδειες νύχτες σε γυρεύω
μέσα στης τράπουλας με ζήλο τα χαρτιά
Μα δεν μου βγαίνουν κι όσο κι αν τα μαγειρεύω
κρατούν κρυμμένη τη θλιμμένη σου ομορφιά

Κλείνω τα μάτια και νομίζω πως σε πιάνω
Γλιστράς, ξεφεύγεις και μου κρύβεσαι ξανά
Πετώ την τράπουλα και κάθομαι στο πιάνο
να πω στο φάντασμα σου που με τυραννά

Αν είσαι επτά σπαθί θα σ’ αρνηθώ με λύπη
Αν είσαι οκτώ κάρο μην με παρεξηγείς
Μ’ αν τύχει κι είσαι η ντάμα κούπα που μου λείπει
μάθε το κόλπο απ’ το μανίκι να μου βγεις


το χτες το αυριανό

(στην Ελένη)

Στα σιωπηλά, στα σκοτεινά, στα μάτια τα κλαμένα…
Στη νύχτα αυτή που στοίχειωσε και τρέμει την αυγή…
Κι είναι τα λόγια κάρβουνα, στο στήθος μου αναμμένα.
Κι ειν’ η ερώτηση που καίει μα δεν τολμάει να βγει.

Πες μου, θα γύρευες ποτέ το δάκρυ της Σελήνης;
Θα ‘πιανες κόψη ξυραφιού και σίδερο καυτό;
θ’ άντεχες την αγάπη σου στο αίμα να ξεπλύνεις
ή να κοπείς με ένα γυαλί-τραγούδι σαν κι αυτό;

Ποιο φίλτρο, ποιο ναρκωτικό θα επινες για μένα;
για του έρωτα έν’ αφόρετο πουκάμισο αδειανό
Με ποιο φιλί θα σκόρπιζες τα χρόνια τα χαμένα
για το κλεμμένο σήμερα, το χτες το αυριανό;



η εμμονή της μνήμης

καράβια πιάνουνε στα μάτια σου τις νύχτες
άλλοτε η Κίρκη σου τραγούδαγε γυμνή
τώρα χαζεύεις σαν παιδί τους λεπτοδείκτες
κι η κάμαρή σου όλο σου φαίνεται στενή

τα λόγια που έσπερνες φυτρώσανε κι ανθίσαν
οι φίλοι τράβηξαν στο πέρα πουθενά
κι οι μαθητές που στο τραπέζι σου καθήσαν
το μυστικό σου δείπνο πρόδωσαν ξανά

παλιά εικονίσματα κι αγάπες που θαμπώσαν
ποιες μνήμες-μάγισσες σου κλέψαν τη μιλιά;
πάνω στη γλύκα από τον ύπνο σε σηκώσαν
δεμένο σ’ άφησαν και λύσαν τα σκυλιά



πρωτοδημοσιευμένα στη σκακιέρα
-ο τίτλος του τελευταίου "δανεισμένος" απ' το γνωστό πίνακα του Νταλί


persistence-of-memory.jpg

9 Νοε 2010

για την ιστορία (μέρος δεύτερο)



Κι αυτό; Το θυμάσαι αυτό;

Ντίλαν, δικέ μου! Πόσα χρόνια έχω ν' ακούσω Ντίλαν! Πού τα ξέθαψες;

Τ' ακούει ο μικρός. Ο Μενέλαος.

Τι λε ρε παιδί μου! Ντίλαν. Ο Μενέλαος! Μεγάλωσε εκείνο το σαμιαμίδι; Μη μου πεις ότι...

Πολυτεχνείο.

Σώπα!

Νοκ-νοκ-νοκιν ον χέιβενς ντορ! ΝΟΚ-ΝΟΚ-ΝΟΚΙΝ ΟΝ ΧΕΙΒΕΝΣ ΝΤΟΟΡ!!! Άει γεια μας!

Τι μου θυμίζεις ρε φίλε, τι μου θυμίζεις γαμώ τα δελτία μου! Όλος εκείνος ο τρελός κόσμος στα πόδια μας κι εμείς... θα τον αλλάζαμε!

Είχες μια φωνή... σειότανε το αμφιθέατρο. Όλες οι γκόμενες κλαίγανε.

Αμ' εσύ! Με τα μαλλιά και τα μούσια...

Κάτσε, περίμενε να δεις... Για δες εδώ... Γνωρίζεις κανέναν;

Όχι ρε!! Έχεις φυλάξει φωτογραφίες;

Αυτές μόνο. Τις άλλες τις πέταξε όλες η Γιάννα... Όταν με κούρεψε. Θα έμπαινα βλέπεις στην καλή κοινωνία .... Κατά φωνή! Τι θέλει η φακλάνα;

Έλα κορίτσι μου. Για σένα τώρα λέγαμε με τον Πάρη ... Τον Πάρη Μακρίδη, αστέρι μου, τον παλιό μου συμφοιτητή. Το καμάρι της μαχόμενης δημοσιογραφίας. Του έλεγα πόσο τον θαυμάζεις και ότι θέλεις να τον καλέσουμε κάποιο μεσημέρι για φαγητό. Τούτη την Κυριακή είναι καλά; ... Λευκό μου γιοματάρι, το 'ξερα πως θα χαρείς, ελαφίνα μου ... Ο Αγαμέμνων; Τι έκανε πάλι; ... Άντρας είναι, ελιά μου κορωνέικη, θα τις κάνει και τις τρέλες του ... Πόσο είχε πιει; ... Και για ενάμιση ποτηράκι, ούτε καν δύο ... Ενάμιση μπουκάλι;;

Χριστός και Παναγιά!

Και μπορούσε να οδηγεί; ... Αυτόφωρο; ... Α, ναι, κανονικά ναι, θα έπρεπε. Το αμάξι καλά; Ωραία... ε, τι! ένα σκασμό λεφτά πήρε να το φέρουμε απ' την Ιταλία ... Κοίτα, πες του διοικητή ότι το εκτιμώ βαθιά πες του και... καλά άσε θα του τα πω ο ίδιος... Εντάξει κοκόνα μου; ... Τι; ... Τα Χριστούγεννα; ... Είσαι εσύ μία! Ότι θέλει η κυρά μου! Ο Παρθενώνας μου με τα μαρμάρινα τα αετώματα!

Θα ξεράσω.

Τι λες τώρα; Ντροπή να μας ακούνε και τα παιδιά... Τι; ... Έχω εδώ μια φωτογραφία τους απ' όταν ήτανε μικρά. Γελάς χελωνίτσα μου; Αφού ξέρεις ότι είστε για μένα το παν, δεν το ξέρεις; Τον διοικητή, ναι, δεν θα ξεχάσω. Μείνε ήσυχη, πικάντικη μορταδελίτσα μου. Μπάι. Τσάο. Γεια.

Τι με κοιτάζεις έτσι;

Σε θαυμάζω.

Κι εσύ; Κι εγώ με θαυμάζω μερικές φορές. Λοιπόν, τα κανονίσαμε;

Τα κανονισμένα;

Γεια σου ρε Πάρη! Γι αυτό σε πάω ρε. Γιατί μαζί σου δεν χρειάζεται ούτε να εξηγώ ούτε να απειλώ. Καταλαβαινόμαστε.

Είναι που έχουμε τα ίδια ιδανικά.

...Χιούμορ;

Πνευματική άσκηση. Αυτοσαρκασμός.

Ωραία. Να σου πω... άλλη φορά τη γυμναστική σου να την κάνεις στο σπίτι. Μόνος. Συνεννοηθήκαμε;

Ντάξει ρε φίλε, μη στραβώνεις. Ένα αστείο ήτανε... Δε μου λες, με το Μονικάκι τις προάλλες, καλά;

Το Μονικάκι;

Το κορίτσι απ' το κανάλι...

Η ξανθούλα με τα...

Όχι, ρε συ, αυτή ήταν η Ηρώ... Μια ψηλή, μελαχρινή... Η μις αποτέτοια...

Το κάτι άλλο! Μόνο που δεν κρατήσαμε τηλέφωνα.

..'μα θες στην ξαναστέλνω.

Μμ, καλή σκέψη. Την έχω ανάγκη τούτο τον καιρό λίγη χαλάρωση. Με πιάνεις;

Σε πιάνω.

Να, γι' αυτό λέω ότι συνεννοούμαστε ... Άκουσες κάτι;

Σα να μου φάνηκε... Τ' άκουσες κι εσύ;

Ναι, κάτι σαν... ααα!!!

Όμοιος, ομοίω κι η κοπριά στα λάχανα.

Π-ποια είσαι; Πώς μπήκες εδώ;

Ο ...Παρθενώνας τα ξέρει για τα κοριτσάκια;

Τι λες; Ποια κοριτσάκια;

Τα απελπισμένα. Άσε το τηλέφωνο, το παλικάρι απέξω έχει σοβαρότερα προβλήματα αυτή τη στιγμή.

Τι θέλεις; Φάρσα μου κάνετε;

Εγώ δεν ξέρω τίποτα.

Ήρθα για τα χρωστούμενα.

Χρωστούμενα; Εγώ σε σένα; Α, κατάλαβα. Είσαι απ' τους... που απολυθήκανε. Κοίτα... Εγώ δεν ξέρω απ' αυτά. Πρέπει να μιλήσεις με το λογιστή.

Τα δικά μας τα χρωστούμενα δεν είναι τέτοια. Επιταγές. Διαμαρτυρημένες, από χρόνια.

Δικές μου;

Και του φιλαράκου σου με τα μπότοξ. Μόνο στη μνήμη του παρέλειψε τη σχετική αναβάθμιση.

Τι λέει αυτή ρε Παντελή; Και πώς βρέθηκε στο γραφείο σου; Αν μου 'χεις στήσει καμιά...

Μη λες μαλακίες!

Τσ, τσ, τσ,... Μπροστά στα παιδιά!

Άκου να δεις κοπέλα μου... Παρατράβηξε το αστείο! ...ΚΥΡΙΑ ΜΕΝΤΗ!

Κυρία Μεντή; Α, η Τασούλα! Χρήσιμο κορίτσι. Καλό αλλά άτυχο. Δυο φορές πήγε να παντρευτεί και την αφήσαν οι γαμπροί στις πρόβες... Οι αφοσιωμένες γραμματείς είναι λίγο δυσεύρετες και...κοστίζουν... Στα χέρια της έπαθες το πρώτο σου έμφραγμα. Εκείνη έτρεχε δυο μέρες για το μπαι-πας...

Τι λες; Πότε γίναν αυτά;

Αυτή κανόνισε το διαζύγιο με τη φακλάνα, διατροφές, κανάλια και δικηγόρους, όταν μαθεύτηκε ότι η κοπέλα του γιου σου του Μενέλαου κι ο κολλητός του παίρνανε μισθό από σένα για να τον προσέχουν. Κι ότι οι φασίστες που τον στριμώξαν στη διαδήλωση και του παίξανε κάτι ψιλές ήτανε βαλτοί δικοί σου.

Ήρθες για να μ' εκβιάσεις;

Να σε παρηγορήσω. Θα χαρείς να μάθεις ότι όλα αυτά που μάζεψες πατώντας επί πτωμάτων, στα δώσαν οι Ελβετοί και τα γλεντάς στον Παράδεισο.

Είναι εντελώς βλα...

Βούλωσ' το!

Α, ο Ομηρικός μας ήρωας... Μετά τις εκλογές έγινε μύθος. Μέχρι διευθυντής του καναλιού έφτασε. Η μνήμη δεν ήταν ποτέ το φόρτε του, αλλά να τον βρει το Αλτσχάιμερ πάνω στις δόξες! ...Κρίμα! Ήταν φαίνεται κληρονομικό. Απ' τα εξήντα στο ίδρυμα, να του σκουπίζουνε τα σάλια οι αποκλειστικές... μια ζωή να γλύφει και να φτύνει, του 'μεινε κουσούρι ως το τέλος.

Απορώ τι καθόμαστε κι ακούμε. Μια ημίτρελη που το παίζει τυφλή προφήτισσα!

Τυφλή; Η αλήθεια είναι ότι χωρίς γυαλιά δεν βλέπω τη μύτη μου. Καθένας με τις αλλαγές του. Εγώ φόρεσα φακούς επαφής.

Ποια είσαι;

Είμαι η γενιά του Πολυτεχνείου.



3 Νοε 2010

για την ιστορία (μέρος πρώτο)



Έλα ρε... ναι, μιλούσα μ' εκείνον τον τρελαμένο τον καλαματιανό. Τι να κάνω ρε φίλε, τι να κάνω... του 'δωκα κι αυτουνού την ευχή μου. Με το αζημίωτο, βέβαια, ξέρεις πώς πάνε αυτά τα πράγματα. Κι από σένα, μια χαρούλα που θέλω να ζητήσω, με το αζημίωτο κι αυτή... Έχεις ζημιωθεί ποτέ από μένα μωρή μπετόβεργα; μη με κάνεις να παραφέρομαι... Εκείνο που λέγαμε, κείνη την τροπολογία ντε... που λέγαμε πως θα προωθήσουμε... Τι θα πει “ποιοι το λέγαμε” ρε πατόφτυαρο, εμείς το λέγαμε, εσύ κι εγώ. Εγώ το έλεγα κι εσύ το άκουγες, μη με κάνεις να φαντάζομαι πως δεν με προσέχεις όταν μιλάω. Την τροπολογία για την παραλιακή, α γεια σου, είσαι και ξεχασιάρης πανάθεμά σε... κάτσε λίγο, κάτσε γιατί βαράει ο άλλος διάολος...

Έλα... Του μετρώ τα κουταλοπίρουνα, να του πεις. Ξέρει αυτός... Τα λεφτά τα πήρε όμως. Άμα τον... έχουμε και μικρά παιδιά εδώ πέρα. Τις φωτογραφίες των παιδιών μου ωρέ μπουζόκλειδο, για πες μου τώρα... με το άλλο που σου είπα, εντάξει; Πάλι τα ίδια. Λοιπόν, άκουσέ με, έτσι και σου ξαναρχίσει “ο λαός που μας επέλεξε” και τέτοιες πιπεριές, να του πεις ότι η βρύση κλείνει κι όταν θα ξαναχρειαστεί νεράκι, να πάει στους οικολόγους και τ' άλλα σαπρόφυτα που κανακεύει. Περίμενε.

Λέγε. Τι να πεις, έχεις δίκιο, να μην πεις τίποτα. Φρόντισε μόνο να γίνει η δουλειά. Ξέρω ότι εσύ τουλάχιστο είσαι εμπιστοσύνης. Να μείνω ήσυχος; Έτσι μπράβο. Κλείνω γιατί με ζητούν.

Λοιπόν, αυτό που είπαμε: η βρύση κλείνει, εντάξει αγόρι μου;... Τι; Μπα όχι, αποκλείεται να είναι τόσο... χα, χα τι ζώο... τότε πες του και το άλλο, με προσέχεις; Εγώ, να του πεις, είμαι η γενιά του πολυτεχνείου.

Όχι ρε, απίστευτο! Μωρή βέσπα!

Πορνόγερε!

Πατομπούκαλο!

Μοιρογνωμόνιο!

Σοβατισμένο απανωσήκωμα χωρίς κουφώματα!

Παραδίνομαι... Τι κάνεις εδώ ρε απατεώνα της κοινωνίας;

Φροντίζω να 'χουνε δουλειά κάτι σκουλήκια μεγαλοδημοσιογράφοι σαν και του λόγου σου... να μη με ενοχλήσει κανείς! Κάτσε.

Τι βάζεις εκεί; Έχω να πάω στο κανάλι μετά.

Θα μασήσεις μια τσιχλίτσα. Φοβάσαι μη βρωμάς ουίσκι στην πιτσιρίκα του πρωινάδικου;

Κυκλοφόρησε κιόλας;

Περιμένει την έγκρισή σου. Τα ρωτάνε αυτά οι αρχιρουφιάνοι;

Όχι και αρχί! Όχι και αρχί! Άντε γεια μας!

Υγεία. Πώς το κατεβάζεις έτσι το δεκαπεντάχρονο;

Ε, μιας που το 'βαλες... Λοιπόν;

Τι λοιπόν;

Με ζήτησες, ήρθα.

...Έχει προκύψει ένα θέμα... φτου σου λάστιχο ξεφούσκωτο, τι θες πάλι ρε; Τι σου 'πα πριν από λίγο ρε πολύμπριζο; Θυμάσαι τι σου 'πα; Να πα ν' ασβεστωθεί ν' ασπρίσει ο πρόεδρος, μην του επιχρίσω τα διατάγματα! Ποιος κυβερνά, επιτέλους, αυτό τον τόπο; ...ε, τι;... εγώ βέβαια... είδες που ξέρεις τι πρέπει να κάνεις; Γιατί με συγχύζεις λοιπόν; Πάρε μια πρωτοβουλία παλικάρι μου... έλα, καλό ξημέρωμα... Συρματόβουρτσα!

...Παντελή...

Ε, α, εδώ είσαι... το χάπι μου μέσα, με σύγχυσε το τσουτσέκι... Θα πάμε σε εκλογές.

Τι;

Τελειωμένο. Έχεις μια μέρα... γι αυτό σε πήρα πρωί, να 'χεις χρόνο. Τακτοποίησε τα χαρτοφυλάκιά σου, τους στενούς συγγενείς, αύριο η πρεμιέρα. Σου δίνω δυο εκπομπές και το βλαμμένο της Καλαμάτας. Δεν τον χρειαζόμαστε πλέον. Θέλω όμως, πρόσεξε, μια έρευνά μου στο αυριανό δελτίο. Να φανεί παραγγελιά δικιά σας.

Εταιρεία;

Όλα κανονισμένα. Η Τασούλα θα σου δώσει ένα σι-ντι.

Ρε πούστη μου!

Μη λες αυτή την κουβέντα εδώ μέσα!

... Με συγχωρείς.

Συχωρεμένος. Αλλά πρόσεχε... Τι κάνει η οικογένεια;

Ποια οικογένεια;

Α, ναι, χώρισες... Η κόρη σου; Απ' τους παλιούς βλέπεις κανένα;

Παλιούς... εννοείς...

Ήτανε μια γκομενίτσα... τότε... πώς τη λέγανε; Κοντούλα, με γυαλάκια.

Κοντούλα;

Με γυαλάκια. Τη γούσταρες τρελά.

Την Ιστορία; Αυτή τη γούσταρες εσύ ρε μαλά...

Τα, τα, τα, τα, τα! Τι είπαμε; Όχι τέτοιες κουβέντες εδώ πέρα. Έχουμε μικρά παιδιά.

Παιδιά; Α τις φωτογραφίες... έχεις ξεφύγει τελείως ρε μασταζαλίζεις. Όχι, δεν ξέρω τίποτα για την Ιστορία, ούτε τι κάνει, ούτε αν ζει ακόμα πουθενά. Πώς και τη θυμήθηκες;

Ιστορία, ε; Να ξεχάσω τέτοιο όνομα! ...Τη θυμήθηκα, γιατί; Εσύ δε θυμάσαι τίποτα;

Εγώ, είμαι η γενιά του Πολυτεχνείου.


3 Οκτ 2010

έκλειψη ΙΙ




Πονάω! Κάνει στ' αλήθεια τόσο κρύο; Αχ, να παραμέριζε τούτη η σκιά, να φώτιζε λίγο! Τι ώρα είπαμε με την Ειρήνη, θα με περιμένουν άραγε; Το παντελόνι μου έγινε χάλια. Γεμάτο χώματα. Το δεξί μου μπράτσο πονάει πολύ, σίγουρα θα 'χει μελανιάσει κιόλας. Και τα δάχτυλά μου... Έχουν μουδιάσει. Πρέπει να σηκωθώ, να κινηθώ αλλά ζαλίζομαι. Αυτός; Πού πήγε αυτός, έφυγε; Τι ειρωνία, Θεέ μου! Είχαν πάει όλα τόσο καλά! Πού πήγαν όλοι;

«Ειρήνη!»
«Μαρκέλλα! Πού πας;»
«Σπίτι. Πέρασα να πάρω τροφή για τον Άσιμο. Εσύ; Ενισχυτική;»
«Τι άλλο; Τι θα κάνεις το βράδυ;»
«Δεν ξέρω, Ειρήνη μου. Έχω μια ιδέα, αλλά... όχι για πολύ βράδυ. Θα σου πω κάποια στιγμή.»
«Μυστήρια!! Ποιος είναι; Κάποιο καινούργιο πρόσωπο; Καλά, καλά, θα μου πεις όταν έρθει η ώρα. Εμείς λέμε να πάμε Δίολκο με τα κορίτσια και μετά σ' αυτό το καινούργιο, τη Φαίδρα. Θα 'χει ζωντανή μουσική, λέει, έντεχνα και τέτοια...»
«Λες αυτό που είναι κάπου μετά το αεροδρόμιο; Ωραία θα 'ναι αλλά δεν ξέρω να 'ρθω.»
«Κοίτα, πριν τις έντεκα δεν πρόκειται να ξεκινήσουμε. Να σε περιμένουμε άμα είναι στη Δίολκο.»
«Τέλεια, πιστεύω να σας προλάβω.»

Ηλία δεν θα πάω στο γυμναστήριο. Δεν μπορώ. Πες στον δικό σου ότι τον ευχαριστώ -κι εσένα σ' ευχαριστώ- αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Μην ανησυχείς, θα τα πούμε αύριο, φιλιά.

«Το Χρονά στο τηλέφωνο!»
«Ποιος είναι;»
«Γυναίκα.»
«Σε ησυχία δε σ' αφήνουνε ρε μαλάκα!»
«Ρε Γιώργη, έλεος ρε φίλε, τι τους κάνεις να πούμε;»
«Γαμιέστε... Ποιος είναι;»
«Μαρκέλλα Καϊμάκη. Της Οικονομίας.»
«Τι θέλεις;»
«Πάω παραλία να χαζέψω την έκλειψη. Δεν έχω παρέα κι έλεγα μήπως θέλεις να 'ρθεις.»
«Να κάνω τι; Να κοιτάμε το φεγγάρι;»
«Να τα πούμε... Να τα βρούμε... Πες το όπως θέλεις.»
«Κι η παρέα μου;»
«Κέρασέ τους μια μπύρα από μένα. Μέχρι να την πιουν θα 'χεις γυρίσει. Πίσω απ' τα βραχάκια. Καλά;»
«Καλά.»

«Μανώλη, ο Ηλίας είμαι. Άκυρο για το γυμναστήριο. Η δικιά μου δεν πάει.»
«Μη με γαμάς, ρε πούστη. Αφού σου ξηγήθηκα.»
«Έχεις δίκιο, το ξέρω, αλλά δεν φταίω εγώ. Μου στειλε μήνυμα και το 'κλεισε η μαλακισμένη.»
«Γυναίκες, γαμώ το Θεό τους! Κι ήταν όλα έτοιμα...άκυρο παιδιά, επιχείρηση τέλος. Σου το 'πα πως τον θέλω τον πιτσιρικά κι αργά η γρήγορα θα τον έχω. Φτάνει να μην μου την έπαιξες εσύ. Της είπες τίποτα;»
«Όχι, ρε, τρελός είσαι; Επιχείρηση κατά αγνώστων κι έτσι. Όπως μου είπες.»
«Πάει καλά. Αλλά αυτή την τύπισσα... γαμώ την καταδίκη μου μέσα... έπρεπε να το περιμένω. Σου 'πα ότι πέρσι ήτανε με τα τσογλάνια στη διαδήλωση;»
«Μου το 'πες.»
«Κι εσύ πήγες και την καψουρεύτηκες μαλάκα.»
«Τι καψουρεύτηκα ρε φίλε, πλάκα κάνεις; Την ώρα μου περνάω. Άσε κι έχω στραβώσει κι εγώ πολύ τώρα. Καιρός της είναι να τη σουτάρω.»
«Έλα μπράβο, τόσες γυναίκες υπάρχουν. Σου στείλω μαλάκα 'γω μια βουλγάρα που 'χω, όχι μόνο την άλλη θα ξεχάσεις, τ' όνομά σου θα ξεχάσεις μαλάκα! Τ' όνομά σου!»
«Έλα ρε! Τα τυχερά του επαγγέλματος, κουφαλίτσα! ... Και μιας που ήρθαν έτσι τα πράγματα, δεν πάμε για κάνα ουζάκι να χαλαρώσουμε; Κερνάω εγώ.»
«Λες, ε; Να τσεκάρω κάτι που θέλω και πάμε. Σε παίρνω σε πέντε.»

«Δεν θα πεις τίποτα;»
«Τι να πω;»
«Είσαι εδώ, με την καθηγήτριά σου, μόνοι μες στο αυτοκίνητό της. Στο μουγγό θα τη βγάλετε;»
«Νόμιζα ότι θα βλέπαμε την έκλειψη.»
«Θα τη δούμε. Εν τω μεταξύ, γιατί δεν μου λες κάτι απ' αυτά που δεν λέγονται στην τάξη. Μ' έχεις ταράξει στα υπονοούμενα, τώρα είμαστε μόνοι μας, ορίστε λοιπόν...»
«Τα υπονοούμενα είναι για χαβαλέ... για να περνά η ώρα.»
«Και για να πουλάμε μαγκιά και αντριλίκι.»
«Και γι' αυτό. Κακό είναι;»
«Το να πουλάς μαγκιά και αντριλίκι; Όχι, καθόλου.»
«Τότε γιατί μου 'σκασες τη μπάτσα;»
«Γιατί... γιατί πουλάς αντριλίκι σε βάρος μου. Κι εγώ δεν είμαι στην ηλικία σου. Είμαι καθηγήτριά σου... Γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.»
«Κι επειδή δεν ήξερες τι να κάνεις, με ξεφτίλισες μπροστά σε όλους; Θα μπορούσα να σε σκοτώσω.»
«Θα μπορούσες, αλλά δεν το 'κανες. Και τώρα μπορείς...»
«Όχι, δεν μπορώ. Τώρα δεν είμαι θυμωμένος.»
«Δεν είσαι;»
«Όχι.»
«Γιατί; ... Γιατί δεν είσαι θυμωμένος;»
«Γιατί έτσι!... Δεν ξέρω γιατί. »
«Γιατί κατά βάθος ξέρεις ότι δεν σου 'κανα κάτι κακό. Αντιθέτως. Μόνο το καλό σου ήθελα πάντα. Και μπροστά στους άλλους μόνος σου ξεφτιλίζεσαι όπως μου φέρεσαι. Γιατί βλέπουν την αδυναμία που σου έχω, δεν είναι τυφλοί.»
«Σιγά την αδυναμία! Έτσι φέρεσαι με όλους. Κι εγώ το ίδιο. Έτσι είμαι! Γιατί θέλεις να είμαι διαφορετικός μαζί σου; Δεν μπορείς απλά να μ' αφήσεις ήσυχο, όπως κάνουν οι άλλοι;»
«Δεν ξέρω πώς κάνουν οι άλλοι. Εγώ σου έχω αδυναμία.»
«Όλο αυτό λες. Μήπως μου τα ρίχνεις;»
«Μπορεί.»
«Τι σημαίνει μπορεί; Γιατί δεν λες στα ίσια τι θέλεις; Γιατί με κουβάλησες εδώ;»
«Για να μιλήσουμε. Δεν σ' αρέσει όπως μιλάμε; Εμένα μ' αρέσει πολύ. Και ξέρεις γιατί μ' αρέσει; Γιατί έχω δίπλα μου ένα γλυκό και άγριο αγόρι κι αν ήμουν μαθήτρια θα περίμενα σαν τρελή να μου τα ρίξει. Κι αν δεν μου τα 'ριχνε αυτός, μπορεί και να του τα 'ριχνα εγώ. Κατάλαβες τώρα τι σημαίνει το μπορεί; »

Ήταν εκεί, δίπλα σου, ένα ξαφνιασμένο παιδί, μέσα του ο άντρας πάλευε, τον ένιωθες να φουσκώνει, να πιέζει... πώς ήθελες να τον αγγίξεις, πώς ήθελες να γείρεις το κεφάλι στο στήθος του, πώς ήθελες να του δείξεις πόσο πολύ, πολύ, πολύ το εκτιμούσες όλο αυτό το υπέροχο μπέρδεμα που ήταν. Όμως εσύ, άνοιξες μόνο την πόρτα και βγήκες στη νύχτα.

«Ξέρεις ποιος ήταν;»
«Μμμ...;»
«Στο τηλέφωνο λέω, τώρα, ξέρεις ποιος ήταν; Ο Δομάζος, ένας απ' τους άντρες μου. Σπύρος Μίμης λέγεται, αλλά ο προηγούμενος διοικητής τον βάφτισε Δομάζο. Τον είχα στείλει να παρακολουθεί το Χρονά.»
«Και;»
«Φαίνεται πως καλοπερνάνε με τη γκόμενα στα βραχάκια. Νέο παιδί είναι βέβαια... λόγος δεν μου πέφτει. Καθότι οικειοθελώς κι έτσι, καταλαβαίνεις. Αστυνομικός είμαι, δεν είμαι παπαράτσι.»
«Με συγχωρείς ρε φίλε, είμαι λίγο ζαλισμένος και δεν σε πιάνω. Τι είπες για το Χρονά;»
«Ότι το γλεντά μέσα σ' ένα πεζό, στα βραχάκια. Μας νοιάζει;»
«Πεζό; Τι Πεζό; Τι σχέση έχουν οι παπαράτσι;»
«Καμία. Εκτός αν το βλέπουν είδηση που η οικονομολόγος του τεχνικού πηδάει το μαθητή της.»
«Το... συγγνώμη, δεν αισθάνομαι καλά. Πάω λίγο...»
«Ναι, άντε να σε χτυπήσει ο αέρας. Άστα, πληρώνω εγώ. Μήπως θες να σε πάω; ...Μπα, πού ν' ακούσει αυτός τώρα, χαιρετίσματα. Σιγά να μη στη χάριζα, παλιοπουτάνα.»

«Πω-πω, είδες πώς σκοτείνιασε;»
«Τέλειο!»
«Κοίτα, κοίτα! Βλέπεις πώς προχωράει; Είναι η σκιά της γης! Έχει μπει ανάμεσα...δες...»
«Μαρκέλλα...»
«...τώρα είναι που...Τι; ... Ξέρω. Ξέρω.»
«Απ' την αρχή σε γούσταρα πολύ... Πρώτη φορά νιώθω έτσι φτιαγμένος. Σα να κάπνισα χόρτο, αλλά πιο ωραία.»
«Ξέρω τι εννοείς. Και θέλω να σ' αγκαλιάσω. Γι' αυτό πρέπει τώρα να φύγεις.»
«Δεν μπορώ να...;»
«Το βλέπεις μόνος σου...Υπάρχει κάτι ανάμεσά μας. Υπάρχει αυτή η σκιά. Δεν.......... Γιώργο.........»
«Συγγνώμη, αλλά αν δεν σε φιλούσα θα έσκαγα. Από αύριο στην τάξη θα σε κοιτώ στα χείλη. Μόνο εσύ θα ξέρεις γιατί.»
«Τρελόπαιδο... Μέχρι εκεί ήταν το θάρρος του. Το 'βαλε στα πόδια. Αχ, Μαρκέλλα, Μαρκέλλα... Πού είναι το τηλέφωνο τώρα; Τι σκοτεινιά κι αυτή, δεν βλέπω την... Α, να... Έλα... Ειρήνη; Συγγνώμη, κύριε, λάθος. Δεν μοιάζετε με την Ειρήνη, αλλά έτσι όπως είμαι εγώ τώρα...δύο, δύο, οκτώ... καλέ μου κυριούλη...έξι, εννέα, πέντε... τα 'χω ακούσει όλ..Ααα!...Ηλία! Μου έκοψες τη χολή.»

«Τι ώρα είναι κορίτσια; Πήγε κιόλας έντεκα παρά τέταρτο;»
«Τι ώρα είπατε με τη Μαρκέλλα; Θα έρθει σίγουρα;»
«Έτσι κατάλαβα. Της είπα ότι... α, να, αυτή είναι. Έλα, Μαρκέλλα. Τι; Τι λες, δεν ακούω. Μαρκέλλα, μ' ακούς; ...Δεν μ' ακούει. Μιλάνε με τον Ηλία...σαν να της πατήθηκε κατά λάθος.»
«Κλείσε και πάρε την εσύ.»
«Φοβάμαι ότι δεν είναι κατάλληλη στιγμή.»
«Σώπα ρε! Το κάνουνε; Ν' ακούσω!»
«Όχι ρε βλαμμένα, δεν είναι σωστό.»
«Σσσστ! Έχει δίκιο ρε! Πω-πω τι της χώνει, χα-χα, όχι δεν θέλω να πω αυτό, σκάσε μωρή, άστο κάτω, α έκλεισε. Καλά, ε, τι πουτάνα τη λέει, τι καριόλα, τι βρωμοθήλυκο...τη μπινελικώνει κανονικά.»
«Ρε, μήπως τσακώνονται;»
«Κορίτσι μου, όταν τσακώνονται οι άνθρωποι μιλάνε και οι δύο. Όταν ο ένας μιλάει λαχανιασμένα κι ο άλλος σκούζει...»
«Καλά, καλά, φτάνει, καταλάβαμε. Να φεύγουμε λοιπόν.»
«Να πληρώσουμε πρώτα. Πάντως, τι να πω... δεν του φαινότανε του Ηλία... του κρυόκωλου!»

«Κρυόκωλο ... έτσι με λέτε ... το ξέρω ... Πώς σου ... φαίνεται τώρα ... ο κρυόκωλος; ... Πώς σου ... φαίνεται ... ο ευνούχος; ... Δεν ... μπορώ και δεν ... μου βγαίνει ... και μείνε με το πουλί στο χέρι Ηλία εσύ ... φίλε μου για ... να πηδιέμαι εγώ με τον πιτσιρικά και ... να σε δουλεύω! ... Αύριο μπορεί να ... γελάνε ... μαζί μου αλλά απόψε ... γελάω εγώ ... εγώ ... εγώ ... εγώ! ......»

Δεν μπορείς ν' ακούσεις, δεν μπορείς να σκεφτείς, αγωνίζεσαι. Έτσι όπως σου πιέζει δυνατά το πρόσωπο πάνω στο κάθισμα. Αγωνίζεσαι ν' αναπνεύσεις.

«Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο ε; Σίγουρα πριν το φχαριστήθηκες περισσότερο. Έπρεπε να σ' αφήσω να σκάσεις... να μ' ευχαριστείς που δεν σου άνοιξα το κεφάλι με τα νεύρα που 'χα. 'Οχι τίποτ' άλλο, μπορεί να μας βλέπει κι ο Δομάζος, αν δε βαρέθηκε να παίρνει μάτι τον κώλο σου όλη νύχτα.»

Δεν έχει νόημα. Τίποτα δεν έχει νόημα.

«Τι είναι αυτό στο χώμα; Το γαμοτηλέφωνό της. Ευτυχώς, κλειστό. Ώρα ήταν να μας ακούγανε από πουθενά. Όχι ότι θα καταλαβαίνανε και πολλά πράγματα. Στο κάτω-κάτω, όλοι για γκόμενά μου σ' έχουν... Τι είναι αυτά που λέει κύριε δικαστά; Εγώ απλώς την έπιασα που πηδιότανε με το γιο της -να 'ναι καλά ο αστυνόμος από δω που μ' ενημέρωσε- και την σούταρα. Ούτε να την ξαναδώ δεν θέλω. Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; Με συγχωρείτε, βέβαια, είστε παντρεμένος άνθρωπος εσείς, νοικοκύρης, έχετε δίκιο, πρέπει κι εγώ να νοικοκυρευτώ, να πάψω να γυρνώ με ξεκωλιάρες -με συγχωρείτε για τη γλώσσα- έχετε δίκιο... Τ' ακούς μωρή πουτάνα, ακούς τον κύριο δικαστή; Φύγε τώρα μη σου χώσει... μη σε χώσει... χα, χα, τι λέω ο μαλάκας, τι λέω ο πούστης ο άντρας νυχτιάτικα... τι λέω ρεεεεεεεεε-ε!! ...κι εσύ εκει πάνω που κρύβεσαι, μ' ακούς; ... μ' ακούς μωρή; ....................πουτάνες όλες σας.»

Είμαι καλά, ζαλίζομαι λίγο μα είμαι καλά... να, σηκώνομαι τώρα, κάνει λίγο ψύχρα και κρυώνω μα είμαι καλά... δεν μπορώ να κουμπώσω... έσπασε το κουμπάκι διαλύθηκε... το είχα τόσο... από φοιτήτρια το είχα μα... έχει φως! πώς βρέθηκε όλο τούτο ξαφνικά, τι όμορφη που φαίνεται τώρα η θάλασσα... θέλω ναι, θέλω μέσα, να βυθιστώ, σα νεράιδα του παραμυθιού, σα νεράιδα...

τα χρόνια νιώθω, με σκεπάζουν, νερά, χρόνια-νερά, με γεύση θάλασσας, μια νεράιδα χορεύει, στο φεγγαρόφωτο, χρόνια υγρά με σκεπάζουν, χρόνια υγρά, με σκεπάζουν... με σκεπάζουν... με σκεπάζουν...

Από πού έρχεται αυτή η φωνή;

..................................................................................................
..................................................................................................
..................................................................................................

«Μαρκέλλα!»
«Γιώργο;! Τι κάνεις; ...Γιος σου;»
«Κόρη.»
«Ναι, βέβαια. Σου μοιάζει... Παντρεύτηκες.»
«Ε...σαν όχι και τόσο παιδί πια κι εγώ... Ελένη, η Μαρκέλλα Καϊμάκη. Χάρη σ' αυτήν έμαθα τι είναι η αξία χρήσης και η υπεραξία.»
«Η περίφημη Μαρκέλλα. Τι κάνετε; Έχουμε διαβάσει όλα σας τα βιβλία.»
«Χαίρω πολύ. Ειλικρινά.»
«Μωρό μου, θα πάρεις λίγο τη μικρή;»
«Φυσικά. Πάμε να δούμε τα παγώνια. Πείτε τα με την ησυχία σας.»
«...Χάθηκες. Έφυγες κι έριξες μαύρη πέτρα.»
«Όπως το λες. Αλήθεια έχεις διαβάσει τα βιβλία μου;»
«Αλήθεια. Ήσουν κάτι μοναδικό για μένα. Πολλές φορές σκέφτηκα να προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί σου... ειδικά όταν διάβασα την “έκλειψη”. Υπέθεσα ότι ο Γιώργος της αφιέρωσης...»
«Ήσουν εσύ.»
«Δεν βρήκα ποτέ το θάρρος. Γι' αυτό χαίρομαι πάρα πολύ που βρεθήκαμε εδώ. Ξέρεις... μίλησα με την Κιρίλοβα. Τη θυμάσαι;»
«Το Χριστινάκι; Φυσικά και το θυμάμαι. Τι κάνει.»
«Καλά είναι. Μου είπε ότι το ήξερες. Αυτό που σχεδιάζαμε. Εξαρχής.»
«Ε, ναι. Και λοιπόν;»
«Και παρ' όλα αυτά με κάλεσες να με αντιμετωπίσεις εκεί... μόνη σου.»
«Παρ' όλα αυτά. Ήξερα πως δεν κινδυνεύω από σένα.»
«Πώς το ήξερες; Λόγω της ηλικίας μου;»
«Όχι. Πίστευα ότι καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Αν και, τώρα πια, δεν είμαι τόσο σίγουρη.»
«Εκεί, στο γυμναστήριο, ξέρεις, δεν είχα σκοπό να σου κάνω κακό.»
«Το ξέρω. Αν και δεν έχω καταλάβει ακόμα τι σκοπό είχες. Όχι, μη μου πεις. Μ' αρέσει ν' αναρωτιέμαι κάποια βράδια στο κρεββάτι...μόνη μου. Χαμογελάς.»
«Αχ, Μαρκέλλα, τι κρίμα να μη σε λένε Ελένη...»
«Και να 'μαι και μερικά χρόνια νεώτερη, ε;»
«Δεν παντρεύτηκες.»
«Όχι. Περιμένω το νόμο για να την στεφανωθώ στην Ερεσσό.»
«Πλάκα κάνεις.»
«Απλώς αστειεύομαι. Σε φωνάζει η κόρη σου.»
«Θα μείνεις καιρό εδώ;»
«Ποιος ξέρει. Δεν σχεδιάζω το αύριο.»
«Μακάρι να μπορούσα κι εγώ. Ξέρεις. Εκείνος ο τύπος που τα είχατε τότε... ο Σιδέρης, ο μαθηματικός...»
«Ο Ηλίας; Δεν θυμάμαι να τα είχαμε.»
«Εμείς έτσι νομίζαμε. Αυτοκτόνησε πριν από μερικούς μήνες. Αν και πολλοί λένε ότι κάπου ήτανε μπλεγμένος και τον φάγανε.»
«Τον φάγανε;»
«Βούτηξε με το αυτοκίνητο κάπου στο δρόμο για Λαγκάδια. Τον μαζέψανε πνιγμένο, κάποιοι λένε χωρίς νερό στους πνεύμονες.»
«Κρίμα. Αλλά πάλι... Δεν μπορεί να τους σώσει κανείς όλους.»





26 Σεπ 2010

έκλειψη I




Βιασμένη. Ριγμένη στο μαύρο σκοτάδι, στις θύελλες. Απορημένη. Λόγια ασυνάρτητα και μουσικές, ένας σκοπός που επανέρχεται με το φλοίσβο της νύχτας. Θρυμματισμένη. Μισώντας ποιον και γιατί, άγνωστες λέξεις, άγνωστες φωνές, κάτι ζεστό να γλύφει τα μάτια σου, γλώσσα ενός φασματικού σκύλου.
Βιασμένη. Στριμωγμένη στο διάκενο μουγγής αποβάθρας, φυλακισμένη μες στ' άναρθρα της σιγής. Στο ρείθρο μιας άφθογγης κουπαστής κρεμασμένη. Μ' έναν πόνο ρηχά και μ' έναν πόνο βαθιά, μια ξηλωμένη ραφή περηφάνιας.
Διακονεμένη.
Υπάρχει αυτή η λέξη άραγε; Υπήρξε ποτέ;
Εσύ; Υπήρξες ποτέ εσύ;

«Σε παρακαλώ, Γιώργο.»
«Τι έκανα;»
«Κατέβασε τα πόδια σου. Αν δε θέλεις να προσέξεις στο μάθημα, δικαίωμά σου. Μην το αναστατώνεις, όμως. Γύρισε μπροστά σου σε παρακαλώ.»
«Γιατί;»
«Επειδή σε παρακαλώ.»

«Προκαλεί διαρκώς. Αδιαφορεί για τα πάντα.»
«Βγάζε τον έξω. Όλοι αυτό κάνουν.»
«Δε μ' αρέσουν οι ωριαίες.»
«Μην θεωρείς ότι μπορείς να τον χειριστείς. Το προσπάθησα πέρσι ολόκληρη χρονιά. Δεν του αρέσουν αυτοί που πάνε με τα νερά του. Γουστάρει αυτούς που τον κοντράρουν. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε να επιβληθεί ούτε να τραβήξει την προσοχή, όπως άλλοι. Μόνο η σύγκρουση.»

«Θέλεις να μου πεις τι είπα τώρα;»
«Βαριέμαι.»
«Γιατί Γιώργο; Φταίει το μάθημα; Ζητάω πολλά;»
«Όχι...»
«Τότε;»
«...Απλά βαριέμαι.»
«Μπορώ να κάνω κάτι εγώ;»
«Δε λέγονται αυτά στην τάξη.»
«Γιώργο!»
«Όχου, Γιώργο και Γιώργο, γιατί δεν μ' αφήνετε ήσυχο;»
«Γιατί αδικείς τον εαυτό σου κι είναι κρίμα.»
«Σιγά μη νοιάζεστε.»
«Για όλους σας νοιάζομαι.»
«Θα βάλω τα κλάματα.»

«Τι θα κάνεις το βράδυ;»
«Θα κάτσω να κάνω καμιά δουλειά στο σπίτι.»
«Σαββατιάτικα; Δεν θέλεις μετά να πάμε για ένα ποτό;»
«Ηλία...»
«Εντάξει, δεν θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά το ότι δοκιμάσαμε και δεν μας βγήκε δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγούμε ένα σαββατόβραδο...εκτός αν παίζει κάτι άλλο. Τότε πάω πάσο.»
«Δεν παίζει τίποτα, απλά θέλω να καθίσω να δουλέψω λίγο κάποιες σημειώσεις. Νιώθω ότι κάτι δεν κάνω καλά κι αυτό μ' ενοχλεί. Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Σε κοιτάζω γιατί... είσαι είδος προς εξαφάνιση. Τόση ευσυνειδησία καταντά...»
«Μαλακία, ε;»
«Μη μου βάζεις τέτοια λόγια. Ξέρεις ότι θαυμάζω αυτό που κάνεις. Απλά πιστεύω ότι σ' επηρεάζουν υπερβολικά κάποια πράγματα... όπως αυτός ο τσογλανάκος...»
«Μ' επηρεάζει γιατί είναι η δουλειά μου. Το να σπρώξω αυτά τα παιδιά στη μάθηση είναι μέρος της δουλειάς μου.»
«Να τα σπρώξεις...;»
«Μην κολλάς στη λέξη, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν φταίει αυτός που οι γονείς του τον βλέπουν βάρος και τον κάνουν πάσα ο ένας στον άλλο. Κι ούτε είναι αυτός η μόνη περίπτωση.»
«Τέλος πάντων, δεν λέω πως έχεις άδικο. Λέω απλώς ότι δικαιούσαι ν' αφιερώνεις λίγο χρόνο και στον εαυτό σου. Ίσως κάποια μέρα μεσοβδόμαδα... Την Τρίτη είναι η ολική έκλειψη της σελήνης, τι λες να βγούμε να τη χαζέψουμε κιόλας;»
«Δεν είναι κακή ιδέα.»

«Γιώργο, άκουσέ με. »
«Εσύ να μ' ακούσεις!»
«Μην μου μιλάς στον ενικό!»
«Εσύ γιατί μου μιλάς;»
«Είμαι καθηγήτριά σου. Αν θέλεις να λέγεσαι μαθητής πρέπει...»
«Κι εσύ αν θέλεις να λέγεσαι καθηγήτρια...»
«Γιώργο!!»
«Μαρκέλλα!»

«Χαστούκισες μαθητή; Ποιον;»
«Το Χρονά. »
«Γιατί;»
«Δεν έχει σημασία, δεν θέλω να δώσω συνέχεια. Θεωρώ όμως υποχρέωσή μου να σας ενημερώσω.»
«Άκου, Μαρκέλλα... Φαίνεσαι ταραγμένη. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο θα ξέρω τα πάντα. Εγώ κι όλο το σχολείο. Γιατί δεν μου λες τι συνέβη κι άσε με εμένα να κρίνω...»

«Ποιον χαστούκισες μωρή καριόλα;»
«Γιώργο, δεν είναι σωστό.»
«Ναι, ρε μαλάκα. Κόφτο.»
«Εμένα χαστούκισες, έτσι; Κοίτα με μωρή! Κοίτα με σου λέω!»
«Κόφτο ρε μαλάκα λέμε, ηρέμησε!»
«Να το θυμάσαι αυτό, εντάξει; Ότι μου 'ριξες φόλα! Να το θυμάσαι!»

«Ύστερα χτύπησε την πόρτα κι έφυγε.»
«Οι άλλοι, τι είπανε;»
«Τι να πουν; Είχαν παγώσει. Κι εγώ το ίδιο. Μόνο δυο που προσπαθούσαν να τον κρατήσουνε και τους έσπρωξε.»
«Αυτά ειπώθηκαν μόνο; Σίγουρα;»
«Γιατί, λίγα ήταν;»
«Κάθε άλλο. Αν θες τη γνώμη μου, τη συμβουλή μου, φέρε το θέμα στο σύλλογο.»
«Τι θα βγει μ' αυτό;»
«Δεν θα βγει τίποτα. Αλλά θα φύγει από πάνω σου. Και θα δει ότι δεν είσαι εσύ κι εκείνος. Στο κάτω-κάτω, δεν μπορεί να εκστομίζει τέτοιες χυδαιότητες.»
«Ναι αλλά τον χτύπησα. Ένιωσε ταπεινωμένος κι αντέδρασε.»
«Γιατί τον χαστούκισες; Δεν μου είπες ακόμα.»
«Μου μίλησε προκλητικά. Προσβλητικά.»
«Τι είπε;»
«Τ' όνομά μου. Αλλά ήταν ο τρόπος του... »
«Πρόστυχος.»
«Ακριβώς. Ο σύλλογος του 'χει μαζεμένα... δεν θέλω να νιώσει ότι γίνεται στόχος εξαιτίας μου. Εννοώ, εξαιτίας προσωπικής αντιδικίας... και μάλιστα με τέτοια αφορμή. Αν με καταλαβαίνετε...»

«Σε κατάλαβε;»
«Νομίζω. Πάντως δεν επέμεινε περισσότερο. Είπε μόνο να ηρεμήσω κι αν χρειαστεί θα το ξανασυζητήσουμε το πρωί. Προφανώς περιμένει αντιδράσεις.»
«Εσύ; Είσαι καλά;»
«Καλά είμαι.»

...είμαι καλά, είμαι καλά είμαι καλά...δεν έγινε τίποτα...άντρας-γυναίκα, άντρας-γυναίκα, είμαι καλά...ένα κάψιμο μόνο...κι όλα αυτά τα υγρά στα πόδια...τα χέρια μου τρέμουν...είμαι καλά μάνα, δεν έγινε τίποτα, άλλο ένα κακό σεξ, αυτό ειν' όλο...δεν είμαι ζώο, η κακιά η ώρα μάνα...να σηκωθώ λίγο, να σηκωθώ...να πάρω αέρα...ένα παιδί...όλοι είμαστε παιδιά...δεν είμαι ζώο...δεν είμαι ζώο...δεν είμαι ζώο...

«Όλα εντάξει;»
«Ναι, μια χαρά.»
«Με τον...;»
«Δεν μου μιλάει, δεν με κοιτάζει κι όταν κοιτάζει δεν με βλέπει.»
«Άρα το κρατάει. Δοκίμασες να του μιλήσεις;»
«Στην τάξη, όχι. Προσπάθησα έξω αλλά γύρισε κι έφυγε.»
«Πρόσεχέ τον, Μαρκέλλα. Το ξέρεις πως είναι σταμπαρισμένος. Ο Καλαϊτζόγλου...»
«Άκου, Ηλία, την άποψή μου την ξέρεις. Ο Χρονάς είναι απλώς ένα παιδί κι ο Καλαϊτζόγλου, μαλάκας όπως οι περισσότεροι μπάτσοι. Μπορεί εσύ να μην το βλέπεις γιατί είναι φίλος σου...»
«Δεν είναι φίλος μου. Παλιός συμμαθητής, έχει διαφορά. Και μπορώ να σε βεβαιώσω ότι φαινότανε μαλάκας από τότε. Κι ας ήταν παιδί, όπως λες.»
«Τα παιδιά αλλάζουν, Ηλία. Κι ο κυριότερος μοχλός είμαστε εμείς.»
«Ο-κέυ, ο-κέυ, όπως θες, εγώ σου λέω απλώς να προσέχεις.»
«Σ' ευχαριστώ που νοιάζεσαι και το εκτιμώ. Ξέρω πως ώρες-ώρες είμαι πολύ... είμαι κάπως.»
«Απόρθητη.»
«Ε;»
«Μην με παρεξηγήσεις. Είναι που θα 'θελα να 'μαστε πιο κοντά.»
«Το ξέρω, μωρέ Ηλία, το ξέρω. Βρήκες κι εσύ άνθρωπο!»
«Βρήκα έναν άνθρωπο που τον γουστάρω και ξέρω πως κι εκείνος με γουστάρει. Δεν καταλαβαίνω γιατί...»
«Μη... μη. Άστο αυτό τώρα. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν μετανοιώνω, αλλά σου είπα. Δεν μπορώ. Θα τα πούμε... εντάξει;»
«Πότε;»
«Δεν ξέρω. Ειλικρινά.»
«Αύριο βράδυ; Να δούμε την έκλειψη.»
«Μπορεί. Δεν ξέρω.»

Εγώ δε συμφωνώ, αλλά δεν πρόκητε να μ' ακούσουν. Τους φοβάμαι κιόλας. Αν ήξεραν πως τους άκουσα θα με σκώτωναν. Θα συναντηθούνε στις ενιά στο Μάτζικ που 'ναι κοντά στο γυμναστήριο. Θα σβύσουν τα φώτα λένε κι ο ένας θα κρατά τον Παντελή με σακούλα και μαχαίρι. Οι δυο θα κρατάνε εσάς. Κανένας αλλος δεν θα την αγκίξει είπε. Είναι πολύ άδικο γιατι ειστε το καλύτερο ατομο εδώ μέσα. Μην πατε σας παρακαλώ μην πάτε!

«Και πιστεύεις ένα ανώνυμο σημείωμα;»
«Δεν είναι ανώνυμο. Μου το 'δωσε στο χέρι.»
«Ποιος;»
«Η Χριστίνα η Κιρίλοβα. Τα 'χει με τον Παπαστεργίου. Σίγουρα ένα απ' τα πρωτοπαλίκαρα που θα συμμετέχουν.»
«Και πάλι...»
«Ηλία, η Χριστίνα αποκλείεται να με κοροϊδεύει. Την είχα πάει σπίτι όταν λιποθύμησε με τις δίαιτες. Είναι καλό κορίτσι. Και να της το στήσανε οι άλλοι...γιατί; Χαζό δεν είναι;»
«Πού ξέρουν για το γυμναστήριο;»
«Πηγαίνει αυτός... Ο Χρονάς. Τον συναντώ συχνά. Ξέρει ότι πηγαίνω τις Τρίτες.»
«Σήμερα όμως δεν θα πας. Κι από αύριο βλέπουμε.»
«Τι βλέπουμε; Να ζω με το φόβο; Κι αν μου τη στήσουν στο σπίτι μου;»
«Έλα σε μένα μέχρι... δεν με φοβάσαι κι εμένα ελπίζω;»
«Φοβάμαι εμένα. Κι ούτε μ' αρέσει να κρύβομαι.»
«Τότε, μία λύση υπάρχει.»

«Μαλάκα Γιώργο, θα 'χει λέει έκλειψη.»
«Τι θα πει αυτό;»
«Έκλειψη σελήνης, ρε μαλάκα. Ολική.»
«Και τι μου το λες;»
«Είναι κακό σημάδι.»
«Κακό σημάδι είναι τα σκατά στο κεφάλι σου, χέστη!»
«Μη με λες εμένα χέστη, μαλάκα, μη χεστούμε. Εγώ τα πιστεύω αυτά.»
«Αφού τα πιστεύεις, βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί. Τι θεότητα είναι η Σελήνη;»
«Ε;»
«Τι “ε” ρε βλάκα; Ποιες τη λατρεύανε, ποιες υποτίθεται ότι προστατεύει;»
«Τις γυναίκες;»
«Ποιες άλλες; Κι άμα είναι κρυμμένη, για ποιους είναι το κακό σημάδι, για μας;»
«Για κείνες!»
«Σπίρτο είσαι ρε πούστη μου. Ξυράφι σκέτο.»

«Μίλησα με τον Καλαϊτζόγλου. Είπε θα το χειριστεί διακριτικά.»
«Ρε Ηλία, να δώσω το μαθητή μου στους μπάτσους; Αν φοβάμαι αυτόν μία, αυτούς τους φοβάμαι δέκα.»
«Δεν δίνεις κανένα. Δεν είπα πως ξέρουμε ονόματα. Θα βάλει δυο μυστικούς απέξω κι έναν στη θέση του Παντελή που θα κάνει τον άρρωστο. Δουλειά τους είναι, γι' αυτό τους πληρώνουμε. Αν τα καλόπαιδα το ξανασκεφτούν, τόσο το καλύτερο. Αν θέλουν να φάνε το κεφάλι τους, αργά ή γρήγορα θα το φάνε. Άσε που καλύπτοντάς τους μπορεί να πάρεις καμιά άλλη κοπελίτσα στο λαιμό σου. Αυτό δεν το σκέφτεσαι;»
«Μωρέ το σκέφτομαι αλλά φοβάμαι. Είναι κι αυτή η γαμημένη η έκλειψη...»







συνέχεια και τέλος στο επόμενο

11 Αυγ 2010

τραγουδάκι ΙΙ



θέλω κάτι να πιω
κάτι πιο
με τις μπύρες εν γένει
δεν βγαίνει

ίσως κάτι από σε
κάπως έτσι
στην πλάκα αναμμένο
αναμένω



η εικόνα από εδώ

13 Ιουλ 2010

ένα σφηνάκι για το δρόμο












Καλύτερα διάβασε πρώτα τα πέντε προηγούμενα ποστ. Διαβάζονται από κάτω προς τα πάνω. Ασ' το αυτό για το τέλος. Αν βαριέσαι, αν τα παιδιά γκρινιάζουν ή αν η τηλεόραση παίζει κάτι καλό, τότε μη διαβάσεις τίποτα. Δεν είσαι υποχρεωμένος. Αν πάλι επιμένεις να συνεχίσεις, συνέχισε. Εγώ απλά είπα μια γνώμη.








Ολοκαίνουργιό μου ημερολόγιο,

σ' έχω εδώ μπροστά μου φρέσκο-φρέσκο και δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω. Βέβαια, δεν είμαι πια πρωτάρα. Τώρα όμως βλέπεις πρόκειται για την πραγματικότητα (αν και τι είναι πραγματικό και τι δημιούργημα της φαντασίας, δεν είμαι η καταλληλότερη να το καθορίσει.)

Το προηγούμενο το 'στειλα ήδη (πάει μια βδομάδα) και δεν περιμένω να το πάρω πίσω. Αν ήξερες για τι άνθρωπο μιλάμε, θα καταλάβαινες. Τη φαντάζομαι την κυρα-Ευριδίκη να τρέχει φουντωμένη στο αστυνομικό τμήμα με το ημερολογιάκι μου στα χέρια να βοηθήσει στην "διαλεύκανση της υποθέσεως". Ποιος ταλαίπωρος μπατσάκος θα προσπαθεί να την πείσει να γυρίσει σπίτι της, που θα στρογγυλοκάθεται στο τμήμα περιμένοντας τις κάμερες!
Πραγματικά το αγάπησα το ημερολογιάκι. Αυτό με βοήθησε να περάσω το ατέλειωτο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου μες στη ζέστη της Αθήνας, με τον Κυριάκο να δουλεύει και χωρίς λεφτά να πάω πουθενά. Χάρη σ' αυτό αποφάσισα, στα ...γεράματα, ν' αρχίσω να γράφω, χάρη σ' αυτό σ' έχω και σένα τώρα εδώ μπροστά μου.

Και το Ματινάκι το αγάπησα κι ας ήταν πλάσμα της φαντασίας μου. Θα μου πεις, τι αγάπησες από δαύτο; Μα, την αγνότητά του φυσικά. Τη δίψα του και το φόβο του μπροστά σ' αυτό το τεράστιο πράγμα που λέγεται ζωή. Παιδιά δεν έχουμε με τον Κυριάκο (το καλοκαίρι κλείσαμε ένα χρόνο μαζί) αλλά, αν καταφέρω στα τριανταπέντε μου να κάνω, θα 'θελα ένα κοριτσάκι σαν τη Ματίνα. Να τη βοηθήσω να μάθει πράγματα, να μάθει να βάζει όρια, τα δικά της όρια, αυτά που θα την κάνουν να αισθάνεται δυνατή με την ύπαρξη και όχι με την καταπάτησή τους. Και, πάνω απ' όλα, να ξέρει πως έχει μια φίλη -μια μεγάλη, έστω, φίλη- στην οποία νπορεί να στραφεί αν κάποτε νιώσει προδομένη ή εγκλωβισμένη.

Ας ξεκινήσω λοιπόν. Ας ξεκινήσω απ' την

Πέμπτη 17 Αυγούστου

που πήγαμε σινεμά στο κέντρο με τον Κυριάκο να δούμε τη "Στρέλλα" κι έπεσα πάνω στην παλιά μου γειτόνισσα και δασκάλα στο δημοτικό. Ίδια κι απαράλλαχτη αν και θα πρέπει να κοντεύει πια τα εβδομήντα.
"Καλησπέρα σας κυρία Ευριδίκη" λέω. "Η Μαυρομμάτη είμαι, με θυμάστε;"
"Χμμμ..." με κοίταξε μέσα απ' τα μικροσκοπικά γυαλάκια της. "Εσύ δεν έμενες..."
"Ευαγγελιστρίας, σχεδόν απέναντι ήταν τα σπίτια μας. Μένετε ακόμα εκεί;"
"Υπήρχε κανένας λόγος να μετακομίσω;" μου λέει ξινά. Κι ύστερα: "Σε θυμάμαι...ήσουνα άτακτη και ανορθόγραφη. Έκανες τίποτα στη ζωή σου;"
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω ότι έγινα δασκάλα, όπως εκείνη. Η ερώτησή της ήταν μάλλον ρητορική, διότι ευθύς στράφηκε στον Κυριάκο.
"Άντρας της είσαι; Τι δουλειά κάνεις;"
"Ε...Μηχανικός είμαι...Υπάλληλος δηλαδή."
"Α...κοίτα να την προσέχεις γιατί είναι σουρλουλού." Και ξανά σε μένα: "Τι κάνει η μαμά σου; Καλή γυναικούλα...αλλά άβουλη. Μεγάλωσες πια και θα τα ξέρεις για τον πατέρα σου. Εσύ ήσουνα τότε μικρή βέβαια. Κι η μεγάλη σου αδελφή; Όταν χώρισαν οι γονείς σου την είχε πάρει ο κατήφορος. Πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ποιος ξέρει πού θα κατέληξε..."
"Εδώ που με βλέπετε", απάντησα ψυχρά. "Εγώ είμαι η μεγάλη αδελφή."

Απ' τη μύτη να μ' έπιανες, θα 'σκαγα. Ευτυχώς που χαλάρωσα λίγο με την ταινία. Στο στριμωξίδι της εξόδου βρεθήκαμε πίσω της. "Αίσχος!" την άκουσα καθαρά να λέει και δεν ξέρω αν ήταν για το που διέψευσα τις προσδοκίες της ή για την ταινία. Μάλλον και για τα δύο.

Όλη νύχτα, σαν τη Ματίνα, στριφογυρνούσα στο κρεββάτι καταστρώνοντας την εκδίκησή μου. Την άλλη μέρα πήγα κι αγόρασα το ημερολόγιο. Ο Κυριάκος το κοίταξε με δυσπιστία. "Τι είναι αυτό, Σταυρούλα;" με ρώτησε. "Θα δεις", του απάντησα και στρώθηκα στο γράψιμο. Όταν του το 'δωσα, προχειρογραμμένο, να το διαβάσει, με φίλησε και μου είπε:
"Αν είναι αυτό που νομίζω, αντί να της το στείλεις, στείλε της καλύτερα ένα ευχαριστήριο. Χάρη σ' αυτήν άρχισες να γράφεις. Μην το αφήσεις."

Έχει δίκιο, δεν θέλω να το αφήσω. Θέλω να γράψω, να γράψω βιβλία. Βιβλία ίσως παιδικά -ή για νέους, γι' αυτούς που πιστεύουν ότι τα βιβλία είναι βαρετές φλυαρίες γραμμένες από πολύξερους γέρους για άλλους πολύξερους γέρους. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
"Θέλω την εκδίκησή μου", είπα με πείσμα. "Και γι' αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σου."
Με κοίταξε απορρημένος.
"Είδες που είπε πως ήμουν τρομερά ανορθόγραφη. Ήμουν πράγματι. Δεν μπορώ να της στείλω ένα κείμενο που είναι λες και το 'κοψες απ' την εφημερίδα. Θέλω λοιπόν να μου διορθώσεις τα λάθη, για την ακρίβεια να μου ...διαλαθέψεις τα ορθά. Δοκίμασα μόνη μου αλλά μου 'ρχεται να φάω το στυλό."
"Είσαι σίγουρη ότι θα φτάσει στα χέρια της;"
"Σιγουρότατη! Ακόμα και μιας μέρας να 'ναι ο ταχυδρόμος, θα του πούνε αμέσως πού μένει η Ευριδίκη Τράγου. Και πάντως εδώ να επιστρέψει αποκλείεται. Στον αποστολέα θα έχει το όνομα τής ...Ματίνας. Οπότε, ούτε απ' την αστυνομία μπορούν να με εντοπίσουν, αν υποθέσουμε ότι συνιστά παράπτωμα να κάνεις φάρσες σε φαρμακόγλωσσες, κουτσομπόλες πρώην (ακατάλληλες) δασκάλες. Με το που θα τη δούνε, θα καταλάβουν αμέσως."

Νομίζω ότι κι εκείνος με κατάλαβε, όπως με καταλαβαίνει πάντα. Και με βοήθησε διασκεδάζοντάς το κι ο ίδιος μέχρι που η μακάβρια "μηχανή" μας ολοκληρώθηκε.
Χτες με είδε να σε φέρνω στο σπίτι μας, ένα ζεστό, ολοκαίνουργιο ημερολογιάκι και μου 'κλεισε το μάτι.
"Να σε ρωτήσω κάτι;" μου λέει. "Τα άλλα ονόματα είναι φανταστικά. Το γιατρό γιατί τον ονόμασες Κυριάκο;"
"Επειδή σ' αγαπώ, φυσικά!" του απαντάω.
"Κι επειδή μ' αγαπάς, με γκρέμισες απ' τον τέταρτο;" κάνει με ψεύτικο παράπονο.
"Τόσες μέρες περιμένω να ρωτήσεις για να στο πω", του λέω. "Ξέρεις πόσο τσαντίζομαι μ' αυτή την ηλίθια έκφραση που 'χεις κολλήσει, με σκοτώνεις και με σκοτώνεις. Την επόμενη φορά που θα πας να το πεις, ελπίζω να το σκεφτείς καλύτερα."
Και, φυσικά, αυτός μου απάντησε:
"Με σκοτώνεις!"






12 Ιουλ 2010

μοιραίο μου ημερολόγιο..μέρος πέμπτο (και τελευταίο?)




Ξέρω τι θα μου πεις. Πως αν τύχαινε να την καλέσει ο Κυριάκος, θα 'βγαινε ο αριθμός στο κινητό της και θα υποψιαζόταν. ΑN το πρόσεχε. Κι ότι όταν θα γυρνούσε ο Κυριάκος κι έψαχνε να βρει τι γίνετε, στο τέλος θ' ανακάλυπτε τα πειραγμένα στοιχεία. Όμως όσο καλό κι αν είναι ένα σχέδιο χρειάζετε και τύχη, έτσι δεν είναι; Και τι λένε για την τύχη; Ότι ευννοεί τους τολμηρούς. Μάλιστα!

Τους είχα βέβαια όλους αυτούς τους φόβους και γι αυτό καθόμουν σ' αναμένα καρφιά (με καρφιά πάει αυτό ή με κάρβουνα; τεσπα) και προσπαθούσα να προβλέψω τις αντιδράσεις της. Τι κάνει μια γυναίκα θυμωμένη, έξαλη, όταν υποχρεώνετε να περιμένει; Εγώ ας πούμε θα 'περνα την κολητή μου. Όμως δεν έχω πια κολητή κι ίσως ούτε κι εκείνη να μην έχει. Έλεγα σκέψου Ματίνα, σκέψου-σκέψου-σκέψου! Είσαι σπασμένη, τσαντισμένη, δεν έχεις να πας πουθενά μεσημεριάτικα, δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις και κάνει αφόρητη ζέστη. Τι κάνεις; Εύκολο. Μπαίνω στο μπάνιο να δροσιστώ και να χαλαρώσω. Ωραία λοιπόν, στήσου και περίμενε. Κάνε και καμιά προσευχή. Τηλέφωνο ή μπάνιο, τηλέφωνο ή μπάνιο; Μπίνγκο! Δηλαδή μπάνιο! Το παράθυρο του μπάνιου τους βλέπει στη βεράντα (αμέσως μετά τη μπαλκονόπορτα του καθιστικού. Δεν περνά λίγη ώρα και το βλέπω να κινείτε. Το στερεώνει στην ανάκλυση. Με όσο θράσος έχω και δεν έχω καβαλώ ξανά το χώρισμα και πηδάω όσο ποιο αθόρυβα γίνετε. Πλησιάζω προς το μπάνιο. Ωραία, ακούγετε το νερό που τρέχει. Περιμένω δυο λεπτά καλού-κακού κι ύστερα στη μπαλκονόπορτα. Είναι κλειστή αλλά ευτυχώς ξεκλείδωτη. Τη σέρνω απαλά ίσα για να τρυπώσω. Πού πέταξε το κινητό της; Ελπίζω να μην το απενεργοποίησε. Κι όμως, είναι πάνω στο τραπέζι. Ανοιχτό! Γρήγορα-γρήγορα βάζω ξανά τον αριθμό του Κυριάκου στη θέση του δικού μου. Ύστερα βρίσκω το sms που της έστειλα (που έστειλε ο Κυριάκος υποτίθετε) και το διαγράφω. Προσοχή! Κάτι ακόμα σημαντικό. Πάω στις εξερχόμενες και σβύνω την κλίση προς τον αριθμό μου. Μια χαρά! Και τώρα γρήγορα έξω. Καβάλημα τα κάγκελα και σπίτι μου σπιτάκι μου! Όλα πήγαν τόσο καλά...σαν να κρατούσα ένα μαγικό ραβδί. Αλλά ξέρω πως δεν ήμουν εγώ, ήταν αυτή...η μοίρα. Εγώ μονάχα το σκεφτόμουν. Το σκεφτόμουν, το σκεφτόμουν και το ήθελα γι αυτό και ήταν μοιραίο να γίνει. Μοιραίο ημερολόγιό μου.

Και τώρα εκείνη έχει φύγει! Τόσο απλά. Σηκώθηκε κι έφυγε, ξεκουμπίστικε πάει να πει. Χτες το βράδυ αφού βρηστήκανε. Ότι βρηστήκανε δηλαδή το υποθέτω, δεν μπορούσα ν' ακούσω. Μέσα στο σπίτι με το κλιματιστικό στο φουλ και τις πόρτες κλειστές. Βλέπεις αυτή δεν είναι σαν κι εμένα την ξεδιάντροπη να διαλαλεί τις πομπές της! Φαντασία όμως έχω μπόλικη. Θες να στα αναπαραστήσω; Πολύ ευχαρίστως.

Εκείνος: Γεια σου μωρό μου! Έχει μια ζέστη έξω!
Εκείνη: ...
Εκείνος: Δεν μου μιλάς; Τι κάνεις εκεί; Τι είναι αυτές οι βαλίτσες;
Εκείνη: ...
Εκείνος: Μωρό μου, τι έχεις; Τι έγινε; Γιατί δε μιλάς;
Εκείνη: Κυριάκο, ένα πράγμα θα σου πω μονάχα. Είσαι μεγάλος ξεφτίλας!
Εκείνος: Τι πράγμα; Καλέ τι έπαθες;
Εκείνη: Τρελάθηκα!! Πες το! Εκεί δεν το πας; Να με βγάλεις τρελή!
Εκείνος: Μα όχι, τι λες. Απλά δεν καταλαβαίνω...
Εκείνη: Κυριάκο, φύγε από μπροστά μου γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω! Φύγε σου λέω!
Εκείνος: Ε ωραία, χτύπα με, τι να πω... Οδηγώ τόση ώρα μες στη ζέστη, εδώ έχει δροσιά πού να πάω; Κι ούτε μπορώ να σ' αφήσω να φύγεις έτσι...
Εκείνη: Τι να σου πω!... Είσαι φοβερός ηθοποιός...μεγάλο ταλέντο! Τι κάνατε με τη μικρή όταν σας χτυπούσα το κουδούνι; Σηζητούσατε για τα αισθήματά της; Τη συμβούλευες σαν...μεγάλος αδερφός; Και το μύνημά της απ' τη μνήμη του κινητού μου πότε το έσβυσες; Την ώρα που ήμουνα στο μπάνιο; Μπήκες σαν τον κλέφτη στο σπίτι μας κι άρχισες να πειράζεις το τηλέφωνό μου, είσαι μαλάκας ρε, μεγάλος μαλάκας (κλαίει...ή του χιμάει, εξαρτάται ποια εκδοχή προτιμάς, τη μεξικάνικη ή τη βραζιλιάνικη;)
Εκείνος: Τι λες; Για ποιο μύνημα μιλάς; Τι είναι αυτά που λες;
Εκείνη: Το μύνημα που πήγες να της στείλεις και κατά λάθος το 'στειλες σε μένα. Που της έδινες ραντεβού. Κι ήρθες και το σβυσες για να μην έχω στοιχία.
Εκείνος: Ριτα, δεν έστειλα εγώ μύνημα, ούτε σ' εκείνην ούτε σ' εσένα
Εκείνη: Και τότε ποιος το στειλε; Πήρε κανείς το τηλέφωνό σου; Κι αφού έγώ σε κάλεσα και το άκουσα που χτυπούσε μες απ' το σπίτι της. Και σας άκουσα που μιλούσατε και κάτι σπάσατε. Και στεκόμουνα σα μαλάκας στην πόρτα να χτυπάω και να μην μου ανοίγετε. Δεν είμαι μαλάκας εγώ Κυριάκο, αν θες μαλάκα να τα φτιάξεις μαζί της! (κάποια κατινιά θα πέταξε το σούργελο, δεν μπορεί)
Εκείνος: Ρίτα...
Εκείνη: Μη! Μην τολμήσεις...Μη με κοιτάς έτσι σαν να είμαι τρελή γιατί θα σου βγάλω τα μάτια! Φεύγω, δεν κάθομαι στιγμή...ή μάλλον...όχι να τρέχω και μες στον καύσονα...θα φύγω μόλις πέσει ο ήλιος. Μέχρι τότε για το καλό σου μην πεις τίποτα...άσε με να ηρεμήσω και βλέπουμε. Θα... τα ξαναπούμε κάποια στιγμή.

Πώς με βρίσκεις ημερολογιάκι μου; Κάνω για συγγραφέας; Και το καλύτερο δεν στο 'γραψα. Χτες το βράδυ κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Ένιωσα ξαφνικά ήρεμη και ξέρεις και τι άλλο; Δυνατή! Αυτό ακριβώς, δυνατή. Δυνατή γκόμενα κύριε Κυριάκο μας. Τι νόμιζες!
Ωχ, κατά φωνή! Το πουλάκι μου βγήκε στο μπαλκόνι. Έχει κάτι μούτρα σαν




Κυριάκο μου Κυριάκο μου Κυριάκο μου

τι έκανα




Παρασκευή 25 Αυγούστου

Πώς μπορώ και γράφω Η καρδιά μου είναι σπασμένη το μυαλό μου νεκρό Πρέπει όμως να συνεχίσω να μαζέψω τα κομάτια μου και να συνεχίσω Στο κάτω-κάτω δεν έφταιγα εγώ Εκείνος έφταιγε Γαμώτημουγαμώτη μουγαμώτη Γιατί να το κάνει αυτό Ύστερα απ' όλο αυτό το Κουβεντιάζαμε τόσο όμορφα Πρέπει να είμαι δυνατή Δυνατή Με ρώτησε τι γράφω τι γράφω ποιήματα του είπα αλλά δεν με πίστεψε δεν τώρα το ξέρω πως δεν με πίστεψε γιατι Κυριάκο μου Έτσι τον είπα Κυριάκο μου Τι κάνεις Κυριάκο μου του λέω Κοίτα Ματίνα δεν είμαι ο Κυριάκος σου πρέπει να το καταλάβεις αυτό και μετά με ρωτούσε τι έγινε Η Ρίτα λέει δεν μπορώ να ζήσω μακριά της κι ύστερα ξανά τι έγινε τι έγινε και το κεφάλι μου πάει να σπάσει λέει το κεφάλι του πάει να σπάσει μήπως έχεις κανένα παναντόλ απ' αυτά τα έξτρα να κοιτάξω του λέω δεν ξέρω και μπαίνω μέσα αληθεια πηγα να ψαξω αλλα το σκεφτηκα μόλις ανοιξα το ντουλαπι το κατάλαβα κι έτρεξα το ημερολογιο είναι πανω στο τραπέζι έτρεξα κι αυτός αυτός σε κρατούσε στα χέρια του είχε περάσει από πάνω από χίμηξα σαν τρελή να του το πάρω και μετάμεταμετα

μετα ήταν τέταρτος όροφος κάτω στις πλάκες κι εγώ ούρλιαζα ένα ουρλιαχτό όσο ο φόβος μου

Κυριακή 27 Αυγούστου

Τώρα είμαι ήρεμη. Ο μπαμπάς γύρισε Παρασκευή βράδυ. Ήρθε ξανά η αστυνομία και ρωτούσε. Νομίζουν μάλλον πως είναι αυτοκτονία. Φαίνεται πως κανείς δεν είδε τίποτα. Εσένα καλού-κακού σε είχα κρυμένο, αλλά φοβάμαι Δεν ξέρεις ποτέ Ήρθε κι αυτή βέβαια σαν τη χαροκαμένη χήρα Σκατά γαμώτη μου...ΕΙΝΑΙ χαροκαμένη χήρα
Αλλά είμαι ήρεμη εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα το ξέρεις εσύ το ξέρεις ημερολογιάκι μου Σκέφτηκα πολύ, μην τρομάξεις μ' αυτό που θα γράψω σκέφτηκα να σε κάψω ή να σε κόψω κοματάκια-κοματάκια και να σε πετάξω στην ανακύκλωση. Όμως δεν θα το κάνω μη φοβάσαι. Είμαστε πια δεμένοι είμαστε τόσο δεμένοι εμείς οι δυο είσαι το μόνο που έχω ο μόνος ο μόνος που ξέρει ότι δεν έφταιγα

Δευτέρα 28 Αυγούστου

Κόσμος πάει κι έρχεται. Σήμερα ήταν η κηδεία. Φυσικά δεν τόλμησα να πάω. Έκανα την άρρωστη. Άκου τι άλλο σκέφτηκα δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ μέσα μου φαίνεται τρομερά επικίνδυνο. Μπορεί κάποιος να έχει δει τίποτα και να 'ρθουν με κανένα ένταλμα να ψάξουν, ξέρω γω. Μου 'ρθε όμως μια ιδέα (δεν λέω πάλι σατανική, είδες τι πάθαμε την άλλη φορά, είναι όμως νομίζω πραγματικά καλή ιδέα). Χρειάζομαι κάποιον να σε κρατήσει για λίγο καιρό και μιας που δεν έχω κανέναν σκέφτηκα...το ταχυδρομείο! Πώς σου φαίνεται, σούπερ; Θα σε στείλω συστημένο σε ανύπαρκτη διεύθυνση και φυσικά θα σ' επιστρέψουν εδώ. Ύστερα θα καθυστερήσω να σε παραλάβω κι αυτοί θα σε κρατάνε ωραία-ωραία φυλαγμένο στην αποθήκη τους. Το ξέρω γιατί μου 'χει ξανατύχει. Θα πάω αύριο κιόλας. Πρωί-πρωί. Σκέφτηκα και τη διεύθυνση που θα βάλω Ευαγγελιστρίας 54 Μοσχούπολη, μέναμε παλιά, μόνο μέχρι το 40 φτάνει, Θα βάλω κι έναν άσχετο παραλήπτη, ας πούμε Ευριδίκη Τράγου...αποκλείεται να υπάρχει γυναίκα με τέτοιο όνομα. Μην ανησυχείς καλό μου, θα είσαι μια χαρά. Κι εγώ θα είμαι μια χαρά. Είμαι μια χαρά. Δεν σου 'πα. Το βράδυ μου 'ρθε κι η σκασμένη η περίοδος. Αυτό θα πει πως ηρέμησα. Γυρίζω σελίδα. Είναι συμβολικό. Όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα.



παραδόθηκε την 9-9-2009 από την κυρία Τράγου Ευριδίκη
κάτοικο Μοσχούπολης
, οδός Ευαγγελιστρίας 34
ο αξιωματικός υπηρεσίας
αρχιφύλαξ Στυλιανός Διομήδης



10 Ιουλ 2010

η κουβέντα στον δεύτερο, το όνειρο, η παγίδα


συνέχεια από τα τρία προηγούμενα (ο νέος γείτονας, ρόδα και συμπάθεια, με τις δυνάμεις του σκότους και λίγο μπέρμπον)


Δευτέρα 21 Αυγούστου

Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τα τελευταία λόγια που άκουσα όμως αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου και βουίζουν και τσιμπάνε σαν σφίγκες. Στεκόντουσαν εκεί και συζητούσανε για μένα κι εγώ καθόμουν ζαρωμένη στη γωνιά μου και τους άκουγα σαν να μιλούσαν για κάποιαν άσχετη και για πράγματα αόριστα γνωστά αλλά αδιάφορα σαν αυτά που μαθαίνουμε στο σχολείο.
Της τα είπε όλα, για τα τριαντάφυλλα και που κατάλαβε πως ήμουνα "τσιμπημένη" μαζί του κι ότι το έβρισκε πολύ "συγκινιτικό" που είχα όλη αυτή την τόλμη χωρίς να είμαι καμιά "δυνατή" γκόμενα, μάλλον ασκημούλα αλλά γλυκιά (έτσι ακριβώς) κι ότι δεν ήθελε να νιώσω ότι με απορίπτει γι αυτό περίμενε να του μιλήσω ανοιχτά για να μου εξηγήσει και να μου μιλήσει σαν μεγάλος αδερφός και μπλα μπλα κι ότι εγώ του ζήτησα το τηλέφωνό του γιατί φοβόμουν αλλά προτίμησε να μην της πει τίποτα γιατί δεν θέλει να γίνουν φασαρίες και να ταπεινωθώ περισσότερο. Αυτό ακριβώς το ρήμα χρησιμοποίησε μαλακισμένο μου ημερολόγιο. Να ταπεινωθώ..

Δεν ξέρω αν αυτή τον πίστεψε, δεν ξέρω αν κοιμήθηκε ήσυχη μετά, εγώ πάντως όλη τη νύχτα στριφογύριζα σα να με είχανε πετάξει μες στα καζάνια της κόλασης. Τα λόγια ερχόντουσαν και ξαναρχόντουσαν στο μυαλό μου και...σα να μη μπορούσα να τα πιάσω, σα να παίζανε μαζί μου και να με κοροϊδεύανε.
Ξέρεις, κάτι δεν μου κολάει στην ιστορία κι αυτό το κάτι είμαι εγώ. Πού είμαι εγώ; Σα να μιλούσανε
για κάποια άλλη, κάποια άγνωστη ή κάποια ανύπαρκτη, ένα πρόσωπο φανταστικό από κάποιο σήριαλ της τηλεόρασης. Πού είμαι εγώ, πού είναι ο φόβος μου, η αγάπη μου, η ζήλεια μου; Πού είναι τα θέλω μου; Αν θέλεις κάτι πάρα πολύ στο τέλος γίνεται, έτσι δε λένε; Κι αφού εγώ τον θέλω ρε πούστη μου, τον παπάρα, τον θέλω σαν τρελή, θα έκανα τα πάντα, ακόμα και να ξεφτιλιστώ όπως ξεφτιλίστικα, γιατί λοιπόν δεν μπορώ να τον έχω; Ε; Γιατί; Σε ρωτάω μαλακισμένο μου ημερολόγιο. Σε ρωτάω.

Τρίτη 22 Αυγούστου

Δεύτερο βράδυ που δεν κοιμήθηκα. Το μυαλό μου είναι σα σφιγκοφωλιά (αυτό το έγραψα και παραπάνω.) Περίοδος γιοκ.
Άκου και μια περίεργη κουβέντα που είχα. Με την αποκάτω του δεύτερου. Όχι την κάργια, την άλλη. Την κυρα-Πηνελόπη, μια δεν λέω γριά μια κάπως μεγάλη, κατάλαβες. Μπήκαμε μαζί στο ασανσέρ. "Είσαι καλά κοριτσάκι μου;" με ρωτάει. "Τι καλά να είμαι, δεν με βλέπετε;" Αφού έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαζα. Πήρα τα ψώνια της να τη βοηθήσω. "Άστα" μου λέει "κι έλα κάθισε. Να σου ψήσω έναν καφέ;" Μόνη της μένει η κακομοίρα κι ήθελε παρέα. Μου 'πιασε λοιπόν την κουβέντα. Ότι είμαι νέο κορίτσι και δεν αξίζει να βασανίζομαι κι ότι έτσι είναι οι άντρες, δε νιάζονται για τα αισθήματά μας μόνο τους νιάζει να κάνουνε "τη δουλειά τους" και να φύγουνε.
"Και ποια είναι η δουλειά τους κυρία Πηνελόπη;" ρωτάω εγώ που άρχισα να διασκεδάζω με τη γυναικούλα. Και τη γυρνά και μου λέει; "Να κάνουνε την ανάγκη τους. Όπως πάνε στην τουαλέτα. Να ξεκουμπώνοντε, να μας βρομίζουνε κι ύστερα πάλι να τα μαζέβουνε και να μας παρατάνε έτσι δα. Δεν είμαι εγώ κουτσομπόλα παιδί μου, αυτί δεν έστησα. Απ' το κρεβάτι μου πετάχτηκα, μία η ώρα τη νύχτα. Θέλοντας και μη τα άκουσα...όλοι τ' ακούσανε. Σε ξεφτίλισε και σε παράτησε. Η πρώτη είσαι για η τελευταία; Μπας ήσουνα και παρθένα;"
Θα 'βαζα τα γέλια, αλλά είχα κολήσει με το άλλο που είπε. "Κυρία Πηνελόπη" ρωτάω "τι ώρα είπατε πως ήτανε;" "Μία η ώρα κορίτσι μου, αφού κοιμόμανε." "Είστε σίγουρη πως ήτανε μία; Μήπως ήταν λίγο ποιο νωρίς;" "Ε δε νομίζω, πόσο ποιο νωρίς; Όχι, όχι, ήτανε μία περασμένες."
Εγώ καρφώθηκα. Δωδεκάμιση ώρα τον πήρα. Τι κάναμε μέχρι τη μία; Για σκέψου;

Τρίτη (αργά)

Πάλι δεν μου κολάει ύπνος. Κοιμήθηκα μια ώρα τ' απόγευμα ίσα να μην κλείνει τώρα το μάτι μου. Είδα κι ένα παράξενο όνειρο. Ήμουν λέει σ' ένα τηλεπαιχνίδι κι ο παρουσιαστής με ρωτάει πια είναι η ενδέκατη εντολή. Εγώ τα χάνω, πάω να πω "μα οι εντολές είναι δέκα", ύστερα θυμάμαι ένα αστείο που έχω ακούσει και λέω "το ου σηληφθείς" και τότε ακούγεται αυτή η σπαστικιά κόρνα κι όταν σηκώνω το κεφάλι μου στη θέση του παρουσιαστή είναι ο πατέρας μου φορώντας αυτά τα μαύρα που φοράνε οι δικαστές και μ' αγριοκοιτάζει. Το κοινό αρχίζει να φωνάζει, ε-νο-χη, ε-νο-χη κι αυτός τους κάνει να ησυχάσουν κι ύστερα λέει "Ένοχη! Δεκαενιά...ή μάλλον όχι, είκοσι..." "μέρες;" ρωτάω εγώ. "Χρόνια, ανόητο κορίτσι! Είκοσι χρόνια. Δεν ντρέπεσαι καθόλου;" "Ντρέπομαι" λέω εγώ και τότε όλοι αρχίζουν να φωνάζουν α-να-στο-λη, α-να-στο-λη κι εγώ τρέχω και σκαρφαλώνω στα πόδια του κι αυτός με τυλήγει με τα τεράστια χέρια του, χαμογελάει και λέει "άκου αναστολή! είσαι μια εσύ!"

Τα σαγόνια μου έχουν ξεβιδοθεί απ' το χασμουρητό. Κι η ζέστη-ζέστη. Αφύσικα πράματα, που λέει κι η μάνα μου. Μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο. Να κάνω υπομονή λέει ως το τέλος της βδομάδας που έρχεται ο πατέρας μου, εκείνη μπορεί να μείνει λίγο ακόμα μέχρι να τακτοποιηθεί "το παιδί". Ύστερα άρχισε να με ρωτάει τι έκανα για δουλειά και νευρίασα. Τέτοια να με ρωτάει στην κατάσταση που είμαι!

Έχω δέκα μέρες καθυστέρηση. Ακόμα και λάθος να 'χω κάνει, πάλι περισέβουν μέρες. Δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό πως κάτι έχει γίνει. Κι αυτά που λέει αυτός ειν' όλα ψέματα. Αφού καλά τι δεν είμαι ηλίθια. Με ήθελες κύριε, με ήθελες! Γιατί τα γυρίζεις τώρα;

Τετάρτη 23 Αυγούστου (ξημέρωμα)

Όλη νύχτα σκεφτόμουν. Απ' όπου και να το πιάσω, σ' ένα συμπέρασμα καταλήγω. Μάγια! Κάπως τον κρατάει η εκφιλόφατσα. Την έχεις δει; Δεν την έχεις δει, αλλιώς θα με καταλάβαινες. Έχει αυτό το μάτι το θαλασσί το ξεπλυμένο. Με μια πουτανιά μέσα, μια κακία. Κι οι έγκυες αν θες να ξέρεις δεν βάφουν τα μαλλιά τους. Όλοι το ξέρουν αυτό. Ενώ αυτή, το ξανθό-ξανθό! Ούτε ρίζες είδαμε ούτε τίποτα.
Του 'χει κάνει μάγια! Ή έχει λεφτά πολλά δεν ξέρω (αν και δεν της φαίνεται) Αυτός πάντως πρώτα ήθελε εμένα, σαν τρελός με ήθελε κι αν τώρα έπαψε να ζορίζεται και πάει με τα νερά της είναι φαίνεται γιατί έκανε "τη δουλειά του" που λέει κι η Πηνελόπη και ξεθήμανε. 100%! Κι ας λέει ότι θέλει. Τι κάναμε δηλαδή απ' τις δωδεκάμιση μέχρι τη μία; Τις κουμπάρες;
Και μέσα απ' όλες αυτές τις σκέψεις, το σατανικό μου μυαλό άρχισε να κατεβάζει ιδέες. Έχω ένα σχέδιο. Σήμερα κιόλας θα το βάλω σε εφαρμογή. Αν όλα πάνε καλά θα στα πω το βράδυ.

Τετάρτη βράδυ

Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή. Απ' την αγωνία κι απ' τη χαρά! Δεν έχω μυαλό να γράψω τώρα. Αύριο καλύτερα.

Πέμπτη 24 Αυγούστου

αναφορά ημέρας Τετάρτης 23 Αυγούστου:

ώρα 06:45... Περιμένω να φύγει εκείνος. Αμέσως καβαλάω το χώρισμα. Η άλλη ως συνήθως κοιμάται. Πηδώ στο μπαλκόνι τους και μπαίνω απ' την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Βρίσκω εύκολα το κινητό της, είναι στην πρίζα και φορτίζει. Ευτυχώς..ανοιχτό! Ψάχνω γρήγορα στο ευρετήριο και βρίσκω τον καλό της όμορφα-όμορφα καταχωρημένο στο Κ: Κυριάκος. Πάω επεξεργασία, σβήνω τον αριθμό του και στη θέση του καταχωρώ το δικό μου. Ύστερα καλώ. Αφήνω να χτυπήσει δυο φορές και μετά το κλίνω. Τώρα έχω τον αριθμό της. Αφήνω το τηλέφωνο στη θέση που το βρήκα και γυρνώ να φύγω. Μην κάνω θόρυβο-μην κάνω θόρυβο. Η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο.

ώρα 06:59... Είμαι ήδη πίσω. Βάζω εκτροπή απ' τον αριθμό μου προς τον δικό του. Μετά το πέμπτο χτύπημα. Καλού-κακού. Βάζω και τον ήχο ειδοποίησης στο μέγιστο. Περιμένω.

ώρα 11:50... Ανοίγω λεξικό και πληκτρολογώ το μύνημα: "Ματίνα συγχώρεσέ με. Περίμενέ με στη μία. Σε χρειάζομαι. Κ." Το στέλνω στη Ρίτα. Η παγίδα έχει στηθεί.

ώρα 12:50... Ανοίγω αθόρυβα. Βγαίνω και καλώ το ασανσέρ. Προσέχω την πόρτα της. Καμία κίνηση. Μόλις φτάνει το ασανσέρ, ανοιγοκλίνω την πόρτα του κι ύστερα μπαίνω και κλίνω τη δική μου. Σιγανά..αλλά όχι και τόσο. Βάζω το κινητό μου στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα ώστε αν χτυπήσει να ακουστεί καθαρά έξω. Περιμένω. Μία και πέντε. Μία και δέκα. Μία και τέταρτο. Μία και δεκαοχτώ. Το κινητό χτυπά. Είναι αυτή. Το αφήνω να χτυπήσει τέσσερις φορές και το κλίνω. Το απενεργοποιώ κινούμενη νευρικά στο χωλ και ψυθιρίζοντας μόνη μου. Ρίχνω ένα ποτήρι που γίνεται κομάτια. Έχουμε πολλά. Χτυπά το κουδούνι. Εννοείται πως δεν ανοίγω. Με τίποτα.



με τις δυνάμεις του σκότους και λίγο μπέρμπον


συνέχεια από τα δύο προηγούμενα (ο νέος γείτονας, ρόδα και συμπάθεια)


Κυριακή 13 Αυγούστου

Βαριέμαι του θανατά. Έπεσα να κοιμηθώ Παρασκευή και ξύπνησα σήμερα. Πρέπει να βρω καμιά δουλειά γιατί δεν την παλεύω. Περιμένω τον Κυριάκο αλλά δεν τον βλέπω να εμφανίζεται.

Πρώτη φορά φέτος δεν πήγα πουθενά. Να σου πω και το παράπονό μου, κανένας δεν μου πρότεινε τίποτα. Απ' όταν βριστήκαμε με τη Φώτη οι άλλοι με το ζόρι μου μιλάνε. Ότι θέλει τους κάνει το βρωμοθύληκο.

Τρίτη 15 Αυγούστου

Ο "προκομένος" δεν εμφανίστηκε. Ωραίο Δεκαπενταύγουστο!

Πέμπτη 17 Αυγούστου

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σήμερα είναι η μεγάλη μας μέρα ή μάλλον νύχτα. Ξέρω ότι την περιμένει κι εκείνος, το θέλει πολύ, το καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάζει (δήθεν χαλαρά!) το καταλαβαίνω ακόμα κι απ' τον τρόπο που λέει ψέματα.
Την περασμένη Πέμπτη το βράδυ είχε υπηρεσία και την Παρασκευή έφυγε, πήγε να βρει την άλλη. Σαββατοκύριακο βλέπεις, δεν μπορούσε να μην πάει, θα φαινότανε πολύ ύποπτο. Ήταν και το Δεκαπενταύγουστο...μπάφιασα η κακομοίρα να τον περιμένω. Άσχετο, αλλά τι σόι έκφραση είναι αυτή, "μπάφιασα"; (Μπάφους πάντως δεν έκανα, πού να τους βρω; Όλος ο κόσμος λείπει, αυγουστιάτικα)
Σου έλεγα λοιπόν ότι τον περίμενα πώς και πώς. Όταν τον άκουσα πήρα όλα μου τα σύνεργα παραμάσχαλα και βγήκα να φτιάξω τα νύχια μου. Πού θα πάει λέω, θα βγει για τσιγάρο.
Πράγματι, μετά από λίγο να 'σου τον. "Πολύ τσιγάρο τελευταία" του λέω. "Στεναχώριες;" Και τι μου λέει; "Μπα, πάντα έτσι έκανα". Ο ψεύτης!
"Μα αφού όταν πρωτοήρθες δεν κάπνιζες" του λέω εγώ. "Κι εσύ" μου λέει "πού το ξέρεις;"
Πολύ με πλήγωσε ο τρόπος του αλλά το παράβλεψα. Θα 'ναι ζορισμένος σκέφτηκα. Με την άλλη.
"Αφού σε έβλεπα" λέω. "Εννοώ δηλαδή ότι ΔΕΝ σε έβλεπα, δεν σε είχα δει να καπνίζεις"
"Δεν με είχες δει γιατί απέφευγα να κάνω στο σπίτι για να μην παρασυρθεί η Ρίτα. Τόχε κόψει λόγω εγκυμοσύνης. Κάπνιζα όμως έξω."
"Για χάρη της, ε;" Πήγα να τον ψαρέψω. "Θα την αγαπάς πολύ." Λοιπόν δεν θα το πιστέψεις τι μου απάντησε. Ότι δεν μπορεί να ζήσει μακριά της. Μάλιστα. Τα ψέματα που σου 'λεγα. Πού τα πουλάς αυτά αγόρι μου; Δεν βλέπω εγώ πώς παίζει το μάτι σου; Την περασμένη βδομάδα μου χάριζες τριαντάφυλλα, τι προσπαθείς τώρα; Να με κάνεις να ζηλέψω; Λοιπόν το πέτυχες. Ή να μετρήσεις τις αντιδράσεις μου;
Η αλήθεια είναι πως μου κόπηκαν τα πόδια. Ούτε ξέρω πού βρήκα το κουράγιο να αστειευτώ. "Ε, αφού δεν μπορείς μακριά της, τι την ξαπόστειλες την κακομοίρα;" "Πού την ξαπόστειλα;" μου λέει. "Εκεί, πώς το λένε, στο Μάτι, στο Φρύδι..." Χαλαρή, κατάλαβες;
"Είναι με τους γονείς της" λέει. "Πώς να κρατήσω τα μωρά μες στη ζέστη; Κι εκείνη κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς βοήθεια, θα σπάσουν τα νεύρα της."
Ακούς ημερολογιάκι μου; Θα σπάσουν τα νεύρα της! Τα δικά μου που γίνανε ζαρτιέρες τι να τον νιάζουνε; Ήθελα να 'ξερα πώς μπορούν οι άντρες να λένε τόσο χοντρά ψέματα. Ύστερα λένε για μας! Μωρέ άμα είναι για να πηδήξουνε γίνονται αυτοί... Σου λέει, μη με περάσει για κανένα λιγούρη στερημένο που κυνηγάει τις μικρούλες. Έτσι θα νιώσει κιόλας κολακεβμένη (κάπως αλλιώς πρέπει να γράφεται αυτό) όταν θα της τα ρίξω.
Κατάλαβες το σατανικό μυαλό του; Έτσι μου 'ρθε να του λούσω κανα βρισίδι και να μην του ξαναμιλήσω ποτέ. Έλα όμως που ήτανε τόσο γλυκός! Έσβησε το τσιγάρο του και με κοίταξε τρυφερά, ναι, όπως σου το λέω. Τρυφερά! Και μου 'πε την πιο γλυκιά καληνύχτα που μου 'χουνε πει ποτέ.

Οπότε...το πήρα απόφαση! Χρόνος δεν υπάρχει. Ότι είναι να γίνει θα γίνει απόψε. Ευτυχώς που δεν μου 'ρθε περίοδος. Φαντάζεσαι; Νόμιζα πως ήταν να μου 'ρθει το περασμένο Σάββατο αλλά θα 'χω μπερδέψει πάλι τις μέρες. Τι να λέμε τώρα; Είναι μοιραίο. Οι δυνάμεις του σκότους είναι μαζί μας! (πω πω, πρέπει να κόψω τα θρίλερ μου φαίνεται...)

Πέμπτη βράδυ

Αδειάζω στο ποτήρι τις τελευταίες γουλιές απ' το μπουκάλι με το Τζακ Ντάνιελς και τις πίνω μονορούφι (μπλιαχ! χάθηκε ο κόσμος να 'χουμε λίγη βότκα μες στο σπίτι;) Νιώθω μια ωραία ζαλάδα. Άραγε πίνει κι εκείνος για να πάρει θάρρος; Σηκώνω το τηλέφωνο. Χτυπάει τρεις φορές. Κοιτάζω το ρολόι στο γραφείο. 00:23, έχει πλάκα να κοιμήθηκε. Χτυπάει άλλες τρεις. Το σηκώνει. Λαχανιασμένος. "Ματίνα..." "Κυριάκο!" Φωνάζω σχεδόν. "Κάποιος είναι...κάτι χτυπάει...το παράθυρο είναι ανοιχτό, είμαι σίγουρη πως το είχα κλείσει." "Μη φοβάσαι" μου λέει "έρχομαι αμέσως"
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Φοράω ένα διαφανές νυχτικό (φαίνονται καλά οι ρώγες μου;) κι από κάτω ένα μικροσκοπικό εσώρουχο. Φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου. Ήδη χτυπά την πόρτα.
Ανοίγω προσπαθώντας να μη δείχνω ζαλισμένη αλλά ταραγμένη. Ύστερα βλέπω τη γυμνή επίπεδη κοιλιά του (φορά μόνο ένα στενό σορτσάκι) και δεν χρειάζετε πλέον να προσπιούμαι. Νομίζω ότι θα σωριαστώ κάτω.
"Ματίνα, είσαι καλά κορίτσι μου;" Πέφτω στην αγκαλιά του. "Κυριάκο, Κυριάκο μου!" Τον νιώθω να τρέμει κι εκείνος: "Ματίνα, δεν πρέπει!"
Αυτό είναι το σύνθημα. Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο κι αρχίζουμε να φιλιόμαστε και να γδηνόμαστε σαν τρελοί. "Δεν πρέπει" του λέω κι εγώ για να τον ανάψω. Έχει πέσει στα πόδια μου μαζί με το νυχτικό μου. Ξαφνικά σταματάει. "Θεέ μου!" φωνάζει σφίγκωντας τρυφερά τους γυμνούς γλουτούς μου. "Διψάω!" Κι αρχίζει να με γλύφει. Τελειώνω επιτόπου.

Αυτό το τελευταίο ίσως είναι λιγάκι υπερβολικό. Άκου "διψάω!" Θυμήθηκα εκείνο με τους βρυκόλακες και ξενέρωσα. Αποκλείετε να έλεγε τέτοιες μαλακίες ο Κυριάκος μου. Αλλά τι να κάνω η γυναίκα; Τις γράφω για να περάσει η ώρα. Που δεν περνά με τίποτα. Και τέλειωσε και το ουίσκι μου γαμώτη!

Παρασκευή 18 Αυγούστου

Κάτι παράξενο έχει συμβεί. Ξύπνησα μ' έναν τρομερό πονοκέφαλο, γυμνή, σε μια στάση παράξενη. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα. Όλο το μπάνιο λερωμένο με εμετούς, μέχρι τώρα καθάριζα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Σάββατο 19 Αυγούστου

Κανένα σημάδι απ' τον Κυριάκο. Φαίνεται θα πήγε πάλι στη Ρίτα του. Κι εγώ που έλπιζα...

Συνάντησα στην είσοδο τη γειτόνισσα του τρίτου. Με κοίταζε πολύ περίεργα. Πήγα να της πω καλημέρα αλλά είχε ένα βλέμα σα να 'λεγε "κακή, ψυχρή" και το 'κοψα. Το ξαναλέω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Κυριακή 20 Αυγούστου

Βαριέμαι αφόρητα. Τέτοιο καλοκαίρι ούτε στα χειρότερά μου όνειρα. Άλλη μια μοναχική βδομάδα (η τελευταία ελπίζω) με περιμένει.
Περίοδος ακόμα να μου έρθει. Η κοιλιά μου πονάει μάλλον απ' την αφαγία. Έχουν τελειώσει τα πάντα αλλά δεν βγαίνω έξω με τίποτα. Κάνει τρομερή ζέστη κι έχω μια νύστα απίστευτη. Ως τα χαράματα έβλεπα τηλεόραση και το πρωί με ξυπνήσανε οι κάργιες οι από κάτω με το κουτσομπολιό τους. Κάτι για κάποια ξεδιάντροπη, ούτε που κατάλαβα. Έχω τραβήξει την ξαπλώστρα στη σκιά του φίκου καικαι

σκατά (συμπληρώνω) κι είναι τώρα πια αργά (από κάθε άποψη)

Λύθηκε το μυστήριο. Η ντροπή της πολυκατοικίας είμαι εγώ. Μάλιστα. Ρωτάς πώς το έμαθα; Θα σου πω αμέσως. Όπως θυμάσαι ήμουνα ξαπλωμένη πίσω απ' το φίκο που 'ναι στην άκρη της βεράντας δίπλα στο χώρισμα και φυσικά με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα κάποια στιγμή νομίζοντας ότι ακούω τον Κυριάκο. Σκοτάδι πίσσα. Και άκουγα πράγματι τον Κυριάκο, μόνο που δεν μιλούσε σε μένα αλλά στην άλλη. Τη Ρίτα. Καθόντουσαν στη βεράντα τους δυο βήματα μακριά μου και μουρμουρίζανε. Οι δυο τους, χωρίς τα μωρά. Αυτά απ' ότι κατάλαβα απ' τα λόγια τους τα 'χουν αφήσει στη γιαγιά τους. Από τα λόγια τους συμπέρανα κι όλα τα υπόλοιπα.
Φαίνεται ότι το σχέδιο της Πέμπτης μπήκε κανονικά σε εφαρμογή μέχρι το σημείο που εκείνος χτυπά την πόρτα μου κι εγώ του ανοίγω. Μόνο που μετά γαμώ το μετά μου γαμώ εκείνος ήθελε να φύγει. Με είδε μισόγυμνη και πιωμένη και τρόμαξε. Κρεμάστηκα λέει στο λαιμό του κι ήθελα να τον φιλήσω κι η ανάσα μου βρωμούσε τρομερά που του 'φερνε αναγούλα (αυτά ήταν τα λόγια του, μάλιστα) Και φαίνεται ότι εγώ δεν καταλάβαινα τι έκανα και φώναζα δυνατά ζητώντας του να μη φύγει και βγήκαν από κάτω και φωνάζανε, οι κάργιες μάλιστα ανεβήκαν ως τη στροφή της σκάλας κι αυτός τους είπε (τι να τους πει; έφτιαξε κάτι ιστορίες) ότι τα 'χα χαλάσει με το φίλο μου κι ότι ήμουν μεθυσμένη και τότε εγώ άρχισα να τους βρίζω όλους και μπήκα μέσα κλαίγοντας. Ήθελε να πάρει τους γονείς μου αλλά κανείς δεν είχε το τηλέφωνό τους (ευτυχώς) κι έτσι αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια.

Μιλούσε κι εκείνη, ακουγότανε κάπως ψυχρή κι όλο τον ρωτούσε αν είναι σίγουρος πως η σκηνή έγινε λόγω του μεθυσιού μου και πώς βρέθηκε εκείνος στην πόρτα μου κι εκείνος τη βεβαίωνε ότι βρέθηκε τυχαία και τότε εκείνη του το ξεφούρνισε. Ότι είχε κοιτάξει το τηλέφωνό του κι ότι υπήρχε περασμένη κάποια Ματίνα (Ματίνα δεν τη λένε την ...κοπελίτσα;) που τον είχε πάρει Παρασκευή, δωδεκάμιση ώρα το πρωί. Δεν είναι απίστευτοι αγαθιάρηδες οι άντρες;




8 Ιουλ 2010

ρόδα και συμπάθεια


συνέχεια από το προηγούμενο (ο νέος γείτονας)


Τρίτη 4 Οκτωμβρίου

Καιρό έχω να γράψω, το ξέρω. Τι να γράψω, δηλαδή; Τα τρεξίματα στον ΟΑΕΔ ή που το πράμα μου κοντέβει να πιάσει αράχνες; Η μαλάκω η Φώτη (πρώην κολητή μου) τα 'φτιαξε με το Σταύρο. Να τον χαίρεται! Εγώ; Σιγά μην κλάψω! Α ναι. Η γκόμενα δίπλα γέννησε. Χτες την έφερε ο Κυριάκος απ' το μαιευτήριο. Όχι με ένα, με δύο μούλικα. Μάτι δεν έκλεισα απ' τις τσιρίδες τους όλη νύχτα.

Παρασκευή 7 Οκτωμβρίου

Άκου κι αυτό! Τον θυμάσαι το Σταύρο; Το μαλάκα που τα είχα το καλοκαίρι; Που τα 'φτιαξε με την κολητή μου (μη χέσω!) Φαίνεται πως διαδίδει ότι με σχόλασε γιατί δεν του 'κανα πίπες. Απίστευτο; Ενώ η άλλη (η...Φώτη ντε!) τον έχει (λέει) όλη μέρα στο στόμα. Όχι πες μου, δεν είναι μαλάκας; Μα πολύ μαλάκας! Μα ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ μαλάκας! Άντρα που βρήκε το σούργελο! Θα μου πεις, αυτή δεν τον πήρε για άντρα, τον πήρε για σουβλάκι. (Που στο λαιμό να της κάτσει!)

Κυριακή 16 Ιουλίου

Καημένο μου ημερολόγιο, σε βρήκα ξεχασμένο στο ράφι μέσα στη σκόνη. Πόσο καιρό έχω να σε πιάσω στα χέρια μου, κοντεύει χρόνος! Πόσα δεν έγιναν, τι να πρωτογράψω; Έπιασα δουλειά σ' ένα μπαρ. Μαλακία. Το 'κανα και με το αφεντικό. Ακόμα μεγαλύτερη μαλακία. Αλλά ήμουνα περίεργη. Και αγάμητη επίσης. Τρεις μήνες κάθισα (και πολύ ήταν)
Μια μέρα (μια νύχτα) ήρθαν στο μαγαζί αυτοί, κατάλαβες ποιοι. Η εξοχότητά της με το μαλάκα. Μιλάμε για έρωτα, απ' αυτούς που δεν κρύβονται με τίποτα. Τα πήρα άσχημα (δεν τους ενοχλούσα, τους ενοχλούσα;) Στο τέλος μου θέλανε και προπόσεις. Έκανα κι εγώ μία. Στη βασίλισσα της Πίπας. Έγινε χαμός. Ήταν η τελευταία βραδιά μου.

Το αδερφάκι μου έδωσε εξετάσεις. Πανελλαδικές. Πήγε πολύ καλά, μακάρι να περάσει κάπου. Να δούμε και λίγη προκοπή στην οικογένεια.

Τα δίδυμα μεγάλωσαν ένα χρόνο. Είναι γλυκούλικα αλλά δεν μπορώ να τα συμπαθήσω. Τον περασμένο μήνα που ήμουνα φρικαρισμένη με τη δουλειά έκανα κάτι πολύ άκυρο. Ένα απόγευμα που εκείνη είχε βγάλει βόλτα τα πιτσιρίκια κι εκείνος κάπνιζε στη βεράντα (ναι, τελευταία έχει αρχίσει το κάπνισμα) εκμεταλλεύτηκα μια στιγμή που πήγε μέσα στο σπίτι και του 'ριξα στο τραπέζι του ένα τριαντάφυλλο. Το 'χα κόψει απ' τη γειτονιά. Μετά μπήκα και παρακολουθούσα πίσω απ' την κουρτίνα. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Εκείνος βγήκε, το μάτι του έπεσε αμέσως, το πήρε το μύρισε, έριξε μια ματιά προς τα δω και...χαμογέλασε!

Κυριακή 23 Ιουλίου

Του 'ριξα κι άλλο τριαντάφυλλο! Εκείνος κάθισε σαν να μην το είδε, κρατούσε το τηλέφωνο και κάπου έπαιρνε. Έχει πλάκα σκέφτηκα να 'χει τον αριθμό μου! Όμως όχι (από πού κι ως που;) Μίλησε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή έτσι σαν αφηρημένος (και καλά!) το χάιδεψε. Λοιπόν (είπα) αυτός είναι μεγαλύτερη πουτάνα από μένα. Είμαι σίγουρη πως ήξερε ότι τον βλέπω.

Δευτέρα 24 Ιουλίου

Τον θέλω-Τον θέλω-Τον θέλω!

Τρίτη 25 Ιουλίου

Θέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλω

Κυριακή 30 Ιουλίου

Λείπει. Όλοι λείπουν. Κι οι δικοί μου λείπουν. Κι εγώ η μαλάκω έμεινα για να 'μαι κοντά του. Αυτοί κάνουν τις διακοπές τους κι εγώ.. (δεθακλάψωδεθακλάψωδεθακλάψω!) Θα κόψω τις φλέβες μου και θα γράψω τ' όνομά του στον τοίχο με το αίμα μου. (Μπρρ, τι ηλίθια ιδέα!) Θα πάρω χάπια, πολλά χάπια (όχι όμως και τόοοσα πολλά χάπια! Όπως στις ταινίες) και θα ξαπλώσω στην πόρτα του μ' ένα τριαντάφυλλο στο στήθος.
Μαλακία. Σαν ψόφιο σκυλί θα φαίνομαι.

Κυριακή 6 Αυγούστου

Γύρισε το πουλί μου. Ήτανε διακοπές! Έχουνε λέει ένα σπίτι στο Μάτι. Στην αρχή δεν κατάλαβα, νόμιζα (λολ) ότι το παζαρεύουνε, φαίνεται όμως πως είναι κάποιο μέρος παραθαλάσσιο. Το καλύτερο; Γύρισε ΜΟ-ΝΟΣ-ΤΟΥ! Και μόνο γι' αυτό του τα συνχώρεσα όλα (που θα του τα συνχωρούσα ενοείται έτσι κι αλλιώς!)

Τρίτη 8 Αυγούστου

Ημερολογιάκι μου, ημερολογιάκι μου, άκου τι έγινε! Καθόμουνα όπως όλα τ' απογεύματα και τον περίμενα, καθαρή-καθαρή με το αεράτο το κοντό μου το φορεματάκι χωρίς (μην κοκκινίσεις!) τίποτα από κάτω (όρε ένας πειρασμός που με πιάνει να κάνω μπροστά του ότι σκύβω να πιάσω κάτι και...καλά-καλά, μη φωνάζεις, δεν είμαι ηλίθια! Προτιμώ να τον αφήνω να το φαντάζεται!) καθόμουνα λοιπόν που λες και να 'σου τον μ' ένα τριαντάφυλλο στα χέρια! Εγώ δεν έχασα ευκαιρία. "Τι ωραίο τριαντάφυλλο", του λέω, "πού το βρήκατε;" "Κρατάς μυστικό;" μου λέει κάπως συνομωτικά. "Μου τα χαρίζει ένας άγγελος. Τι, γελάς; Δεν με πιστεύεις;""Μεγάλος άντρας, κύριε Κυριάκο", του λέω, "πιστεύετε στους αγγέλους;""Τι σχέση έχει η ηλικία;" μου λέει. "Και δεν είμαι και τόοοσο μεγάλος. Πάψε σε παρακαλώ να μου μιλάς στον πληθυντικό." Και κάνει μια έτσι δήθεν στο χαλαρό και μου το προσφέρει! "Καλά", του λέω. "Δεν είστε..είσαι τόσο μεγάλος, αλλά έχεις γυναίκα και παιδιά...""Η Ρίτα", μου λέει (προσέχεις;) "είναι κι αυτή άγγελος, αλλά απ' τους άσπρους. Τα τριαντάφυλλα τα χαρίζουν οι άλλοι άγγελοι, οι ροζ, γι αυτό τα λένε και ρόδα, κι ας είναι κόκκινα σαν και τούτο".
Καλά, τρελάθηκα! Έχει πλάκα λέω να τα πιστεύει όλα τούτα που μου αραδιάζει. Μη στα πολυλλογώ μας πήρε η νύχτα, όλο τ' απόγευμα κουβεντιάζαμε, το ωραιότερο απόγευμα της ζωής μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός μου και μαζεύτηκα. Ξέχασα να γράψω ότι γύρισε γιατί βγήκαν τ' αποτελέσματα και πέρασε στην Ξάνθη. Φεύγουνε όλοι αύριο να πάνε να ψάξουν για σπίτι. Ευκαιρία, λέει, να πάνε λιγάκι και στη Χαλκιδική. Ευκαιρία, βέβαια, αλλά για ποιον; Δεν ξέρω αν με πιάνεις;

Τετάρτη 9 Αυγούστου

Του το 'ριξα! Όλη μέρα το ετοίμαζα και τελικά ήταν πιο εύκολο απ' ότι νόμιζα. Πως είμαι μόνη μου κι ότι φοβάμαι που λείπουν όλοι και τέτοια. Κι αν συμβεί κάτι.."Βάλε μια φωνή" μου λέει, "μια πόρτα είμαστε". "Ναι αλλά εσύ πολλά βράδια λείπεις", του λέω, "αν συμβεί κάτι, αν πάει να μπει κανείς.." και πάνω εκεί..
..μου δίνει το τηλέφωνό του! Χα!

Πέμπτη ξημερώματα

Πού να κλείσω μάτι, μπορώ; Βλέπω μια μαλακία με βρυκόλακες στην τηλεόραση. Τους βλέπω να δαγκώνονται και φαντάζομαι τον Κυριάκο. Θα γίνει δικός μου. Πριν έρθει η Ρίτα.



ο νέος γείτονας




Κυριακή 12 Ιουνίου

Ξύπνησα μ' ένα τρομερό πονοκέφαλο. Το πάρτυ της Έλενας γαμάτο αλλά το παράκανα με τη βότκα και τους μπάφους. Η Μίλυ είχε φέρει και χάπια που εγώ βέβαια δεν τα βάζω στο στόμα μου. Κάθομαι τώρα νεκρή στη βεράντα, πρώτη φορά που δεν μπορώ τον ήλιο. Έχω τραβήξει την ξαπλώστρα στη σκιά κι έχω αδειάσει ήδη μια κανάτα νερό (και ποιος σηκώνεται να τη γεμίσει;)
Ο Σταύρος πολύ μαλάκας। Μ' έχει ταράξει στα μηνύματα. Δεν γουστάρω πια αγοράκι μου...ΔΕΝΝΝ-ΓΟΥΣΤΑΡΩ! Ε μα!

Πεινάω!!! Τι καλά να 'ρχότανε τώρα η μάνα μου μ' αυτές τις μαλακίες που της αρέσει ν' αλίβει (πώς σκατά γράφεται αυτό;) ή μ' ένα μεγάλο μπολ κορνφλέικς. Αλλά λείπει βλέπεις η μαλάκω. Τέσπα.
Άσχετο. Μας ήρθε καινούργιος γείτονας;

Δευτέρα 13 Ιουνίου

Ο Σταύρος μου τα 'κανε πάλι νταούλια. ΔΕΝ-ΠΑΕΙ-ΑΛΛΟ!!!

Δευτέρα 20 Ιουνίου

Πολύ παιδί ο γείτονας. Χτες πιάσαμε την κουβέντα. Δουλεύει στο νοσοκομείο (γαμάτο;) κάτι σα γιατρός αλλά δεν κατάλαβα. Πάντως φοράει άσπρη μπλούζα την είδα στη μπουγάδα τους. Α ναι, είναι παντρεμένος το μανάρι μου, κρίμα! Είμαι σίγουρη πως όποτε γυρνούσα πλάτη κοίταζε τον κώλο μου. (Δεν τον αδικώ, έχω και γαμώ τους κώλους!)

Δευτέρα απόγευμα

Είδα τη γυναίκα του και OMG είναι έγκυος! Καλέ τι έγκυος, αυτή έχει μια κοιλιά μέχρι το στόμα!

Πέμπτη 23 Ιουνίου

Σήμερα πέτυχα το γείτονα στο πάρκιν. Όταν με είδε πίσω απ' το τιμόνι γούρλωσε τις ματάρες του. Του εξήγησα γλυκά-γλυκά ότι τον Οχτώμβριο κλίνω τα δεκαενιά (μάλλον 2 νι θέλει αυτό αλλά δεν παίρνω και όρκο.) Δεν ξέρω αν το πίστεψε. Κι όμως είναι αλήθεια! Τι φταίω γω αν μικροδείχνω;
Α ναι! Τον λένε Κυριάκο!

Κυριακή 26 Ιουνίου

Τα κοιτάζει! Τα πόδια μου, το τσεκάρισα. Σίγουρα ζουμάρει και στον κώλο μου. Φοράει κάτι περίεργα φαρδιά και δεν καταλαβαίνω αλλά είμαι σι-γου-ρη ότι του γίνεται τούμπανο. Κι είναι πολύ γλυκός. Τον βλέπω έτσι φουντωμένο και τον λυπάμαι αλλά...Τι να σου κάνω; Παντρειά δεν ήθελες; Τι ξενοκοιτάζεις τώρα; Με γκαστρωμένη γυναίκα. Ντροπή!

Σάββατο 2 Ιουλίου

Θα βγει. Δεν θα βγει. Θα βγει. Δεν θα βγει. Βαριέμαι αφόρητα. Πόσες ώρες κοιμάται ο άνθρωπος; Εντάξει, είχε υπηρεσία το βράδυ αλλά κοντέβει πέντε. Έλεος!

Κυριακή 3 Ιουλίου

Τελικά χτες δεν τον είδα καθόλου. Είχα κάτι νεύρα! Νεύρα και κάβλες. Ήτανε κι η ζέστη...μάτι δεν έκλεισα όλη νύχτα. Σε μια στιγμή μου φάνηκε ότι τον άκουσα και πετάχτηκα απ' το κρεβάτι μες στ' άγρια μεσάνυχτα αλλά οι φωνές ήταν από μέσα...διασκεδάζανε τα πουλάκια μου. Η κοιλιά κοιλιά και ο πούτσος πούτσος! Ωχ, νάτο πάλι που τα θυμήθηκα. Και δεν μπορώ και να χαϊδευτώ η γυναίκα! Κάτι η ζέστη, κάτι το τρίψε-τρίψε έχω κάνει έγκαυμα. Όχι να μαλακιστώ, ούτε να κλείσω τα πόδια μου δεν μπορώ η ρουφιάνα!

Δευτέρα ξημερώματα

Τέτοια ώρα το ξέρω δεν είναι για γράψιμο αλλά πρέπει να στα πω! Ήμουνα τόσο κουρασμένη το μεσημέρι που έτσι δα πήγα να κάτσω λίγο στο κρεβάτι και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο που τον έβλεπα στον ύπνο μου. Τον Κυριάκο ντε! Κι άκουγα και τη φωνή του, πεντακάθαρα. Όταν ξύπνησα και κατάλαβα πως είναι στη βεράντα πετάχτηκα έξω όπως ήμουνα. Τον είδα που με κοίταζε και μ' έκοψε κρύος ιδρώτας, έχει γούστο λέω...όχι, εντάξει, ευτυχώς δεν είχα γδυθεί. Μονάχα το σουτιέν είχα βγάλει και η μπλούζα μου (ξέρεις μια ριγέ, θαλασσί με γκρι και άσπρο κι ένα κουμπάκι μπροστά) είναι κάπως ανοιχτή. Ήτανε και το κουμπί ξεκούμπωτο...κοντέψανε να του πεταχτούνε τα μάτια του κακομοίρη. Σηκώθηκε να πάει μέσα αλλά του πιασα κουβέντα και δεν τον άφηνα. Είχα γίνει μούσκεμα. Έλεγα θα τρέξουν τα ζουμιά στα μπούτια μου και θα τα δει. Κι αν τα 'βλεπε; Το πολύ-πολύ να του 'δινα να γλίψει λίγο (Πλάκα κάνω βέβαια!) Αυτός λες κι είχε καταπιεί τη γλώσσα του! Στο τέλος χώθηκε μέσα οπότε έφυγα κι εγώ σφαίρα για δάχτυλο αλλά πού! Λυσάξανε όλοι! Πρώτα η μάνα μου, μετά τα τηλέφωνα. Ύστερα ήρθαν κι οι φίλοι του πατέρα μου να δούνε ποδόσφαιρο. Και πόσο μεγάλωσες και τι κούκλα που έγινες...Άσχετο! Οι άντρες όταν αρχίζουν να γερνάνε πρέπει να τα ψιλοπαίζουνε, έτσι; Βλέπουν γυναίκα και τους γυρνά το μάτι ανάποδα. Εντάξει, φορούσα κι εγώ εκείνο το φρου-φρου που ίσα-ίσα καλύπτει τα κωλομέρια αλλά από κάτω φορούσα σορτς! Σε παρακαλώ! (Ο μπαμπάς φαινόταν να 'χει φάει χοντρή φρίκη κι έκανε κάτι νοήματα στη μάνα μου) Πήρα κι εγώ το Λούκο (το σκυλί) κι εξαφανίστικα. Γύρισα κι έκανα βουτιά στο κρεβάτι και μέχρι τώρα τριβόμουνα. Δεκαεφτά φορές τελείωσα. Τις μετρούσα!



5 Ιουν 2010

summertime jean blues



Γιορτή του θέρους στον παράδεισον εκείνο
Πού πας κυρά με το μακό και το μπλου-τζιν σου
Φωτιά που καίει ο πυρετός μου -απομακρύνσου
Μα εγώ ζητούσα να καώ, στάχτη να γίνω

Ίχνη στην άμμο και κιθάρες πλάι στο κύμα
Πέφτει ο ήλιος και βαθαίνουνε οι ίσκιοι
Δεν είμαι γόης, ούτε θα τον παραστήσω

Κάποιοι ζητούν φλαμένκο κι άλλοι ροκ μπαλλάντες
Μα εγώ που πάντοτε αγαπούσα τον Θερβάντες
Σκύβω στ’ αυτί σου και ρωτώ σαν λόγου σχήμα

Αν το μπλουζάκι σου μπορώ να τραγουδήσω
Κι αν με κερνάς κάτι να πιω, δεν θέλω ουίσκυ
Γιατί με τζιν γουστάρω απόψε να μεθύσω

Πυρά της νιότης, σε ποιο στίχο να χωρέσεις;
Ρούχα δεν έχεις πια, τα σκόρπισε η ορμή σου
Κι όπως δεν βρίσκω να σκεπάσω το κορμί σου
Τούτο το μπλουζ θα σου χαρίσω να φορέσεις



πρωτοδημοσιευμένο στη σκακιέρα, αφιερωμένο τότε και τώρα στο θαλασσάκι
στα ηχεία ο αγαπημένος της/μας rory
η εικόνα -πειραγμένη- απ' το flickr