13 Ιουλ 2010

ένα σφηνάκι για το δρόμο












Καλύτερα διάβασε πρώτα τα πέντε προηγούμενα ποστ. Διαβάζονται από κάτω προς τα πάνω. Ασ' το αυτό για το τέλος. Αν βαριέσαι, αν τα παιδιά γκρινιάζουν ή αν η τηλεόραση παίζει κάτι καλό, τότε μη διαβάσεις τίποτα. Δεν είσαι υποχρεωμένος. Αν πάλι επιμένεις να συνεχίσεις, συνέχισε. Εγώ απλά είπα μια γνώμη.








Ολοκαίνουργιό μου ημερολόγιο,

σ' έχω εδώ μπροστά μου φρέσκο-φρέσκο και δεν ξέρω πώς ν' αρχίσω. Βέβαια, δεν είμαι πια πρωτάρα. Τώρα όμως βλέπεις πρόκειται για την πραγματικότητα (αν και τι είναι πραγματικό και τι δημιούργημα της φαντασίας, δεν είμαι η καταλληλότερη να το καθορίσει.)

Το προηγούμενο το 'στειλα ήδη (πάει μια βδομάδα) και δεν περιμένω να το πάρω πίσω. Αν ήξερες για τι άνθρωπο μιλάμε, θα καταλάβαινες. Τη φαντάζομαι την κυρα-Ευριδίκη να τρέχει φουντωμένη στο αστυνομικό τμήμα με το ημερολογιάκι μου στα χέρια να βοηθήσει στην "διαλεύκανση της υποθέσεως". Ποιος ταλαίπωρος μπατσάκος θα προσπαθεί να την πείσει να γυρίσει σπίτι της, που θα στρογγυλοκάθεται στο τμήμα περιμένοντας τις κάμερες!
Πραγματικά το αγάπησα το ημερολογιάκι. Αυτό με βοήθησε να περάσω το ατέλειωτο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου μες στη ζέστη της Αθήνας, με τον Κυριάκο να δουλεύει και χωρίς λεφτά να πάω πουθενά. Χάρη σ' αυτό αποφάσισα, στα ...γεράματα, ν' αρχίσω να γράφω, χάρη σ' αυτό σ' έχω και σένα τώρα εδώ μπροστά μου.

Και το Ματινάκι το αγάπησα κι ας ήταν πλάσμα της φαντασίας μου. Θα μου πεις, τι αγάπησες από δαύτο; Μα, την αγνότητά του φυσικά. Τη δίψα του και το φόβο του μπροστά σ' αυτό το τεράστιο πράγμα που λέγεται ζωή. Παιδιά δεν έχουμε με τον Κυριάκο (το καλοκαίρι κλείσαμε ένα χρόνο μαζί) αλλά, αν καταφέρω στα τριανταπέντε μου να κάνω, θα 'θελα ένα κοριτσάκι σαν τη Ματίνα. Να τη βοηθήσω να μάθει πράγματα, να μάθει να βάζει όρια, τα δικά της όρια, αυτά που θα την κάνουν να αισθάνεται δυνατή με την ύπαρξη και όχι με την καταπάτησή τους. Και, πάνω απ' όλα, να ξέρει πως έχει μια φίλη -μια μεγάλη, έστω, φίλη- στην οποία νπορεί να στραφεί αν κάποτε νιώσει προδομένη ή εγκλωβισμένη.

Ας ξεκινήσω λοιπόν. Ας ξεκινήσω απ' την

Πέμπτη 17 Αυγούστου

που πήγαμε σινεμά στο κέντρο με τον Κυριάκο να δούμε τη "Στρέλλα" κι έπεσα πάνω στην παλιά μου γειτόνισσα και δασκάλα στο δημοτικό. Ίδια κι απαράλλαχτη αν και θα πρέπει να κοντεύει πια τα εβδομήντα.
"Καλησπέρα σας κυρία Ευριδίκη" λέω. "Η Μαυρομμάτη είμαι, με θυμάστε;"
"Χμμμ..." με κοίταξε μέσα απ' τα μικροσκοπικά γυαλάκια της. "Εσύ δεν έμενες..."
"Ευαγγελιστρίας, σχεδόν απέναντι ήταν τα σπίτια μας. Μένετε ακόμα εκεί;"
"Υπήρχε κανένας λόγος να μετακομίσω;" μου λέει ξινά. Κι ύστερα: "Σε θυμάμαι...ήσουνα άτακτη και ανορθόγραφη. Έκανες τίποτα στη ζωή σου;"
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω ότι έγινα δασκάλα, όπως εκείνη. Η ερώτησή της ήταν μάλλον ρητορική, διότι ευθύς στράφηκε στον Κυριάκο.
"Άντρας της είσαι; Τι δουλειά κάνεις;"
"Ε...Μηχανικός είμαι...Υπάλληλος δηλαδή."
"Α...κοίτα να την προσέχεις γιατί είναι σουρλουλού." Και ξανά σε μένα: "Τι κάνει η μαμά σου; Καλή γυναικούλα...αλλά άβουλη. Μεγάλωσες πια και θα τα ξέρεις για τον πατέρα σου. Εσύ ήσουνα τότε μικρή βέβαια. Κι η μεγάλη σου αδελφή; Όταν χώρισαν οι γονείς σου την είχε πάρει ο κατήφορος. Πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Ποιος ξέρει πού θα κατέληξε..."
"Εδώ που με βλέπετε", απάντησα ψυχρά. "Εγώ είμαι η μεγάλη αδελφή."

Απ' τη μύτη να μ' έπιανες, θα 'σκαγα. Ευτυχώς που χαλάρωσα λίγο με την ταινία. Στο στριμωξίδι της εξόδου βρεθήκαμε πίσω της. "Αίσχος!" την άκουσα καθαρά να λέει και δεν ξέρω αν ήταν για το που διέψευσα τις προσδοκίες της ή για την ταινία. Μάλλον και για τα δύο.

Όλη νύχτα, σαν τη Ματίνα, στριφογυρνούσα στο κρεββάτι καταστρώνοντας την εκδίκησή μου. Την άλλη μέρα πήγα κι αγόρασα το ημερολόγιο. Ο Κυριάκος το κοίταξε με δυσπιστία. "Τι είναι αυτό, Σταυρούλα;" με ρώτησε. "Θα δεις", του απάντησα και στρώθηκα στο γράψιμο. Όταν του το 'δωσα, προχειρογραμμένο, να το διαβάσει, με φίλησε και μου είπε:
"Αν είναι αυτό που νομίζω, αντί να της το στείλεις, στείλε της καλύτερα ένα ευχαριστήριο. Χάρη σ' αυτήν άρχισες να γράφεις. Μην το αφήσεις."

Έχει δίκιο, δεν θέλω να το αφήσω. Θέλω να γράψω, να γράψω βιβλία. Βιβλία ίσως παιδικά -ή για νέους, γι' αυτούς που πιστεύουν ότι τα βιβλία είναι βαρετές φλυαρίες γραμμένες από πολύξερους γέρους για άλλους πολύξερους γέρους. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
"Θέλω την εκδίκησή μου", είπα με πείσμα. "Και γι' αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σου."
Με κοίταξε απορρημένος.
"Είδες που είπε πως ήμουν τρομερά ανορθόγραφη. Ήμουν πράγματι. Δεν μπορώ να της στείλω ένα κείμενο που είναι λες και το 'κοψες απ' την εφημερίδα. Θέλω λοιπόν να μου διορθώσεις τα λάθη, για την ακρίβεια να μου ...διαλαθέψεις τα ορθά. Δοκίμασα μόνη μου αλλά μου 'ρχεται να φάω το στυλό."
"Είσαι σίγουρη ότι θα φτάσει στα χέρια της;"
"Σιγουρότατη! Ακόμα και μιας μέρας να 'ναι ο ταχυδρόμος, θα του πούνε αμέσως πού μένει η Ευριδίκη Τράγου. Και πάντως εδώ να επιστρέψει αποκλείεται. Στον αποστολέα θα έχει το όνομα τής ...Ματίνας. Οπότε, ούτε απ' την αστυνομία μπορούν να με εντοπίσουν, αν υποθέσουμε ότι συνιστά παράπτωμα να κάνεις φάρσες σε φαρμακόγλωσσες, κουτσομπόλες πρώην (ακατάλληλες) δασκάλες. Με το που θα τη δούνε, θα καταλάβουν αμέσως."

Νομίζω ότι κι εκείνος με κατάλαβε, όπως με καταλαβαίνει πάντα. Και με βοήθησε διασκεδάζοντάς το κι ο ίδιος μέχρι που η μακάβρια "μηχανή" μας ολοκληρώθηκε.
Χτες με είδε να σε φέρνω στο σπίτι μας, ένα ζεστό, ολοκαίνουργιο ημερολογιάκι και μου 'κλεισε το μάτι.
"Να σε ρωτήσω κάτι;" μου λέει. "Τα άλλα ονόματα είναι φανταστικά. Το γιατρό γιατί τον ονόμασες Κυριάκο;"
"Επειδή σ' αγαπώ, φυσικά!" του απαντάω.
"Κι επειδή μ' αγαπάς, με γκρέμισες απ' τον τέταρτο;" κάνει με ψεύτικο παράπονο.
"Τόσες μέρες περιμένω να ρωτήσεις για να στο πω", του λέω. "Ξέρεις πόσο τσαντίζομαι μ' αυτή την ηλίθια έκφραση που 'χεις κολλήσει, με σκοτώνεις και με σκοτώνεις. Την επόμενη φορά που θα πας να το πεις, ελπίζω να το σκεφτείς καλύτερα."
Και, φυσικά, αυτός μου απάντησε:
"Με σκοτώνεις!"






12 Ιουλ 2010

μοιραίο μου ημερολόγιο..μέρος πέμπτο (και τελευταίο?)




Ξέρω τι θα μου πεις. Πως αν τύχαινε να την καλέσει ο Κυριάκος, θα 'βγαινε ο αριθμός στο κινητό της και θα υποψιαζόταν. ΑN το πρόσεχε. Κι ότι όταν θα γυρνούσε ο Κυριάκος κι έψαχνε να βρει τι γίνετε, στο τέλος θ' ανακάλυπτε τα πειραγμένα στοιχεία. Όμως όσο καλό κι αν είναι ένα σχέδιο χρειάζετε και τύχη, έτσι δεν είναι; Και τι λένε για την τύχη; Ότι ευννοεί τους τολμηρούς. Μάλιστα!

Τους είχα βέβαια όλους αυτούς τους φόβους και γι αυτό καθόμουν σ' αναμένα καρφιά (με καρφιά πάει αυτό ή με κάρβουνα; τεσπα) και προσπαθούσα να προβλέψω τις αντιδράσεις της. Τι κάνει μια γυναίκα θυμωμένη, έξαλη, όταν υποχρεώνετε να περιμένει; Εγώ ας πούμε θα 'περνα την κολητή μου. Όμως δεν έχω πια κολητή κι ίσως ούτε κι εκείνη να μην έχει. Έλεγα σκέψου Ματίνα, σκέψου-σκέψου-σκέψου! Είσαι σπασμένη, τσαντισμένη, δεν έχεις να πας πουθενά μεσημεριάτικα, δεν έχεις κανέναν να μιλήσεις και κάνει αφόρητη ζέστη. Τι κάνεις; Εύκολο. Μπαίνω στο μπάνιο να δροσιστώ και να χαλαρώσω. Ωραία λοιπόν, στήσου και περίμενε. Κάνε και καμιά προσευχή. Τηλέφωνο ή μπάνιο, τηλέφωνο ή μπάνιο; Μπίνγκο! Δηλαδή μπάνιο! Το παράθυρο του μπάνιου τους βλέπει στη βεράντα (αμέσως μετά τη μπαλκονόπορτα του καθιστικού. Δεν περνά λίγη ώρα και το βλέπω να κινείτε. Το στερεώνει στην ανάκλυση. Με όσο θράσος έχω και δεν έχω καβαλώ ξανά το χώρισμα και πηδάω όσο ποιο αθόρυβα γίνετε. Πλησιάζω προς το μπάνιο. Ωραία, ακούγετε το νερό που τρέχει. Περιμένω δυο λεπτά καλού-κακού κι ύστερα στη μπαλκονόπορτα. Είναι κλειστή αλλά ευτυχώς ξεκλείδωτη. Τη σέρνω απαλά ίσα για να τρυπώσω. Πού πέταξε το κινητό της; Ελπίζω να μην το απενεργοποίησε. Κι όμως, είναι πάνω στο τραπέζι. Ανοιχτό! Γρήγορα-γρήγορα βάζω ξανά τον αριθμό του Κυριάκου στη θέση του δικού μου. Ύστερα βρίσκω το sms που της έστειλα (που έστειλε ο Κυριάκος υποτίθετε) και το διαγράφω. Προσοχή! Κάτι ακόμα σημαντικό. Πάω στις εξερχόμενες και σβύνω την κλίση προς τον αριθμό μου. Μια χαρά! Και τώρα γρήγορα έξω. Καβάλημα τα κάγκελα και σπίτι μου σπιτάκι μου! Όλα πήγαν τόσο καλά...σαν να κρατούσα ένα μαγικό ραβδί. Αλλά ξέρω πως δεν ήμουν εγώ, ήταν αυτή...η μοίρα. Εγώ μονάχα το σκεφτόμουν. Το σκεφτόμουν, το σκεφτόμουν και το ήθελα γι αυτό και ήταν μοιραίο να γίνει. Μοιραίο ημερολόγιό μου.

Και τώρα εκείνη έχει φύγει! Τόσο απλά. Σηκώθηκε κι έφυγε, ξεκουμπίστικε πάει να πει. Χτες το βράδυ αφού βρηστήκανε. Ότι βρηστήκανε δηλαδή το υποθέτω, δεν μπορούσα ν' ακούσω. Μέσα στο σπίτι με το κλιματιστικό στο φουλ και τις πόρτες κλειστές. Βλέπεις αυτή δεν είναι σαν κι εμένα την ξεδιάντροπη να διαλαλεί τις πομπές της! Φαντασία όμως έχω μπόλικη. Θες να στα αναπαραστήσω; Πολύ ευχαρίστως.

Εκείνος: Γεια σου μωρό μου! Έχει μια ζέστη έξω!
Εκείνη: ...
Εκείνος: Δεν μου μιλάς; Τι κάνεις εκεί; Τι είναι αυτές οι βαλίτσες;
Εκείνη: ...
Εκείνος: Μωρό μου, τι έχεις; Τι έγινε; Γιατί δε μιλάς;
Εκείνη: Κυριάκο, ένα πράγμα θα σου πω μονάχα. Είσαι μεγάλος ξεφτίλας!
Εκείνος: Τι πράγμα; Καλέ τι έπαθες;
Εκείνη: Τρελάθηκα!! Πες το! Εκεί δεν το πας; Να με βγάλεις τρελή!
Εκείνος: Μα όχι, τι λες. Απλά δεν καταλαβαίνω...
Εκείνη: Κυριάκο, φύγε από μπροστά μου γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω! Φύγε σου λέω!
Εκείνος: Ε ωραία, χτύπα με, τι να πω... Οδηγώ τόση ώρα μες στη ζέστη, εδώ έχει δροσιά πού να πάω; Κι ούτε μπορώ να σ' αφήσω να φύγεις έτσι...
Εκείνη: Τι να σου πω!... Είσαι φοβερός ηθοποιός...μεγάλο ταλέντο! Τι κάνατε με τη μικρή όταν σας χτυπούσα το κουδούνι; Σηζητούσατε για τα αισθήματά της; Τη συμβούλευες σαν...μεγάλος αδερφός; Και το μύνημά της απ' τη μνήμη του κινητού μου πότε το έσβυσες; Την ώρα που ήμουνα στο μπάνιο; Μπήκες σαν τον κλέφτη στο σπίτι μας κι άρχισες να πειράζεις το τηλέφωνό μου, είσαι μαλάκας ρε, μεγάλος μαλάκας (κλαίει...ή του χιμάει, εξαρτάται ποια εκδοχή προτιμάς, τη μεξικάνικη ή τη βραζιλιάνικη;)
Εκείνος: Τι λες; Για ποιο μύνημα μιλάς; Τι είναι αυτά που λες;
Εκείνη: Το μύνημα που πήγες να της στείλεις και κατά λάθος το 'στειλες σε μένα. Που της έδινες ραντεβού. Κι ήρθες και το σβυσες για να μην έχω στοιχία.
Εκείνος: Ριτα, δεν έστειλα εγώ μύνημα, ούτε σ' εκείνην ούτε σ' εσένα
Εκείνη: Και τότε ποιος το στειλε; Πήρε κανείς το τηλέφωνό σου; Κι αφού έγώ σε κάλεσα και το άκουσα που χτυπούσε μες απ' το σπίτι της. Και σας άκουσα που μιλούσατε και κάτι σπάσατε. Και στεκόμουνα σα μαλάκας στην πόρτα να χτυπάω και να μην μου ανοίγετε. Δεν είμαι μαλάκας εγώ Κυριάκο, αν θες μαλάκα να τα φτιάξεις μαζί της! (κάποια κατινιά θα πέταξε το σούργελο, δεν μπορεί)
Εκείνος: Ρίτα...
Εκείνη: Μη! Μην τολμήσεις...Μη με κοιτάς έτσι σαν να είμαι τρελή γιατί θα σου βγάλω τα μάτια! Φεύγω, δεν κάθομαι στιγμή...ή μάλλον...όχι να τρέχω και μες στον καύσονα...θα φύγω μόλις πέσει ο ήλιος. Μέχρι τότε για το καλό σου μην πεις τίποτα...άσε με να ηρεμήσω και βλέπουμε. Θα... τα ξαναπούμε κάποια στιγμή.

Πώς με βρίσκεις ημερολογιάκι μου; Κάνω για συγγραφέας; Και το καλύτερο δεν στο 'γραψα. Χτες το βράδυ κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Ένιωσα ξαφνικά ήρεμη και ξέρεις και τι άλλο; Δυνατή! Αυτό ακριβώς, δυνατή. Δυνατή γκόμενα κύριε Κυριάκο μας. Τι νόμιζες!
Ωχ, κατά φωνή! Το πουλάκι μου βγήκε στο μπαλκόνι. Έχει κάτι μούτρα σαν




Κυριάκο μου Κυριάκο μου Κυριάκο μου

τι έκανα




Παρασκευή 25 Αυγούστου

Πώς μπορώ και γράφω Η καρδιά μου είναι σπασμένη το μυαλό μου νεκρό Πρέπει όμως να συνεχίσω να μαζέψω τα κομάτια μου και να συνεχίσω Στο κάτω-κάτω δεν έφταιγα εγώ Εκείνος έφταιγε Γαμώτημουγαμώτη μουγαμώτη Γιατί να το κάνει αυτό Ύστερα απ' όλο αυτό το Κουβεντιάζαμε τόσο όμορφα Πρέπει να είμαι δυνατή Δυνατή Με ρώτησε τι γράφω τι γράφω ποιήματα του είπα αλλά δεν με πίστεψε δεν τώρα το ξέρω πως δεν με πίστεψε γιατι Κυριάκο μου Έτσι τον είπα Κυριάκο μου Τι κάνεις Κυριάκο μου του λέω Κοίτα Ματίνα δεν είμαι ο Κυριάκος σου πρέπει να το καταλάβεις αυτό και μετά με ρωτούσε τι έγινε Η Ρίτα λέει δεν μπορώ να ζήσω μακριά της κι ύστερα ξανά τι έγινε τι έγινε και το κεφάλι μου πάει να σπάσει λέει το κεφάλι του πάει να σπάσει μήπως έχεις κανένα παναντόλ απ' αυτά τα έξτρα να κοιτάξω του λέω δεν ξέρω και μπαίνω μέσα αληθεια πηγα να ψαξω αλλα το σκεφτηκα μόλις ανοιξα το ντουλαπι το κατάλαβα κι έτρεξα το ημερολογιο είναι πανω στο τραπέζι έτρεξα κι αυτός αυτός σε κρατούσε στα χέρια του είχε περάσει από πάνω από χίμηξα σαν τρελή να του το πάρω και μετάμεταμετα

μετα ήταν τέταρτος όροφος κάτω στις πλάκες κι εγώ ούρλιαζα ένα ουρλιαχτό όσο ο φόβος μου

Κυριακή 27 Αυγούστου

Τώρα είμαι ήρεμη. Ο μπαμπάς γύρισε Παρασκευή βράδυ. Ήρθε ξανά η αστυνομία και ρωτούσε. Νομίζουν μάλλον πως είναι αυτοκτονία. Φαίνεται πως κανείς δεν είδε τίποτα. Εσένα καλού-κακού σε είχα κρυμένο, αλλά φοβάμαι Δεν ξέρεις ποτέ Ήρθε κι αυτή βέβαια σαν τη χαροκαμένη χήρα Σκατά γαμώτη μου...ΕΙΝΑΙ χαροκαμένη χήρα
Αλλά είμαι ήρεμη εγώ δεν έφταιγα σε τίποτα το ξέρεις εσύ το ξέρεις ημερολογιάκι μου Σκέφτηκα πολύ, μην τρομάξεις μ' αυτό που θα γράψω σκέφτηκα να σε κάψω ή να σε κόψω κοματάκια-κοματάκια και να σε πετάξω στην ανακύκλωση. Όμως δεν θα το κάνω μη φοβάσαι. Είμαστε πια δεμένοι είμαστε τόσο δεμένοι εμείς οι δυο είσαι το μόνο που έχω ο μόνος ο μόνος που ξέρει ότι δεν έφταιγα

Δευτέρα 28 Αυγούστου

Κόσμος πάει κι έρχεται. Σήμερα ήταν η κηδεία. Φυσικά δεν τόλμησα να πάω. Έκανα την άρρωστη. Άκου τι άλλο σκέφτηκα δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ μέσα μου φαίνεται τρομερά επικίνδυνο. Μπορεί κάποιος να έχει δει τίποτα και να 'ρθουν με κανένα ένταλμα να ψάξουν, ξέρω γω. Μου 'ρθε όμως μια ιδέα (δεν λέω πάλι σατανική, είδες τι πάθαμε την άλλη φορά, είναι όμως νομίζω πραγματικά καλή ιδέα). Χρειάζομαι κάποιον να σε κρατήσει για λίγο καιρό και μιας που δεν έχω κανέναν σκέφτηκα...το ταχυδρομείο! Πώς σου φαίνεται, σούπερ; Θα σε στείλω συστημένο σε ανύπαρκτη διεύθυνση και φυσικά θα σ' επιστρέψουν εδώ. Ύστερα θα καθυστερήσω να σε παραλάβω κι αυτοί θα σε κρατάνε ωραία-ωραία φυλαγμένο στην αποθήκη τους. Το ξέρω γιατί μου 'χει ξανατύχει. Θα πάω αύριο κιόλας. Πρωί-πρωί. Σκέφτηκα και τη διεύθυνση που θα βάλω Ευαγγελιστρίας 54 Μοσχούπολη, μέναμε παλιά, μόνο μέχρι το 40 φτάνει, Θα βάλω κι έναν άσχετο παραλήπτη, ας πούμε Ευριδίκη Τράγου...αποκλείεται να υπάρχει γυναίκα με τέτοιο όνομα. Μην ανησυχείς καλό μου, θα είσαι μια χαρά. Κι εγώ θα είμαι μια χαρά. Είμαι μια χαρά. Δεν σου 'πα. Το βράδυ μου 'ρθε κι η σκασμένη η περίοδος. Αυτό θα πει πως ηρέμησα. Γυρίζω σελίδα. Είναι συμβολικό. Όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα.



παραδόθηκε την 9-9-2009 από την κυρία Τράγου Ευριδίκη
κάτοικο Μοσχούπολης
, οδός Ευαγγελιστρίας 34
ο αξιωματικός υπηρεσίας
αρχιφύλαξ Στυλιανός Διομήδης



10 Ιουλ 2010

η κουβέντα στον δεύτερο, το όνειρο, η παγίδα


συνέχεια από τα τρία προηγούμενα (ο νέος γείτονας, ρόδα και συμπάθεια, με τις δυνάμεις του σκότους και λίγο μπέρμπον)


Δευτέρα 21 Αυγούστου

Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τα τελευταία λόγια που άκουσα όμως αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου και βουίζουν και τσιμπάνε σαν σφίγκες. Στεκόντουσαν εκεί και συζητούσανε για μένα κι εγώ καθόμουν ζαρωμένη στη γωνιά μου και τους άκουγα σαν να μιλούσαν για κάποιαν άσχετη και για πράγματα αόριστα γνωστά αλλά αδιάφορα σαν αυτά που μαθαίνουμε στο σχολείο.
Της τα είπε όλα, για τα τριαντάφυλλα και που κατάλαβε πως ήμουνα "τσιμπημένη" μαζί του κι ότι το έβρισκε πολύ "συγκινιτικό" που είχα όλη αυτή την τόλμη χωρίς να είμαι καμιά "δυνατή" γκόμενα, μάλλον ασκημούλα αλλά γλυκιά (έτσι ακριβώς) κι ότι δεν ήθελε να νιώσω ότι με απορίπτει γι αυτό περίμενε να του μιλήσω ανοιχτά για να μου εξηγήσει και να μου μιλήσει σαν μεγάλος αδερφός και μπλα μπλα κι ότι εγώ του ζήτησα το τηλέφωνό του γιατί φοβόμουν αλλά προτίμησε να μην της πει τίποτα γιατί δεν θέλει να γίνουν φασαρίες και να ταπεινωθώ περισσότερο. Αυτό ακριβώς το ρήμα χρησιμοποίησε μαλακισμένο μου ημερολόγιο. Να ταπεινωθώ..

Δεν ξέρω αν αυτή τον πίστεψε, δεν ξέρω αν κοιμήθηκε ήσυχη μετά, εγώ πάντως όλη τη νύχτα στριφογύριζα σα να με είχανε πετάξει μες στα καζάνια της κόλασης. Τα λόγια ερχόντουσαν και ξαναρχόντουσαν στο μυαλό μου και...σα να μη μπορούσα να τα πιάσω, σα να παίζανε μαζί μου και να με κοροϊδεύανε.
Ξέρεις, κάτι δεν μου κολάει στην ιστορία κι αυτό το κάτι είμαι εγώ. Πού είμαι εγώ; Σα να μιλούσανε
για κάποια άλλη, κάποια άγνωστη ή κάποια ανύπαρκτη, ένα πρόσωπο φανταστικό από κάποιο σήριαλ της τηλεόρασης. Πού είμαι εγώ, πού είναι ο φόβος μου, η αγάπη μου, η ζήλεια μου; Πού είναι τα θέλω μου; Αν θέλεις κάτι πάρα πολύ στο τέλος γίνεται, έτσι δε λένε; Κι αφού εγώ τον θέλω ρε πούστη μου, τον παπάρα, τον θέλω σαν τρελή, θα έκανα τα πάντα, ακόμα και να ξεφτιλιστώ όπως ξεφτιλίστικα, γιατί λοιπόν δεν μπορώ να τον έχω; Ε; Γιατί; Σε ρωτάω μαλακισμένο μου ημερολόγιο. Σε ρωτάω.

Τρίτη 22 Αυγούστου

Δεύτερο βράδυ που δεν κοιμήθηκα. Το μυαλό μου είναι σα σφιγκοφωλιά (αυτό το έγραψα και παραπάνω.) Περίοδος γιοκ.
Άκου και μια περίεργη κουβέντα που είχα. Με την αποκάτω του δεύτερου. Όχι την κάργια, την άλλη. Την κυρα-Πηνελόπη, μια δεν λέω γριά μια κάπως μεγάλη, κατάλαβες. Μπήκαμε μαζί στο ασανσέρ. "Είσαι καλά κοριτσάκι μου;" με ρωτάει. "Τι καλά να είμαι, δεν με βλέπετε;" Αφού έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τρόμαζα. Πήρα τα ψώνια της να τη βοηθήσω. "Άστα" μου λέει "κι έλα κάθισε. Να σου ψήσω έναν καφέ;" Μόνη της μένει η κακομοίρα κι ήθελε παρέα. Μου 'πιασε λοιπόν την κουβέντα. Ότι είμαι νέο κορίτσι και δεν αξίζει να βασανίζομαι κι ότι έτσι είναι οι άντρες, δε νιάζονται για τα αισθήματά μας μόνο τους νιάζει να κάνουνε "τη δουλειά τους" και να φύγουνε.
"Και ποια είναι η δουλειά τους κυρία Πηνελόπη;" ρωτάω εγώ που άρχισα να διασκεδάζω με τη γυναικούλα. Και τη γυρνά και μου λέει; "Να κάνουνε την ανάγκη τους. Όπως πάνε στην τουαλέτα. Να ξεκουμπώνοντε, να μας βρομίζουνε κι ύστερα πάλι να τα μαζέβουνε και να μας παρατάνε έτσι δα. Δεν είμαι εγώ κουτσομπόλα παιδί μου, αυτί δεν έστησα. Απ' το κρεβάτι μου πετάχτηκα, μία η ώρα τη νύχτα. Θέλοντας και μη τα άκουσα...όλοι τ' ακούσανε. Σε ξεφτίλισε και σε παράτησε. Η πρώτη είσαι για η τελευταία; Μπας ήσουνα και παρθένα;"
Θα 'βαζα τα γέλια, αλλά είχα κολήσει με το άλλο που είπε. "Κυρία Πηνελόπη" ρωτάω "τι ώρα είπατε πως ήτανε;" "Μία η ώρα κορίτσι μου, αφού κοιμόμανε." "Είστε σίγουρη πως ήτανε μία; Μήπως ήταν λίγο ποιο νωρίς;" "Ε δε νομίζω, πόσο ποιο νωρίς; Όχι, όχι, ήτανε μία περασμένες."
Εγώ καρφώθηκα. Δωδεκάμιση ώρα τον πήρα. Τι κάναμε μέχρι τη μία; Για σκέψου;

Τρίτη (αργά)

Πάλι δεν μου κολάει ύπνος. Κοιμήθηκα μια ώρα τ' απόγευμα ίσα να μην κλείνει τώρα το μάτι μου. Είδα κι ένα παράξενο όνειρο. Ήμουν λέει σ' ένα τηλεπαιχνίδι κι ο παρουσιαστής με ρωτάει πια είναι η ενδέκατη εντολή. Εγώ τα χάνω, πάω να πω "μα οι εντολές είναι δέκα", ύστερα θυμάμαι ένα αστείο που έχω ακούσει και λέω "το ου σηληφθείς" και τότε ακούγεται αυτή η σπαστικιά κόρνα κι όταν σηκώνω το κεφάλι μου στη θέση του παρουσιαστή είναι ο πατέρας μου φορώντας αυτά τα μαύρα που φοράνε οι δικαστές και μ' αγριοκοιτάζει. Το κοινό αρχίζει να φωνάζει, ε-νο-χη, ε-νο-χη κι αυτός τους κάνει να ησυχάσουν κι ύστερα λέει "Ένοχη! Δεκαενιά...ή μάλλον όχι, είκοσι..." "μέρες;" ρωτάω εγώ. "Χρόνια, ανόητο κορίτσι! Είκοσι χρόνια. Δεν ντρέπεσαι καθόλου;" "Ντρέπομαι" λέω εγώ και τότε όλοι αρχίζουν να φωνάζουν α-να-στο-λη, α-να-στο-λη κι εγώ τρέχω και σκαρφαλώνω στα πόδια του κι αυτός με τυλήγει με τα τεράστια χέρια του, χαμογελάει και λέει "άκου αναστολή! είσαι μια εσύ!"

Τα σαγόνια μου έχουν ξεβιδοθεί απ' το χασμουρητό. Κι η ζέστη-ζέστη. Αφύσικα πράματα, που λέει κι η μάνα μου. Μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο. Να κάνω υπομονή λέει ως το τέλος της βδομάδας που έρχεται ο πατέρας μου, εκείνη μπορεί να μείνει λίγο ακόμα μέχρι να τακτοποιηθεί "το παιδί". Ύστερα άρχισε να με ρωτάει τι έκανα για δουλειά και νευρίασα. Τέτοια να με ρωτάει στην κατάσταση που είμαι!

Έχω δέκα μέρες καθυστέρηση. Ακόμα και λάθος να 'χω κάνει, πάλι περισέβουν μέρες. Δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό πως κάτι έχει γίνει. Κι αυτά που λέει αυτός ειν' όλα ψέματα. Αφού καλά τι δεν είμαι ηλίθια. Με ήθελες κύριε, με ήθελες! Γιατί τα γυρίζεις τώρα;

Τετάρτη 23 Αυγούστου (ξημέρωμα)

Όλη νύχτα σκεφτόμουν. Απ' όπου και να το πιάσω, σ' ένα συμπέρασμα καταλήγω. Μάγια! Κάπως τον κρατάει η εκφιλόφατσα. Την έχεις δει; Δεν την έχεις δει, αλλιώς θα με καταλάβαινες. Έχει αυτό το μάτι το θαλασσί το ξεπλυμένο. Με μια πουτανιά μέσα, μια κακία. Κι οι έγκυες αν θες να ξέρεις δεν βάφουν τα μαλλιά τους. Όλοι το ξέρουν αυτό. Ενώ αυτή, το ξανθό-ξανθό! Ούτε ρίζες είδαμε ούτε τίποτα.
Του 'χει κάνει μάγια! Ή έχει λεφτά πολλά δεν ξέρω (αν και δεν της φαίνεται) Αυτός πάντως πρώτα ήθελε εμένα, σαν τρελός με ήθελε κι αν τώρα έπαψε να ζορίζεται και πάει με τα νερά της είναι φαίνεται γιατί έκανε "τη δουλειά του" που λέει κι η Πηνελόπη και ξεθήμανε. 100%! Κι ας λέει ότι θέλει. Τι κάναμε δηλαδή απ' τις δωδεκάμιση μέχρι τη μία; Τις κουμπάρες;
Και μέσα απ' όλες αυτές τις σκέψεις, το σατανικό μου μυαλό άρχισε να κατεβάζει ιδέες. Έχω ένα σχέδιο. Σήμερα κιόλας θα το βάλω σε εφαρμογή. Αν όλα πάνε καλά θα στα πω το βράδυ.

Τετάρτη βράδυ

Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή. Απ' την αγωνία κι απ' τη χαρά! Δεν έχω μυαλό να γράψω τώρα. Αύριο καλύτερα.

Πέμπτη 24 Αυγούστου

αναφορά ημέρας Τετάρτης 23 Αυγούστου:

ώρα 06:45... Περιμένω να φύγει εκείνος. Αμέσως καβαλάω το χώρισμα. Η άλλη ως συνήθως κοιμάται. Πηδώ στο μπαλκόνι τους και μπαίνω απ' την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Βρίσκω εύκολα το κινητό της, είναι στην πρίζα και φορτίζει. Ευτυχώς..ανοιχτό! Ψάχνω γρήγορα στο ευρετήριο και βρίσκω τον καλό της όμορφα-όμορφα καταχωρημένο στο Κ: Κυριάκος. Πάω επεξεργασία, σβήνω τον αριθμό του και στη θέση του καταχωρώ το δικό μου. Ύστερα καλώ. Αφήνω να χτυπήσει δυο φορές και μετά το κλίνω. Τώρα έχω τον αριθμό της. Αφήνω το τηλέφωνο στη θέση που το βρήκα και γυρνώ να φύγω. Μην κάνω θόρυβο-μην κάνω θόρυβο. Η καρδιά μου παίζει ταμπούρλο.

ώρα 06:59... Είμαι ήδη πίσω. Βάζω εκτροπή απ' τον αριθμό μου προς τον δικό του. Μετά το πέμπτο χτύπημα. Καλού-κακού. Βάζω και τον ήχο ειδοποίησης στο μέγιστο. Περιμένω.

ώρα 11:50... Ανοίγω λεξικό και πληκτρολογώ το μύνημα: "Ματίνα συγχώρεσέ με. Περίμενέ με στη μία. Σε χρειάζομαι. Κ." Το στέλνω στη Ρίτα. Η παγίδα έχει στηθεί.

ώρα 12:50... Ανοίγω αθόρυβα. Βγαίνω και καλώ το ασανσέρ. Προσέχω την πόρτα της. Καμία κίνηση. Μόλις φτάνει το ασανσέρ, ανοιγοκλίνω την πόρτα του κι ύστερα μπαίνω και κλίνω τη δική μου. Σιγανά..αλλά όχι και τόσο. Βάζω το κινητό μου στο τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα ώστε αν χτυπήσει να ακουστεί καθαρά έξω. Περιμένω. Μία και πέντε. Μία και δέκα. Μία και τέταρτο. Μία και δεκαοχτώ. Το κινητό χτυπά. Είναι αυτή. Το αφήνω να χτυπήσει τέσσερις φορές και το κλίνω. Το απενεργοποιώ κινούμενη νευρικά στο χωλ και ψυθιρίζοντας μόνη μου. Ρίχνω ένα ποτήρι που γίνεται κομάτια. Έχουμε πολλά. Χτυπά το κουδούνι. Εννοείται πως δεν ανοίγω. Με τίποτα.



με τις δυνάμεις του σκότους και λίγο μπέρμπον


συνέχεια από τα δύο προηγούμενα (ο νέος γείτονας, ρόδα και συμπάθεια)


Κυριακή 13 Αυγούστου

Βαριέμαι του θανατά. Έπεσα να κοιμηθώ Παρασκευή και ξύπνησα σήμερα. Πρέπει να βρω καμιά δουλειά γιατί δεν την παλεύω. Περιμένω τον Κυριάκο αλλά δεν τον βλέπω να εμφανίζεται.

Πρώτη φορά φέτος δεν πήγα πουθενά. Να σου πω και το παράπονό μου, κανένας δεν μου πρότεινε τίποτα. Απ' όταν βριστήκαμε με τη Φώτη οι άλλοι με το ζόρι μου μιλάνε. Ότι θέλει τους κάνει το βρωμοθύληκο.

Τρίτη 15 Αυγούστου

Ο "προκομένος" δεν εμφανίστηκε. Ωραίο Δεκαπενταύγουστο!

Πέμπτη 17 Αυγούστου

Αγαπημένο μου ημερολόγιο, σήμερα είναι η μεγάλη μας μέρα ή μάλλον νύχτα. Ξέρω ότι την περιμένει κι εκείνος, το θέλει πολύ, το καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάζει (δήθεν χαλαρά!) το καταλαβαίνω ακόμα κι απ' τον τρόπο που λέει ψέματα.
Την περασμένη Πέμπτη το βράδυ είχε υπηρεσία και την Παρασκευή έφυγε, πήγε να βρει την άλλη. Σαββατοκύριακο βλέπεις, δεν μπορούσε να μην πάει, θα φαινότανε πολύ ύποπτο. Ήταν και το Δεκαπενταύγουστο...μπάφιασα η κακομοίρα να τον περιμένω. Άσχετο, αλλά τι σόι έκφραση είναι αυτή, "μπάφιασα"; (Μπάφους πάντως δεν έκανα, πού να τους βρω; Όλος ο κόσμος λείπει, αυγουστιάτικα)
Σου έλεγα λοιπόν ότι τον περίμενα πώς και πώς. Όταν τον άκουσα πήρα όλα μου τα σύνεργα παραμάσχαλα και βγήκα να φτιάξω τα νύχια μου. Πού θα πάει λέω, θα βγει για τσιγάρο.
Πράγματι, μετά από λίγο να 'σου τον. "Πολύ τσιγάρο τελευταία" του λέω. "Στεναχώριες;" Και τι μου λέει; "Μπα, πάντα έτσι έκανα". Ο ψεύτης!
"Μα αφού όταν πρωτοήρθες δεν κάπνιζες" του λέω εγώ. "Κι εσύ" μου λέει "πού το ξέρεις;"
Πολύ με πλήγωσε ο τρόπος του αλλά το παράβλεψα. Θα 'ναι ζορισμένος σκέφτηκα. Με την άλλη.
"Αφού σε έβλεπα" λέω. "Εννοώ δηλαδή ότι ΔΕΝ σε έβλεπα, δεν σε είχα δει να καπνίζεις"
"Δεν με είχες δει γιατί απέφευγα να κάνω στο σπίτι για να μην παρασυρθεί η Ρίτα. Τόχε κόψει λόγω εγκυμοσύνης. Κάπνιζα όμως έξω."
"Για χάρη της, ε;" Πήγα να τον ψαρέψω. "Θα την αγαπάς πολύ." Λοιπόν δεν θα το πιστέψεις τι μου απάντησε. Ότι δεν μπορεί να ζήσει μακριά της. Μάλιστα. Τα ψέματα που σου 'λεγα. Πού τα πουλάς αυτά αγόρι μου; Δεν βλέπω εγώ πώς παίζει το μάτι σου; Την περασμένη βδομάδα μου χάριζες τριαντάφυλλα, τι προσπαθείς τώρα; Να με κάνεις να ζηλέψω; Λοιπόν το πέτυχες. Ή να μετρήσεις τις αντιδράσεις μου;
Η αλήθεια είναι πως μου κόπηκαν τα πόδια. Ούτε ξέρω πού βρήκα το κουράγιο να αστειευτώ. "Ε, αφού δεν μπορείς μακριά της, τι την ξαπόστειλες την κακομοίρα;" "Πού την ξαπόστειλα;" μου λέει. "Εκεί, πώς το λένε, στο Μάτι, στο Φρύδι..." Χαλαρή, κατάλαβες;
"Είναι με τους γονείς της" λέει. "Πώς να κρατήσω τα μωρά μες στη ζέστη; Κι εκείνη κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς βοήθεια, θα σπάσουν τα νεύρα της."
Ακούς ημερολογιάκι μου; Θα σπάσουν τα νεύρα της! Τα δικά μου που γίνανε ζαρτιέρες τι να τον νιάζουνε; Ήθελα να 'ξερα πώς μπορούν οι άντρες να λένε τόσο χοντρά ψέματα. Ύστερα λένε για μας! Μωρέ άμα είναι για να πηδήξουνε γίνονται αυτοί... Σου λέει, μη με περάσει για κανένα λιγούρη στερημένο που κυνηγάει τις μικρούλες. Έτσι θα νιώσει κιόλας κολακεβμένη (κάπως αλλιώς πρέπει να γράφεται αυτό) όταν θα της τα ρίξω.
Κατάλαβες το σατανικό μυαλό του; Έτσι μου 'ρθε να του λούσω κανα βρισίδι και να μην του ξαναμιλήσω ποτέ. Έλα όμως που ήτανε τόσο γλυκός! Έσβησε το τσιγάρο του και με κοίταξε τρυφερά, ναι, όπως σου το λέω. Τρυφερά! Και μου 'πε την πιο γλυκιά καληνύχτα που μου 'χουνε πει ποτέ.

Οπότε...το πήρα απόφαση! Χρόνος δεν υπάρχει. Ότι είναι να γίνει θα γίνει απόψε. Ευτυχώς που δεν μου 'ρθε περίοδος. Φαντάζεσαι; Νόμιζα πως ήταν να μου 'ρθει το περασμένο Σάββατο αλλά θα 'χω μπερδέψει πάλι τις μέρες. Τι να λέμε τώρα; Είναι μοιραίο. Οι δυνάμεις του σκότους είναι μαζί μας! (πω πω, πρέπει να κόψω τα θρίλερ μου φαίνεται...)

Πέμπτη βράδυ

Αδειάζω στο ποτήρι τις τελευταίες γουλιές απ' το μπουκάλι με το Τζακ Ντάνιελς και τις πίνω μονορούφι (μπλιαχ! χάθηκε ο κόσμος να 'χουμε λίγη βότκα μες στο σπίτι;) Νιώθω μια ωραία ζαλάδα. Άραγε πίνει κι εκείνος για να πάρει θάρρος; Σηκώνω το τηλέφωνο. Χτυπάει τρεις φορές. Κοιτάζω το ρολόι στο γραφείο. 00:23, έχει πλάκα να κοιμήθηκε. Χτυπάει άλλες τρεις. Το σηκώνει. Λαχανιασμένος. "Ματίνα..." "Κυριάκο!" Φωνάζω σχεδόν. "Κάποιος είναι...κάτι χτυπάει...το παράθυρο είναι ανοιχτό, είμαι σίγουρη πως το είχα κλείσει." "Μη φοβάσαι" μου λέει "έρχομαι αμέσως"
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Φοράω ένα διαφανές νυχτικό (φαίνονται καλά οι ρώγες μου;) κι από κάτω ένα μικροσκοπικό εσώρουχο. Φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου. Ήδη χτυπά την πόρτα.
Ανοίγω προσπαθώντας να μη δείχνω ζαλισμένη αλλά ταραγμένη. Ύστερα βλέπω τη γυμνή επίπεδη κοιλιά του (φορά μόνο ένα στενό σορτσάκι) και δεν χρειάζετε πλέον να προσπιούμαι. Νομίζω ότι θα σωριαστώ κάτω.
"Ματίνα, είσαι καλά κορίτσι μου;" Πέφτω στην αγκαλιά του. "Κυριάκο, Κυριάκο μου!" Τον νιώθω να τρέμει κι εκείνος: "Ματίνα, δεν πρέπει!"
Αυτό είναι το σύνθημα. Πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλο κι αρχίζουμε να φιλιόμαστε και να γδηνόμαστε σαν τρελοί. "Δεν πρέπει" του λέω κι εγώ για να τον ανάψω. Έχει πέσει στα πόδια μου μαζί με το νυχτικό μου. Ξαφνικά σταματάει. "Θεέ μου!" φωνάζει σφίγκωντας τρυφερά τους γυμνούς γλουτούς μου. "Διψάω!" Κι αρχίζει να με γλύφει. Τελειώνω επιτόπου.

Αυτό το τελευταίο ίσως είναι λιγάκι υπερβολικό. Άκου "διψάω!" Θυμήθηκα εκείνο με τους βρυκόλακες και ξενέρωσα. Αποκλείετε να έλεγε τέτοιες μαλακίες ο Κυριάκος μου. Αλλά τι να κάνω η γυναίκα; Τις γράφω για να περάσει η ώρα. Που δεν περνά με τίποτα. Και τέλειωσε και το ουίσκι μου γαμώτη!

Παρασκευή 18 Αυγούστου

Κάτι παράξενο έχει συμβεί. Ξύπνησα μ' έναν τρομερό πονοκέφαλο, γυμνή, σε μια στάση παράξενη. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα. Όλο το μπάνιο λερωμένο με εμετούς, μέχρι τώρα καθάριζα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Σάββατο 19 Αυγούστου

Κανένα σημάδι απ' τον Κυριάκο. Φαίνεται θα πήγε πάλι στη Ρίτα του. Κι εγώ που έλπιζα...

Συνάντησα στην είσοδο τη γειτόνισσα του τρίτου. Με κοίταζε πολύ περίεργα. Πήγα να της πω καλημέρα αλλά είχε ένα βλέμα σα να 'λεγε "κακή, ψυχρή" και το 'κοψα. Το ξαναλέω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Κυριακή 20 Αυγούστου

Βαριέμαι αφόρητα. Τέτοιο καλοκαίρι ούτε στα χειρότερά μου όνειρα. Άλλη μια μοναχική βδομάδα (η τελευταία ελπίζω) με περιμένει.
Περίοδος ακόμα να μου έρθει. Η κοιλιά μου πονάει μάλλον απ' την αφαγία. Έχουν τελειώσει τα πάντα αλλά δεν βγαίνω έξω με τίποτα. Κάνει τρομερή ζέστη κι έχω μια νύστα απίστευτη. Ως τα χαράματα έβλεπα τηλεόραση και το πρωί με ξυπνήσανε οι κάργιες οι από κάτω με το κουτσομπολιό τους. Κάτι για κάποια ξεδιάντροπη, ούτε που κατάλαβα. Έχω τραβήξει την ξαπλώστρα στη σκιά του φίκου καικαι

σκατά (συμπληρώνω) κι είναι τώρα πια αργά (από κάθε άποψη)

Λύθηκε το μυστήριο. Η ντροπή της πολυκατοικίας είμαι εγώ. Μάλιστα. Ρωτάς πώς το έμαθα; Θα σου πω αμέσως. Όπως θυμάσαι ήμουνα ξαπλωμένη πίσω απ' το φίκο που 'ναι στην άκρη της βεράντας δίπλα στο χώρισμα και φυσικά με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα κάποια στιγμή νομίζοντας ότι ακούω τον Κυριάκο. Σκοτάδι πίσσα. Και άκουγα πράγματι τον Κυριάκο, μόνο που δεν μιλούσε σε μένα αλλά στην άλλη. Τη Ρίτα. Καθόντουσαν στη βεράντα τους δυο βήματα μακριά μου και μουρμουρίζανε. Οι δυο τους, χωρίς τα μωρά. Αυτά απ' ότι κατάλαβα απ' τα λόγια τους τα 'χουν αφήσει στη γιαγιά τους. Από τα λόγια τους συμπέρανα κι όλα τα υπόλοιπα.
Φαίνεται ότι το σχέδιο της Πέμπτης μπήκε κανονικά σε εφαρμογή μέχρι το σημείο που εκείνος χτυπά την πόρτα μου κι εγώ του ανοίγω. Μόνο που μετά γαμώ το μετά μου γαμώ εκείνος ήθελε να φύγει. Με είδε μισόγυμνη και πιωμένη και τρόμαξε. Κρεμάστηκα λέει στο λαιμό του κι ήθελα να τον φιλήσω κι η ανάσα μου βρωμούσε τρομερά που του 'φερνε αναγούλα (αυτά ήταν τα λόγια του, μάλιστα) Και φαίνεται ότι εγώ δεν καταλάβαινα τι έκανα και φώναζα δυνατά ζητώντας του να μη φύγει και βγήκαν από κάτω και φωνάζανε, οι κάργιες μάλιστα ανεβήκαν ως τη στροφή της σκάλας κι αυτός τους είπε (τι να τους πει; έφτιαξε κάτι ιστορίες) ότι τα 'χα χαλάσει με το φίλο μου κι ότι ήμουν μεθυσμένη και τότε εγώ άρχισα να τους βρίζω όλους και μπήκα μέσα κλαίγοντας. Ήθελε να πάρει τους γονείς μου αλλά κανείς δεν είχε το τηλέφωνό τους (ευτυχώς) κι έτσι αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια.

Μιλούσε κι εκείνη, ακουγότανε κάπως ψυχρή κι όλο τον ρωτούσε αν είναι σίγουρος πως η σκηνή έγινε λόγω του μεθυσιού μου και πώς βρέθηκε εκείνος στην πόρτα μου κι εκείνος τη βεβαίωνε ότι βρέθηκε τυχαία και τότε εκείνη του το ξεφούρνισε. Ότι είχε κοιτάξει το τηλέφωνό του κι ότι υπήρχε περασμένη κάποια Ματίνα (Ματίνα δεν τη λένε την ...κοπελίτσα;) που τον είχε πάρει Παρασκευή, δωδεκάμιση ώρα το πρωί. Δεν είναι απίστευτοι αγαθιάρηδες οι άντρες;




8 Ιουλ 2010

ρόδα και συμπάθεια


συνέχεια από το προηγούμενο (ο νέος γείτονας)


Τρίτη 4 Οκτωμβρίου

Καιρό έχω να γράψω, το ξέρω. Τι να γράψω, δηλαδή; Τα τρεξίματα στον ΟΑΕΔ ή που το πράμα μου κοντέβει να πιάσει αράχνες; Η μαλάκω η Φώτη (πρώην κολητή μου) τα 'φτιαξε με το Σταύρο. Να τον χαίρεται! Εγώ; Σιγά μην κλάψω! Α ναι. Η γκόμενα δίπλα γέννησε. Χτες την έφερε ο Κυριάκος απ' το μαιευτήριο. Όχι με ένα, με δύο μούλικα. Μάτι δεν έκλεισα απ' τις τσιρίδες τους όλη νύχτα.

Παρασκευή 7 Οκτωμβρίου

Άκου κι αυτό! Τον θυμάσαι το Σταύρο; Το μαλάκα που τα είχα το καλοκαίρι; Που τα 'φτιαξε με την κολητή μου (μη χέσω!) Φαίνεται πως διαδίδει ότι με σχόλασε γιατί δεν του 'κανα πίπες. Απίστευτο; Ενώ η άλλη (η...Φώτη ντε!) τον έχει (λέει) όλη μέρα στο στόμα. Όχι πες μου, δεν είναι μαλάκας; Μα πολύ μαλάκας! Μα ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ μαλάκας! Άντρα που βρήκε το σούργελο! Θα μου πεις, αυτή δεν τον πήρε για άντρα, τον πήρε για σουβλάκι. (Που στο λαιμό να της κάτσει!)

Κυριακή 16 Ιουλίου

Καημένο μου ημερολόγιο, σε βρήκα ξεχασμένο στο ράφι μέσα στη σκόνη. Πόσο καιρό έχω να σε πιάσω στα χέρια μου, κοντεύει χρόνος! Πόσα δεν έγιναν, τι να πρωτογράψω; Έπιασα δουλειά σ' ένα μπαρ. Μαλακία. Το 'κανα και με το αφεντικό. Ακόμα μεγαλύτερη μαλακία. Αλλά ήμουνα περίεργη. Και αγάμητη επίσης. Τρεις μήνες κάθισα (και πολύ ήταν)
Μια μέρα (μια νύχτα) ήρθαν στο μαγαζί αυτοί, κατάλαβες ποιοι. Η εξοχότητά της με το μαλάκα. Μιλάμε για έρωτα, απ' αυτούς που δεν κρύβονται με τίποτα. Τα πήρα άσχημα (δεν τους ενοχλούσα, τους ενοχλούσα;) Στο τέλος μου θέλανε και προπόσεις. Έκανα κι εγώ μία. Στη βασίλισσα της Πίπας. Έγινε χαμός. Ήταν η τελευταία βραδιά μου.

Το αδερφάκι μου έδωσε εξετάσεις. Πανελλαδικές. Πήγε πολύ καλά, μακάρι να περάσει κάπου. Να δούμε και λίγη προκοπή στην οικογένεια.

Τα δίδυμα μεγάλωσαν ένα χρόνο. Είναι γλυκούλικα αλλά δεν μπορώ να τα συμπαθήσω. Τον περασμένο μήνα που ήμουνα φρικαρισμένη με τη δουλειά έκανα κάτι πολύ άκυρο. Ένα απόγευμα που εκείνη είχε βγάλει βόλτα τα πιτσιρίκια κι εκείνος κάπνιζε στη βεράντα (ναι, τελευταία έχει αρχίσει το κάπνισμα) εκμεταλλεύτηκα μια στιγμή που πήγε μέσα στο σπίτι και του 'ριξα στο τραπέζι του ένα τριαντάφυλλο. Το 'χα κόψει απ' τη γειτονιά. Μετά μπήκα και παρακολουθούσα πίσω απ' την κουρτίνα. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Εκείνος βγήκε, το μάτι του έπεσε αμέσως, το πήρε το μύρισε, έριξε μια ματιά προς τα δω και...χαμογέλασε!

Κυριακή 23 Ιουλίου

Του 'ριξα κι άλλο τριαντάφυλλο! Εκείνος κάθισε σαν να μην το είδε, κρατούσε το τηλέφωνο και κάπου έπαιρνε. Έχει πλάκα σκέφτηκα να 'χει τον αριθμό μου! Όμως όχι (από πού κι ως που;) Μίλησε αρκετή ώρα και κάποια στιγμή έτσι σαν αφηρημένος (και καλά!) το χάιδεψε. Λοιπόν (είπα) αυτός είναι μεγαλύτερη πουτάνα από μένα. Είμαι σίγουρη πως ήξερε ότι τον βλέπω.

Δευτέρα 24 Ιουλίου

Τον θέλω-Τον θέλω-Τον θέλω!

Τρίτη 25 Ιουλίου

Θέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλωθέλω

Κυριακή 30 Ιουλίου

Λείπει. Όλοι λείπουν. Κι οι δικοί μου λείπουν. Κι εγώ η μαλάκω έμεινα για να 'μαι κοντά του. Αυτοί κάνουν τις διακοπές τους κι εγώ.. (δεθακλάψωδεθακλάψωδεθακλάψω!) Θα κόψω τις φλέβες μου και θα γράψω τ' όνομά του στον τοίχο με το αίμα μου. (Μπρρ, τι ηλίθια ιδέα!) Θα πάρω χάπια, πολλά χάπια (όχι όμως και τόοοσα πολλά χάπια! Όπως στις ταινίες) και θα ξαπλώσω στην πόρτα του μ' ένα τριαντάφυλλο στο στήθος.
Μαλακία. Σαν ψόφιο σκυλί θα φαίνομαι.

Κυριακή 6 Αυγούστου

Γύρισε το πουλί μου. Ήτανε διακοπές! Έχουνε λέει ένα σπίτι στο Μάτι. Στην αρχή δεν κατάλαβα, νόμιζα (λολ) ότι το παζαρεύουνε, φαίνεται όμως πως είναι κάποιο μέρος παραθαλάσσιο. Το καλύτερο; Γύρισε ΜΟ-ΝΟΣ-ΤΟΥ! Και μόνο γι' αυτό του τα συνχώρεσα όλα (που θα του τα συνχωρούσα ενοείται έτσι κι αλλιώς!)

Τρίτη 8 Αυγούστου

Ημερολογιάκι μου, ημερολογιάκι μου, άκου τι έγινε! Καθόμουνα όπως όλα τ' απογεύματα και τον περίμενα, καθαρή-καθαρή με το αεράτο το κοντό μου το φορεματάκι χωρίς (μην κοκκινίσεις!) τίποτα από κάτω (όρε ένας πειρασμός που με πιάνει να κάνω μπροστά του ότι σκύβω να πιάσω κάτι και...καλά-καλά, μη φωνάζεις, δεν είμαι ηλίθια! Προτιμώ να τον αφήνω να το φαντάζεται!) καθόμουνα λοιπόν που λες και να 'σου τον μ' ένα τριαντάφυλλο στα χέρια! Εγώ δεν έχασα ευκαιρία. "Τι ωραίο τριαντάφυλλο", του λέω, "πού το βρήκατε;" "Κρατάς μυστικό;" μου λέει κάπως συνομωτικά. "Μου τα χαρίζει ένας άγγελος. Τι, γελάς; Δεν με πιστεύεις;""Μεγάλος άντρας, κύριε Κυριάκο", του λέω, "πιστεύετε στους αγγέλους;""Τι σχέση έχει η ηλικία;" μου λέει. "Και δεν είμαι και τόοοσο μεγάλος. Πάψε σε παρακαλώ να μου μιλάς στον πληθυντικό." Και κάνει μια έτσι δήθεν στο χαλαρό και μου το προσφέρει! "Καλά", του λέω. "Δεν είστε..είσαι τόσο μεγάλος, αλλά έχεις γυναίκα και παιδιά...""Η Ρίτα", μου λέει (προσέχεις;) "είναι κι αυτή άγγελος, αλλά απ' τους άσπρους. Τα τριαντάφυλλα τα χαρίζουν οι άλλοι άγγελοι, οι ροζ, γι αυτό τα λένε και ρόδα, κι ας είναι κόκκινα σαν και τούτο".
Καλά, τρελάθηκα! Έχει πλάκα λέω να τα πιστεύει όλα τούτα που μου αραδιάζει. Μη στα πολυλλογώ μας πήρε η νύχτα, όλο τ' απόγευμα κουβεντιάζαμε, το ωραιότερο απόγευμα της ζωής μου. Ύστερα ήρθε ο αδερφός μου και μαζεύτηκα. Ξέχασα να γράψω ότι γύρισε γιατί βγήκαν τ' αποτελέσματα και πέρασε στην Ξάνθη. Φεύγουνε όλοι αύριο να πάνε να ψάξουν για σπίτι. Ευκαιρία, λέει, να πάνε λιγάκι και στη Χαλκιδική. Ευκαιρία, βέβαια, αλλά για ποιον; Δεν ξέρω αν με πιάνεις;

Τετάρτη 9 Αυγούστου

Του το 'ριξα! Όλη μέρα το ετοίμαζα και τελικά ήταν πιο εύκολο απ' ότι νόμιζα. Πως είμαι μόνη μου κι ότι φοβάμαι που λείπουν όλοι και τέτοια. Κι αν συμβεί κάτι.."Βάλε μια φωνή" μου λέει, "μια πόρτα είμαστε". "Ναι αλλά εσύ πολλά βράδια λείπεις", του λέω, "αν συμβεί κάτι, αν πάει να μπει κανείς.." και πάνω εκεί..
..μου δίνει το τηλέφωνό του! Χα!

Πέμπτη ξημερώματα

Πού να κλείσω μάτι, μπορώ; Βλέπω μια μαλακία με βρυκόλακες στην τηλεόραση. Τους βλέπω να δαγκώνονται και φαντάζομαι τον Κυριάκο. Θα γίνει δικός μου. Πριν έρθει η Ρίτα.



ο νέος γείτονας




Κυριακή 12 Ιουνίου

Ξύπνησα μ' ένα τρομερό πονοκέφαλο. Το πάρτυ της Έλενας γαμάτο αλλά το παράκανα με τη βότκα και τους μπάφους. Η Μίλυ είχε φέρει και χάπια που εγώ βέβαια δεν τα βάζω στο στόμα μου. Κάθομαι τώρα νεκρή στη βεράντα, πρώτη φορά που δεν μπορώ τον ήλιο. Έχω τραβήξει την ξαπλώστρα στη σκιά κι έχω αδειάσει ήδη μια κανάτα νερό (και ποιος σηκώνεται να τη γεμίσει;)
Ο Σταύρος πολύ μαλάκας। Μ' έχει ταράξει στα μηνύματα. Δεν γουστάρω πια αγοράκι μου...ΔΕΝΝΝ-ΓΟΥΣΤΑΡΩ! Ε μα!

Πεινάω!!! Τι καλά να 'ρχότανε τώρα η μάνα μου μ' αυτές τις μαλακίες που της αρέσει ν' αλίβει (πώς σκατά γράφεται αυτό;) ή μ' ένα μεγάλο μπολ κορνφλέικς. Αλλά λείπει βλέπεις η μαλάκω. Τέσπα.
Άσχετο. Μας ήρθε καινούργιος γείτονας;

Δευτέρα 13 Ιουνίου

Ο Σταύρος μου τα 'κανε πάλι νταούλια. ΔΕΝ-ΠΑΕΙ-ΑΛΛΟ!!!

Δευτέρα 20 Ιουνίου

Πολύ παιδί ο γείτονας. Χτες πιάσαμε την κουβέντα. Δουλεύει στο νοσοκομείο (γαμάτο;) κάτι σα γιατρός αλλά δεν κατάλαβα. Πάντως φοράει άσπρη μπλούζα την είδα στη μπουγάδα τους. Α ναι, είναι παντρεμένος το μανάρι μου, κρίμα! Είμαι σίγουρη πως όποτε γυρνούσα πλάτη κοίταζε τον κώλο μου. (Δεν τον αδικώ, έχω και γαμώ τους κώλους!)

Δευτέρα απόγευμα

Είδα τη γυναίκα του και OMG είναι έγκυος! Καλέ τι έγκυος, αυτή έχει μια κοιλιά μέχρι το στόμα!

Πέμπτη 23 Ιουνίου

Σήμερα πέτυχα το γείτονα στο πάρκιν. Όταν με είδε πίσω απ' το τιμόνι γούρλωσε τις ματάρες του. Του εξήγησα γλυκά-γλυκά ότι τον Οχτώμβριο κλίνω τα δεκαενιά (μάλλον 2 νι θέλει αυτό αλλά δεν παίρνω και όρκο.) Δεν ξέρω αν το πίστεψε. Κι όμως είναι αλήθεια! Τι φταίω γω αν μικροδείχνω;
Α ναι! Τον λένε Κυριάκο!

Κυριακή 26 Ιουνίου

Τα κοιτάζει! Τα πόδια μου, το τσεκάρισα. Σίγουρα ζουμάρει και στον κώλο μου. Φοράει κάτι περίεργα φαρδιά και δεν καταλαβαίνω αλλά είμαι σι-γου-ρη ότι του γίνεται τούμπανο. Κι είναι πολύ γλυκός. Τον βλέπω έτσι φουντωμένο και τον λυπάμαι αλλά...Τι να σου κάνω; Παντρειά δεν ήθελες; Τι ξενοκοιτάζεις τώρα; Με γκαστρωμένη γυναίκα. Ντροπή!

Σάββατο 2 Ιουλίου

Θα βγει. Δεν θα βγει. Θα βγει. Δεν θα βγει. Βαριέμαι αφόρητα. Πόσες ώρες κοιμάται ο άνθρωπος; Εντάξει, είχε υπηρεσία το βράδυ αλλά κοντέβει πέντε. Έλεος!

Κυριακή 3 Ιουλίου

Τελικά χτες δεν τον είδα καθόλου. Είχα κάτι νεύρα! Νεύρα και κάβλες. Ήτανε κι η ζέστη...μάτι δεν έκλεισα όλη νύχτα. Σε μια στιγμή μου φάνηκε ότι τον άκουσα και πετάχτηκα απ' το κρεβάτι μες στ' άγρια μεσάνυχτα αλλά οι φωνές ήταν από μέσα...διασκεδάζανε τα πουλάκια μου. Η κοιλιά κοιλιά και ο πούτσος πούτσος! Ωχ, νάτο πάλι που τα θυμήθηκα. Και δεν μπορώ και να χαϊδευτώ η γυναίκα! Κάτι η ζέστη, κάτι το τρίψε-τρίψε έχω κάνει έγκαυμα. Όχι να μαλακιστώ, ούτε να κλείσω τα πόδια μου δεν μπορώ η ρουφιάνα!

Δευτέρα ξημερώματα

Τέτοια ώρα το ξέρω δεν είναι για γράψιμο αλλά πρέπει να στα πω! Ήμουνα τόσο κουρασμένη το μεσημέρι που έτσι δα πήγα να κάτσω λίγο στο κρεβάτι και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο που τον έβλεπα στον ύπνο μου. Τον Κυριάκο ντε! Κι άκουγα και τη φωνή του, πεντακάθαρα. Όταν ξύπνησα και κατάλαβα πως είναι στη βεράντα πετάχτηκα έξω όπως ήμουνα. Τον είδα που με κοίταζε και μ' έκοψε κρύος ιδρώτας, έχει γούστο λέω...όχι, εντάξει, ευτυχώς δεν είχα γδυθεί. Μονάχα το σουτιέν είχα βγάλει και η μπλούζα μου (ξέρεις μια ριγέ, θαλασσί με γκρι και άσπρο κι ένα κουμπάκι μπροστά) είναι κάπως ανοιχτή. Ήτανε και το κουμπί ξεκούμπωτο...κοντέψανε να του πεταχτούνε τα μάτια του κακομοίρη. Σηκώθηκε να πάει μέσα αλλά του πιασα κουβέντα και δεν τον άφηνα. Είχα γίνει μούσκεμα. Έλεγα θα τρέξουν τα ζουμιά στα μπούτια μου και θα τα δει. Κι αν τα 'βλεπε; Το πολύ-πολύ να του 'δινα να γλίψει λίγο (Πλάκα κάνω βέβαια!) Αυτός λες κι είχε καταπιεί τη γλώσσα του! Στο τέλος χώθηκε μέσα οπότε έφυγα κι εγώ σφαίρα για δάχτυλο αλλά πού! Λυσάξανε όλοι! Πρώτα η μάνα μου, μετά τα τηλέφωνα. Ύστερα ήρθαν κι οι φίλοι του πατέρα μου να δούνε ποδόσφαιρο. Και πόσο μεγάλωσες και τι κούκλα που έγινες...Άσχετο! Οι άντρες όταν αρχίζουν να γερνάνε πρέπει να τα ψιλοπαίζουνε, έτσι; Βλέπουν γυναίκα και τους γυρνά το μάτι ανάποδα. Εντάξει, φορούσα κι εγώ εκείνο το φρου-φρου που ίσα-ίσα καλύπτει τα κωλομέρια αλλά από κάτω φορούσα σορτς! Σε παρακαλώ! (Ο μπαμπάς φαινόταν να 'χει φάει χοντρή φρίκη κι έκανε κάτι νοήματα στη μάνα μου) Πήρα κι εγώ το Λούκο (το σκυλί) κι εξαφανίστικα. Γύρισα κι έκανα βουτιά στο κρεβάτι και μέχρι τώρα τριβόμουνα. Δεκαεφτά φορές τελείωσα. Τις μετρούσα!