13 Φεβ 2011

88 τετραγωνικά



“Παππού, θα παίξουμε μονόπολυ;”
Τον είπε παππού.
“Το Υπατάκι πού είναι;”
“Οι δυο μας παππού! Ας τηνε την Υπατία!”
“Μα είναι αδελφή σου. Κι ύστερα, μονόπολυ με δύο δεν πάει.”
“Πάει! Προχτές πώς πήγαινε;”
Σούφρωσε τα χείλη του με πείσμα.
“Η Υπατία είναι μικρή και κάνει βλακείες. Θα μας μπερδεύει τα λεφτά!”
“Τότε να παίξουμε κάτι άλλο.”
“Τι άλλο; Εμένα μ' αρέσει η μονόπολυ.”
“Σ' αρέσει να κτίζεις σπίτια;”
“Μ' αρέσει να τ' αγοράζω. Θέλω να έχω λεφτά, πολλά λεφτά. Θέλω...”
“Διόφαντε, μη ζαλίζεις τον κύριο Νίκο, παιδί μου.”
“Δεν με ζαλίζει. Δεν με πειράζει καθόλου, σας διαβεβαιώ.”
“Έχεις τελειώσει τα μαθήματά σου;”
“Μόνο Ιστορία, μαμά. Αφού, την Ιστορία την κάνουμε μαζίι...”
“Την έχεις διαβάσει μια φορά μόνος σου;”
“Βαριέμαι να τη διαβάζω μόνος μου. Να τη διαβάσω με τον κύριο Νίκο;”
“Πάλι ο κύριος Νίκος θα την πληρώσει. Αφού σε ανέχεται...”

“Αυτό που κάνετε είναι καταχρηστικό και παράνομο. Και ηθικά απαράδεκτο.”
“Α, ηθικά.”
“Ναι, ηθικά. Τι παράδειγμα δίνετε στα παιδιά σας;”
“Τα παιδιά μου να μην τ' ανακατεύεις. Κάνε πρώτα κι εσύ να δεις τη γλύκα...”
“Ωραίο επιχείρημα! Κάπως μικρόψυχο, θα πρέπει να παραδεχθείς.”
“Καθόλου μικρόψυχο. Είναι πολύ πιο εύκολο να ποιείς τη στρουθοκάμηλο όταν είσαι βολεμένος κι όταν έχεις ν' ανησυχείς μονάχα για τον κώλο σου! Και να αγορεύεις ανεύθυνα περί ηθικής, αναπαράγοντας τα στερεότυπα του συστήματος.”
“Εγώ αναπαράγω τα στερεότυπα; Δεν γνωρίζεις καν τι σημαίνει η λέξη.”
“Ίσως. Δεν είμαι εγώ ο δάσκαλος της έκθεσης. Προφανώς, οι μαθητές σου σκίζουν στις εξετάσεις χάρη στις ριζοσπαστικές απόψεις που τους καλλιεργείς.”
“Σας παρακαλώ, μην τσακώνεστε. Θα ξυπνήσετε τα παιδιά.”
“Ο ριζοσπαστισμός, όπως τον εννοείς, είναι απλώς ασυδοσία. Πόλεμος! Ζούγκλα!”
“Ζούγκλα είναι ο κόσμος που υπερασπίζεσαι! Ο κόσμος που εγώ προσπαθώ να αλλάξω!”
“Ναι, ε; Πώς ακριβώς προσπαθείς; Με το να επιδιώκεις τη βολή των βολεμένων;”
“Σας παρακαλώ, κύριε Νίκο. Εσείς συνήθως είστε ήρεμος. Τι πάθατε σήμερα;”
“Να με συγχωρείτε, κυρία μου, αλλά η υποκρισία μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. Κάντε ό,τι θέλετε, διαλύστε τα όλα, αλλά μην παριστάνετε τους αναμορφωτές. Μην παριστάνετε τους επαναστάτες! Θέλετε να είμαι και ήρεμος! Γαμώ την ξεφτίλα μου μέσα!”

“Παππού, εσένα σ' αρέσει η Μπάρμπι μου;”
Τον είπε παππού.
“Μ' αρέσει κορίτσι μου, είναι πολύ όμορφη.”
“Η Σιμόνη, όμως, λέει ότι η δικιά της είναι πιο ωραία.”
“Σημασία έχει τι νομίζεις εσύ.”
“Εγώ νομίζω ότι η δικιά μου είναι πιο όμορφη. Και έχει πιο ωραία ρούχα. Θέλεις να δεις τα ρούχα της;”
“Γλυκιά μου, μη ζαλίζεις τον κύριο Νίκο. Οι μεγάλοι άντρες δεν παίζουν με κούκλες. Τα κοριτσάκια παίζουν με κούκλες.”
“Όχι, τι λες! Κι οι παππούδες παίζουν με τις κούκλες! Ο παππούς της Σιμόνης...”
“Να σου πω! Μας ζάλισες! Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η Σιμόνη;”
“Είναι φίλη μου στο νήπιο. Εσύ μπαμπά δεν την ξέρεις, μόνο η μαμά την ξέρει. Έρχεται και την παίρνει ο παππούς της. Εσύ, μου λέει, δεν έχεις παππού; Έχω, της λέω, έχω! Και, μου λέει, γιατί δεν έρχεται να σε πάρει ο παππούς σου;”
“Κι εσύ, τι της λες;”
“Γιατί έρχεται η μαμά μου. Οι μαμάδες παίρνουν τα παιδιά απ' το νήπιο, όχι οι παππούδες! Και το Δημητράκη η μαμά του τον παίρνει. Και την Κατερίνα η μαμά της την παίρνει. Όλους η μαμά τους τους παίρνει.” Πήρε μια ανάσα ικανοποίησης. “Θα έρθεις μια μέρα να με πάρεις κι εσύ παππού;”
“Ίσως έλθω κάποια μέρα μαζί με τη μαμά.”
“Γιούπιιι!”

“Δεν έκανα καλά; Τι να της έλεγα;”
“Δεν ξέρω. Ίσως δεν είναι πολύ καλή ιδέα που τ' αφήνουμε να σε φωνάζουν 'παππού'.”
“Γιατί όχι; Εμένα, πάντως, δεν μ' ενοχλεί.”
Τον κοίταξε με βλέμμα σκεπτικό, ανεξιχνίαστο. “Είσαι σίγουρος;” ρώτησε.
“Φυσικά”, απάντησε εκείνος.
Αλλά δεν ήταν.

“Τι ώρα θα μπορώ να κάνω χρήση της κουζίνας;”
“Καλημέρα, κύριε Νίκο. Ελπίζω να μην σας ξυπνήσαμε.”
“Εμ... καλημέρα. Έχω ξυπνήσει από νωρίς. Ήπια τον καφέ μου παίζοντας σκάκι με τον υπολογιστή. Άκουσα τα παιδιά που έφυγαν για το σχολείο κι ύστερα τον σύζυγό σας που έφυγε... υποθέτω για τη δουλειά.”
“Πηγαίνει στα γραφεία του κινήματος. Κάποιες μέρες υπάρχει δουλειά... κάποιες άλλες όχι. Με ρωτήσατε κάτι για την κουζίνα;”
“Ναι. Θα ήθελα, αν δεν είναι πρόβλημα...”
“Να την χρησιμοποιήσετε. Και βέβαια. Θα φάτε μαζί μας;”
“Ε, να...εγώ... έχω τις συνήθειές μου, ξέρετε.”
“Ναι, ξέρω. Τα ζυμαρικά σας. Δεν έχω ξαναδεί ντουλάπι με τόσα πολλά και διαφορετικά είδη ζυμαρικών. Και όλες αυτές οι σάλτσες, τακτοποιημένες σε βάζα, κάθε μια με το καρτελάκι της: “πράσινη πιπεριά, τσίλι και πάπρικα”, “μπαχάρι και βασιλικός”, “ μαϊντανός, σκόρδο και ρίγανη”. Καταπληκτικό!”
“Ε, είμαι μόνος μου και...”
“Και έχετε πολύ ενέργεια και μεράκι. Δοκίμασα αυτήν που είδα πως έχει ανοιχτεί, ελπίζω να μην σας πειράζει.”
“Σας άρεσε;”
“Τη βρήκα υπέροχη. Μπήκα στον πειρασμό να τη χρησιμοποιήσω για να γλιτώσω το μαγείρεμα. Είμαι πολύ τεμπέλα.”
“Ε... φυσικά, κανένα πρόβλημα...”
“Ύστερα, σκέφτηκα ότι δεν είναι σωστό χωρίς την άδειά σας... κι εξάλλου είχα ήδη μουλιάσει τα φασόλια. Λοιπόν, θα φάτε φασολάδα μαζί μας; Αύριο θα μας κάνετε το τραπέζι εσείς κι εγώ θα τεμπελιάσω, τι λέτε;”
“Αν είναι για το ιερό δικαίωμα στην τεμπελιά...”
“Σύμφωνοι;”
“Σύμφωνοι.”

“Και δεν σε ξαναπροσέλαβαν;”
“Όχι, παρότι είχαν δεσμευτεί. Η Λίνα ήταν τότε έγκυος στην Υπατία. Κόντεψα να τρελαθώ. Δούλευα ντελιβεράς για τρεις κι εξήντα τα βράδια κι είχα τις δόσεις του σπιτιού και του αυτοκινήτου να τρέχουν.”
“Και τι έκανες;”
“Τι να κάνω; Πρώτα πούλησα τη μηχανή. Έκαιγε και πολύ. Πήρα ένα μεταχειρισμένο παπάκι, ίσα-ίσα για τη δουλειά. Μετά, όταν τράκαρα και δεν μπορούσα να δουλεύω, άρχισα να φορτώνω την κάρτα. Στο τέλος μας κάνανε έξωση από το σπίτι κι έτσι βρεθήκαμε, μέσω γνωστού-γνωστής, στο κίνημα.”
“Τραγικό.”
“Τραγικό, λες, ε; Κι όμως, εξακολουθείς να μην ξέρεις τίποτα. Για σκέψου λίγο, όλες αυτές τις σπιταρόνες που έμπαινες για να παραδώσεις τα χρυσοφόρα σου ιδιαίτερα. Μεγαλοεκθεσάς, πρώτο όνομα στην πιάτσα, πόσα ξηγιόσουνα; Πενήντα η ώρα, εβδομήντα, εκατό; Τα ξέρω καλά, τα ίδια κουδούνια χτυπούσα κι εγώ. Για είκοσι ευρώ τη βραδιά συν τα τυχερά...”
“Τα τυχερά”, ξανάπε κουνώντας το κεφάλι του. “Τις λάμες στα πόδια.”

“Νίκο, ο Φάνης με πειράζει.”
“Τι σου κάνει;”
Κύριε Νίκο, έχουμε πει Υπατία.”
“Μπαμπά, ο Φάνης με πειράζει. Μου σπρώχνει το χέρι. Ορίστε, έκανα μουτζούρα! Εεε, σταμάτα, ΣΤΑΜΑΤΑΑΑ!”
“Διόφαντε, γιατί το κάνεις αυτό παιδί μου; Γιατί χαλάς τη ζωγραφιά της αδελφής σου;”
“Αφήστε τους, κύριε Νίκο, θα τους αναλάβω εγώ. Διόφαντε, έλα δω. Έλα εδώ αμέσως!”
“Τι θέλεις;”
“Τι σημαίνει τι θέλω; Κοίταξέ με! Γιατί μουτζούρωσες τη ζωγραφιά της Υπατίας;”
“Δεν τη μουτζούρωσα! Της την έφτιαχνα! Αφού δεν ξέρει να την κάνει καλά.”
“Έχουμε πει να μην την ενοχλείς όταν κάθεται ήσυχη. Πήγαινε στο δωμάτιό σου! Τιμωρία!”
“Να έρθει κι ο κύριος Νίκος.”
“Ο κύριος Νίκος βλέπει τηλεόραση. Κι εξάλλου είσαι τιμωρία. Πήγαινε στο δωμάτιό σου, τώρα!”
“Θα δω κι εγώ τηλεόραση. Δεν θα την ξαναπειράξω, στο υπόσχομαι!”
“Διόφαντε, μην τραβάς το σκοινί. Πήγαινε με το καλό, για να μην σε πάω με το ζόρι.”
“Μα τι θα κάνω στο δωμάτιο μόνος μου; Αφού σου λέω ότι δεν θα το ξανακάνω.”
“Διόφαντε, άκουσε τον πατέρα σου. Οι τιμωρίες είναι νόμοι που πρέπει να αντιμετωπίζουμε με γενναιότητα.”
“Καλλλά. Πηγαίνω.”

“Κοίτα, χωρίς να θέλω να φανώ αγνώμων, δεν είσαι υποχρεωμένος να συμμετέχεις σ' αυτά.”
“Ποια αυτά;”
“Τις... ενδοοικογενειακές μας διενέξεις.”
“Είναι μια εύσχημη διατύπωση του 'μην ανακατεύεσαι';”
“Είναι μια εύσχημη διατύπωση του 'δεν βλέπω το λόγο να ανακατεύεσαι'.”
“Το ότι είμαι υποχρεωμένος να παρίσταμαι ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς δεν αποτελεί ένα λόγο;”
“Αν το βλέπεις ως αντεκδίκηση...”
“Καθόλου. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου.”
“Έτσι πιστεύω κι εγώ. Καλύτερα λοιπόν να μην τα μπερδέψουμε τα πράγματα. Ας κρατηθούμε σε μια διακριτική απόσταση.”
“Κοίταξε να δεις. Στην ηλικία σου συνήθιζα να κρατώ, όπως λες, 'διακριτικές αποστάσεις'. Μου ήταν εξαιρετικά εύκολο.”
“Ενώ τώρα; Σου είναι δύσκολο. Αυτό εννοείς;”
“Περίπου.” Στα μάτια του κάποια σκέψη, κάτι, τον ενοχλούσε. “Φαίνεται πως έγινα ο γερο-περίεργος που πάντα απευχόμουν.”

“Θα μου λύσεις μια απορία, Λίνα;”
“Ό,τι θέλεις.”
“Πώς με επιλέξατε;”
Σκούπισε τα χέρια της, που στάζαν απ' το νεροχύτη και κάθισε δίπλα του.
“Εννοείς, αν είχαμε πάρει πληροφορίες για σένα;”
“Αυτό ακριβώς εννοώ.”
“Φυσικά και είχαμε. Για την ακρίβεια, εγώ ήξερα για σένα πολύ πριν σκεφτούμε το σπίτι σου.”
Περίμενε την ερώτησή του, αλλά εκείνος την κοιτούσε υπομονετικά χωρίς να πει τίποτα.
“Με τη Μαρία τη Σταματέλου είμαστε πολύ φίλες.”
“Α, το Μαράκι...”
“Μέλι έσταζε το στόμα της. Ήτανε και λίγο τσιμπημένη...”
“Ώστε αυτή ήταν η σύστασή μου... Μια πρώην τσιμπημένη μαθήτρια...”
“Τι σημαίνει αυτό; Γιατί αυτή η πικρία;”
“Με συγχωρείς, δεν είναι πικρία. Ένα είδος αυτοσαρκασμού... Στην ηλικία μου, αναρωτιέσαι συχνά για το τι πέτυχες στη ζωή σου. Κανονικά, η εκτίμηση των ανθρώπων που είχες την τύχη να επηρεάσεις θα 'πρεπε να είναι αρκετή αλλά, για κάποιο λόγο, δεν είναι.”
“Εγώ πιστεύω ότι αυτή η πικρία που αρνείσαι, έχει να κάνει με κάποιο αίσθημα ανεκπλήρωτου, κάποιο αίσθημα αποτυχίας για να το πούμε πιο χύμα. Ίσως αναρωτιέσαι, κατά πόσο μέτρησε για μας το ότι δεν έχεις οικογένεια ή κάποιες ανταγωνιστικές φιλοδοξίες.”
“Είσαι πολύ έξυπνη.”
“Ευχαριστώ. Φυσικά και μέτρησε. Όπως επίσης το γεγονός ότι έχεις ευχάριστο, συγκροτημένο χαρακτήρα και δεν καπνίζεις.”
“Μέτρησε κι αυτό;”
“Φυσικά. Η μικρή υποφέρει από άσθμα κι εγώ σιχαίνομαι τις κουρτίνες που βρωμάνε τσιγαρίλα. Άσε που είναι ιδιαίτερα άβολο να ξέρεις ότι στρεσάρεις κάποιον που ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για έμφραγμα. Ενώ, αν είναι ένας αθλητικός πλέι-μπόι...”
“Αυτή είναι η περιγραφή της Μαρίας για μένα; Ένας 'αθλητικός πλέι-μπόι';
“Περίπου.”
Προσπάθησε να ερμηνεύσει το χαμόγελό της. Φιλαρέσκεια; Πιθανόν.
“Αν ήμουν στη θέση του Στέφανου, δεν ξέρω κατά πόσον θα με καθησύχαζε μια τέτοια περιγραφή. Ένας γυναικάς, σαν να λέμε, έστω κι αν έχει πατήσει πια τα εβδομήντα, μόνος στο σπίτι του με τη γυναίκα μου.”
“Το σπίτι ΤΟΥ, τη γυναίκα ΜΟΥ. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις πόσο ασήμαντα ακούγονται, όταν έχεις ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, αυτά τα κτητικά;”
Της είχε έτοιμη την απάντηση. “Προσφέροντας. Για την ώρα, ο μόνος παραιτημένος από ιδιοκτησιακά δικαιώματα εδώ μέσα είμαι εγώ.”
Τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς νάζι, ύστερα σηκώθηκε και βγήκε από την κουζίνα. Όταν επέστρεψε δεν φορούσε τίποτα. Κάθισε στο τραπέζι μπροστά του, τραβώντας τα πόδια επάνω στη στάση του λωτού. Το μουνί της του φάνηκε παράλογα, απαράδεκτα ανοχύρωτο, χωρίς την προστασία έστω μιας μικρής υποψίας εφηβαίου. Σκέφτηκε ότι θα πρέπει να έδειχνε εντελώς ξεδιάντροπος και γελοίος ο τρόπος που το παρατηρούσε και βιάστηκε ν' αποστρέψει τα μάτια του.
“Αυτό είναι το σώμα ΜΟΥ και σου παραχωρώ -χωρίς την αξίωση κανενός ανταλλάγματος- το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις.” Είδε που την κοίταζε σαν βλάκας. “Μέχρι να επιστρέψουν τα παιδιά, βέβαια”, συμπλήρωσε.

“Ποιοι είστε εσείς; Πώς μπήκατε στο σπίτι μου;”
“Καταληψίες, του Κινήματος Ενάντια στην Αστική Ιδιοκτησία. Το σπίτι αυτό κοινωνικοποιήθηκε. Εδώ είναι η Διακήρυξη του Κινήματος. Σας δίνουμε την ευκαιρία να...”
“Τις έχω διαβάσει τις διακηρύξεις σας. Μιλάνε για το σκάνδαλο των μεγάλων ακίνητων περιουσιών, την ίδια στιγμή που χιλιάδες άστεγοι παλεύουν με το κρύο και την έλλειψη στοιχειώδους υγιεινής. Δεν βλέπω τι σχέση έχω εγώ και το σπίτι μου των ογδόντα τετραγωνικών...”
“Ογδόντα οκτώ.”
“Ορίστε;”
“Το σπίτι σας των ογδοντανταοκτώ τετραγωνικών, στο οποίο κατοικείτε εδώ και πολλές δεκαετίες ολομόναχος.”
“Είναι παράνομο αυτό;”
“Δεν είμαστε νομικοί. Στην πραγματικότητα, αδιαφορούμε για τη νομιμότητα. Σύμφωνα με το πνεύμα της διακήρυξης, η κατοχή οικίας τέτοιου μεγέθους από ένα μόνο άτομο μπορεί να μην είναι παράνομη, είναι όμως αντικοινωνική. Στο εξής θα πρέπει να περιοριστείτε στο ανατολικό τμήμα του σπιτιού, όπως ορίζεται από αυτό εδώ το σχέδιο.”

Άκουσε τις φωνές της από την κρεβατοκάμαρα. Άργησε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν φωνές, μέχρι που έγιναν ουρλιαχτά, κραυγές υστερίας. Χαμήλωσε τη μουσική για να βεβαιωθεί. Ύστερα χύθηκε στο διάδρομο.
Τον κρατούσε στα χέρια της σπαράζοντας με λυγμούς (“θε μου τι άλλο; τι άλλο;”) και το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας πάνω στα ρούχα της. Θα πρέπει να γλίστρησε παίζοντας. Έτρεξε στο μπάνιο κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι. Το 'βαλε στο σαγόνι του αγοριού κι έσπρωξε πάνω το χέρι της. “Δεν είναι τίποτα”, της είπε. “Θα τον πάμε στο νοσοκομείο να του το ράψουν.”
Στο δρόμο προσπαθούσε να κρατά σταθερά το τιμόνι και να μην σκέφτεται. Χρόνια είχε να οδηγήσει έτσι. Το τραύμα ήταν βέβαια επιπόλαιο παρά το βάθος του κοψίματος. Αργότερα θα ξαναζούσε όλη αυτήν την ταραχή και θα θυμόταν καθαρά μια -παράδοξη για την κρισιμότητα της στιγμής- σκέψη να αναδύεται μαζί με ένα αίσθημα απόλυτης ευθύνης. Έκοψε το τιμόνι απότομα και μπήκε στην αυλή του νοσοκομείου.

“Είναι σίγουρο;”
“Εκατό τοις εκατό.”
Είχε πάρει τα χέρια του στα δικά της, λες και τον παρηγορούσε. “Η δικηγόρος είπε ότι θα υπογραφεί αύριο. Όχι ότι όλα είναι εντάξει, αλλά τουλάχιστον παίρνουμε πίσω το σπίτι. Τα βάσανά σου τελειώνουν.”
Την κοίταξε με παραπονεμένη αξιοπρέπεια. “Και τα δικά σας”, συμπλήρωσε.
Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί σαν αέρα. “Δεν εκμεταλλεύτηκες ποτέ την προσφορά μου”, είπε σαν να τον μάλωνε.
“Στην ηλικία μου, συνηθίζει κανείς στην ιδέα ότι τα πράγματα πρέπει να γίνονται μ' έναν ορισμένο τρόπο ή καθόλου.”
Του έβγαλε τη γλώσσα. “Ξέρεις τι είσαι; Ένας ρομαντικός γερο-ανόητος που έχει πρόβλημα με την ηλικία του. Όταν φύγω θα μετανιώσεις που δε μου 'ριξες τον πήδουλο που χρειαζόμουν για να 'ρθω στα ίσα μου.”
“Μετανιώνω ήδη. Άντε, ξεκόλλα από πάνω μου.”
“Είναι λίγο δύσκολο όταν μου κρατάς τα κωλομέρια.”
“Α, ναι... συγγνώμη... και σ' ευχαριστώ που δεν λες αυτό που σκέφτεσαι.”
“Τι σκέφτομαι;”
“Ότι στην πραγματικότητα φοβάμαι την άλλη κατάληψη. Τη μέσα. Την ανατροπή του μικρού μου κόσμου. Αυτό δεν σκέφτεσαι;”
Τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή. “Η μικρή περιμένει να την πάρεις απ' το σχολείο”, είπε στο τέλος.

Απομακρύνθηκε αργά, σα να χόρευε μόνη της. Απόμεινε να την κοιτάζει μ' ένα αίσθημα κενού κι εκείνη την αμφίβια σκέψη και πάλι κάπου στα σκοτεινά του μυαλού του, τη σκέψη που φίμωνε κι αυτή αναδεύονταν δυόμιση μήνες, το σαράκι που τον τριβέλιζε κι αυτός επίμονα κι ενάντια σε κάθε λογική τ' απόδιωχνε και τ' αρνιόταν, ότι όλο αυτό, ετούτη η τρέλα, κάποια στιγμή, αναπότρεπτα, θα τελειώσει.



5 Φεβ 2011

τραγουδάκι ΙΙΙ



βγαίνει κάπως στραβό
όπως τραβώ
μ' εμβρυουλκό το πενάκι
-φενάκη

κρίμας τον τοκετό
το κοιτώ
στο χαρτί το τυλίγω
τι λίγο!

τραγουδιών ε λοιπόν
ελλιπών
ο Καιάδας τα σύννεφα
ας είναι