18 Ιουν 2015

διάφανη


πώς το λέγαν εκείνο το νησί;
φορούσες ένα σκοτάδι διάφανο σαν φως της αβύσσου
σειρήνα της πλώρης ακίνητη με το βλέμμα εμπρός
στην ξηρά που σιμώνει απαλά με των γλάρων τα πείσματα

οι τόποι πώς δείχνουν αλλιώτικοι είπες το σούρουπο
δίκοπες λέξεις λεπίδες γυμνές με το πόδι μετέωρο
(τα δάχτυλά του κλειστά μικροί ψαράδες παράξενοι)
στιγμιαία μετέωρο μ' ένα ανατρίχιασμα στην υγρή επαφή
και μια αγωνία ψυχρή μες στων ματιών σου το άδυτο
έτσι καθώς αργά βυθίζεσαι μισή στο νερό
καθώς αργά βυθίζεσαι στη σιωπή και στου χρόνου τον όλεθρο

κι εγώ, ποιος μές στο διάφανο σύθαμπο ήμουν εγώ
με τα μαύρα πανιά και τα μάινα ποιος ήμουν
καθώς την πλάτη γυρνάς και τι χρώμα έχουν οι στάχτες στα μάτια σου
το βουβό μέσα παράπονο η πληγή σου τι χρώμα
καθώς στρέφεις και φεύγεις όλη ένα χρώμα δεν ήμουν εγώ
πολεμιστής δεινός χρισμένος ανόητος δεν ήμουν
με των γεμάτων ιστίων μου την άγρια βιασύνη
μ' ένα νήμα στα χέρια δεν ήμουν κοριτσίστικα όνειρα
εγώ στην πλώρη κοιτώντας εμπρός πάντα εμπρός στο τρεμάμενο σούρουπο
στη σιωπή να μακραίνεις ξανά και στου χρόνου τον όλεθρο


καθώς φεύγεις κι απλώνεις

κι όλη διάφανο γίνεσαι σύθαμπο



η εικόνα από σχέδιο του Παναγιώτη Βασιλάκου

19 Απρ 2015

ο τρελός σώζει την βασίλισσα



Είμαι ένα τέρας. Ένα ελεεινό τέρας που πρόδωσε όσους τον εμπιστεύτηκαν -το βασιλιά, τους συμπολεμιστές του, τους όρκους του. Εγώ, ο επικεφαλής της επίλεκτης ανακτορικής φρουράς, ο ήρωας της μεγάλης διαγωνίου που μέχρι χτες όλο το στράτευμα έπινε στ' όνομά του νερό κι από σήμερα φτύνει.. Που ήμουν έτοιμος να πέσω στο πεδίο της μάχης για την τιμή της παράταξής μου.. ποια μάγια μ' οδήγησαν εδώ, στις εσχατιές του βασιλείου, στο πικρό ανάθεμα;

Μέσα στη νύχτα ήρθε το μαύρο μαντάτο της καταδίκης σου κι ως το ξημέρωμα οργιάζαν τα διαβιβαστικά και οι φαντασίες. Ύστερα, η άκρως απόρρητη επιβεβαίωση της επικείμενης ανταλλαγής σου με τη λευκή μέγαιρα. Για το συμφέρον, λέει, της παράταξης, ένα μικρό τακτικό πλεονέκτημα, την -ίσως και υπό προϋποθέσεις- πολυπόθητη νίκη. Ποια νίκη; Τι αξία έχει μια τέτοια νίκη; Τι νόημα θα είχε η κυριαρχία σ' έναν κόσμο γεμάτο άθλιους λεγεωνάριους, που η ανάσα τους μαρτυρά νοθευμένο ρακί και τα βρωμερά βρακιά τους απλησιά κι ονειρώξεις;


Τρελός, με μάτι θολό κι αποκοτιά περίσσια έσπασα τις εχθρικές γραμμές, εκεί, στην άκρη της πτέρυγας που μ' είχαν οδηγήσει τα λάθη του άξιου επιτελείου μας. Διέσχισα βουνά και πεδιάδες στρωμένες κουφάρια, νηστικός, ξέπνοος, μ' έναν καημό, να προλάβω. (Να προλάβω τι και πώς, αν με ρωτούσες δεν ήξερα. Μονάχα τα μάτια σου. Μ' αυτό το βλέμμα, το γεμάτο θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη τότε που μπήκα μπροστά σε κείνον τον ιππότη, τη μια φορά που ειδωθήκαμε. Μέρες και νύχτες να με ζεσταίνει η λάμψη του κι η μουσική της φωνής που άκουγα κρυμμένος κάτω απ' τα παραθύρια σου κι έλεγα πως τραγουδά μόνο για μένα.)Έβαλα σπιούνους, λάδωσα φτωχούς πεζικάριους, λούφαξα σε στοές του πύργου σου δύσοσμες και διαδρόμους, προσμένοντας τη στιγμή. Κι εκεί, στο παραένα, την ύστατη τη σκοτεινή σου ώρα, προδομένη από τύρρανο ανάξιο και από φίλους και δικούς παρατημένη, έχοντας αποδεχτεί την άχαρη μοίρα σου σ' ένα παιχνίδι εξουσίας που δεν σ' αφορά, σένα που ήσουνα πλασμένη για τις χαρές του έρωτα κι έγινες πολεμίστρια δεινή με το μαστό κομμένο, σε βρήκα. Σα δαίμονας βγήκα μπροστά σου, άσκημος και ζωώδης, στ' άδυτα μέσα των αδύτων, την κάμαρή σου, μανιασμένος για επιβίωση. Σε πήρα στα χέρια μου. Πάλεψες κι αντιστάθηκες, εκλιπαρώντας να σ' αφήσω μ' αξιοπρέπεια ηρωίδας να πέσεις, θυσία στο βωμό της τιμής και της δόξας του αφεντός σου. Δεν σ' άφησα. Με τ' αυτιά μου κλειστά και με τα μπράτσα κλειδωμένα στο μισόγυμνο κορμί, σα ντροπιασμένη παλλακίδα σ' έσυρα λιπόθυμη.

Και τώρα σ' έχω εδώ, κυρά, στα τρύπια χέρια μου. Σ' αυτών των δίσεχτων καιρών την καταιγίδα, ένα χωριατόπαιδο π' ονειρεύτηκε δόξες και τιμές κι ήρθε η ζωή και του απόθεσε εκεί δα μία βασίλισσα. Τα δάκρυά μου σου μουσκεύουνε τα χείλη - σκιάζομαι μην ξυπνήσεις και με δεις τον ατρόμητο να κλαίω πάνω σου γονατιστός σαν παιδαρέλι.

Αν με περιφρονήσεις, αν με σιχαθείς, είμαι χαμένος.





Πρωτοδημοσιευμένο το 2008 -η εικόνα, αλιευμένη στο διαδίκτυο χωρίς γνώση άλλων στοιχείων

27 Φεβ 2015

το φαινόμενο σήραγγας




σκηνή τέταρτη



Λ: (σε κατάσταση ευφορίας -κρατά μια ψηφιακή βιντεοκάμερα στραμμένη προς τον εαυτό του) Ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους. Σκηνή πρώτη, πλάνο τέταρτο. (περιστρέφει την κάμερα στο χώρο) Εδώ βλέπουμε τα πολυτελή εντόσθια του τέρατος -συκώτια, σπληνάντερα. Αυτή η κοιλότητα είναι το στομάχι, όπου χωνεύεται ο πρωταγωνιστής μας. Φέρελπις νέος και τα λοιπά… στο κάτω-κάτω, ας πρόσεχε. Τα φονικά όπλα του κτήνους -κοπτήρες, σκυλόδοντα- βρίσκονται σε άλλη κοιλότητα, εκτός από έναν ξέμπαρκο…τραπεζίτη. Ζουμ στο μαλάκα. Τρε γκρο πλαν στο σατανικό βλέμμα. Η ένταση κορυφώνεται. Κατ!


Δ: Δεν βαρέθηκες τα καραγκιοζιλίκια τόση ώρα;


Λ: Καθόλου. Πρέπει να εκμεταλλευτώ και το τελευταίο λεπτό που μου απομένει.

Δ: Με το να γίνεσαι γελοίος;


Λ: Είναι η κληρονομιά μου στις επερχόμενες γενιές. Πώς ο Ιωνάς εισχώρησε στην κοιλιά του κήτους, πάλεψε με το δράκο και, τελικά, νικήθηκε στα μαρμαρένια αλώνια.


Δ: Μήπως τα ’χεις μπερδέψει λιγάκι;

Λ: Μπορεί. (ξανά προς την κάμερα) Μέα κούλπα. Η εξομολόγηση ενός αναρχικού. (την στήνει σε κάποιο τραπέζι ή ράφι) Γεννήθηκα σε μια φτωχική συνοικία της Αθήνας. Ο πατέρας μου μ’ έδερνε. Η μάνα με παραχάιδευε. Στο σχολείο, χρυσή μετριότητα. Μόνο στα μαθηματικά τα κατάφερνα. Μπήκα στο πανεπιστήμιο και ξέχασα να βγω. Δούλεψα στην παραπαιδεία, έβγαλα μαύρο χρήμα ασύστολα. Παντρεύτηκα. Απόκτησα σπίτι, δάνειο, υποθήκη. Ήρθε η κρίση. Αγωνίστηκα. Επιχείρησα όλες τις ενδεδειγμένες μορφές αντίστασης: φώναξα, έγλειψα, ξεπουλήθηκα. Καταψήφισα την κυβέρνηση. Υπερψήφισα την κυβέρνηση. Πέταξα γιαούρτια, αυγά. Μέχρι μπλογκ άνοιξα στο ίντερνετ. Στο τέλος τα πήρε όλα ο διάολος, η τράπεζα. Σπίτι, γυναίκα… Το παιδί που δεν ήρθε ποτέ…

Δ: Βιολιστή, την καντέντσα! (προς τον άλλο που τον αγριοκοιτάζει, απολογητικά:) Ένα ηλεκτρικό σόλο θα ταίριαζε λες καλύτερα;


Λ: Γιατί ρε παπάρα δεν μ’ αφήνεις να σκηνοθετήσω τη δολοφονία μου όπως θέλω εγώ;


Δ: Ανοησίες. Ακούει κι ο κόσμος. Κανείς δεν μπορεί να σκοτώσει έναν ήδη νεκρό.

Λ: (σηκώνοντας το μεσαίο δάχτυλο) Ξέρεις τι σου λέει ο νεκρός;

Δ: Πώς! Ότι το φάντασμά του πλανιέται πάνω απ’ την Ευρώπη.

Λ: Χο-χο! Πολύ πνευματώδες! Σου ’χω κι εγώ ένα. Ανοίγουν μαγαζί ο Πήτερ Παν, η Μάγια η Μέλισσα, ένας έντιμος τραπεζίτης και μια πρεζού. Ποιος βαστά το ταμείο;


Δ: Η πρεζού;

Λ: Ο τραπεζίτης. Το μαγαζί είναι στη Νέβερλαντ.


Δ: Καλό. Το άλλο, στην κόλαση, με το Μπακούνιν…


Λ: Το παρατραβάς.

Δ: Με συγχωρείς.

Λ: Σου φαίνεται αστείο. Άκου λοιπόν μια φιλοσοφία κι από μένα και γέλα όσο θες. Όταν η μεγαλύτερή σου βεβαιότητα καταρρέει, εκεί, αυτό, είναι η επανάσταση.


Δ: Μου θυμίζεις περί τίνος πρόκειται;

Λ: Ιούλιος 1789, Μάρτιος 1911, Οκτώβριος 1917, Ιούλιος 1953, Μάιος 1968. Σου θυμίζουν κάτι αυτές οι ημερομηνίες;


Δ: Ναι. Σχολείο. Και πόσο βαρετό μου φαινόταν το μάθημα της Ιστορίας. Ένας ανιαρός κύκλος επαναλήψεων.

Λ: Όχι τόσο ανιαρός γι' αυτούς που βρίσκονται στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Η Ιστορία είναι μια κυρία με απεριόριστο απόθεμα υπομονής.


Δ: Ίσως επειδή διαθέτει απεριόριστο χρόνο. Κρίμα που δεν μπορώ να πω το ίδιο για μας.


Λ: Ξέρεις κάτι; Μου είναι πολύ εύκολο να κατανοήσω τον κυνισμό. Μ' αυτόν μεγάλωσα. Εκείνο που πάντα με εντυπωσιάζει είναι ο συνδυασμός του κυνισμού με την αλαζονεία. Προδίδει ασυγχώρητη, βλακώδη άγνοια.

Δ: Άγνοια τίνος;

Λ: Της ασημαντότητας. Του ένα από χίλια ίσον χίλια. Της στατιστικής.

Δ: Της στατιστικής! (γελάει) Οκτωβριανή επανάσταση: πάνω από δέκα εκατομμύρια νεκροί. Σταλινικά σοβιέτ: νεκροί και εκτοπισμένοι, περισσότεροι από είκοσι εκατομμύρια. Μαοϊκή Κίνα: εξήντα εκατομμύρια. Στατιστικές ασημαντότητες σε σχέση με το έγκλημα της Γαλλικής επανάστασης: εξακόσιες χιλιάδες ψυχές, το εν τέταρτο του πληθυσμού της εποχής. Τουλάχιστον, ο Καπιταλισμός σ' αφήνει να διαλέξεις το σκοινί.


Λ: Απ' το Ίντερνετ ενημερώνεσαι ή σας τα μαθαίνουν στο ελ-ες-ι;

Δ: ΑΣΟΕΕ. Τροτσκιστές. Χίλια εννιακόσια εβδομηνταεπτά-χίλια εννιακόσια ογδονταένα………. Εκπλήσσεσαι;


Λ: Ειλικρινά, όχι. Αρκετά συνηθισμένη διαδρομή για φωνακλάδες των αμφιθεάτρων που καταλήγουν λακέδες του συστήματος.

Δ: Λακέδες…

Λ: Του συστήματος. Μην μου πεις ότι δεν χρησιμοποιούσες αυτήν την έκφραση, Σκρουτζάκο;

Δ: Έχει σημασία;

Λ: Όση και ποιο απ’ τ’ αρχίδια μου κουνιέται.


Δ: (τον κοιτάζει επιτιμητικά) Έχεις αναρωτηθεί γιατί όταν θυμώνεις, καταλήγεις πάντα στο θλιβερά μονότονο εκφραστικό μοτίβο αρχίδια-κώλος-μουνί;


Λ: Θα μου εξηγήσεις εσύ.


Δ: Διότι, θυμός και επιθυμία είναι τα βασικά κινητήρια ένστικτα του είδους μας. Χωρίς αυτή τη θαυμαστή τάση της συνείδησης για υπέρβαση, το πνεύμα, θα ’μασταν απελπιστικά, αξιοθρήνητα προβλέψιμοι. Από την άλλη, αν δεν υπήρχαν τα ένστικτα με τις χυδαίες τους απαιτήσεις, το πνεύμα θα πελαγοδρομούσε σε μια διαρκή αβεβαιότητα. Το μεγάλο όπλο του καπιταλισμού είναι ακριβώς το ότι απευθύνεται στο ένστικτο. Επιθυμία και επιθετικότητα. Νόμος της ζούγκλας. Μονόδρομος. Ασφάλεια. Όσοι τον εγκαταλείπουν έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε πλήθος αβεβαιότητες.

Λ: Λαμόγιο! Μ’ αυτές τις σοφιστείες καθαρίζεις τα ματωμένα νύχια σου;


Δ: Δεν έχω ανάγκη να καθαρίσω τίποτα. Έχω αποδεχτεί τη φύση μου.

Λ: Πόσο βολικό! Και το πνεύμα; Δεν είναι μέρος της φύσης σου αυτό; Τι απέγινε η θαυμαστή του τάση για υπέρβαση;


Δ: Την εκμεταλλεύομαι, φυσικά. Είναι εξαιρετικά απενοχοποιητική, αρκεί να ξέρεις να τη χειριστείς. Τα 'πε όλα ο Γαλλοαλγερινός. Είμαστε γεμάτοι ιδεοληψίες, με πρώτη και καλύτερη την επανάσταση. Που είναι, ουσιαστικά, επανάσταση ενάντια στο παράλογο, την κοινή, αδυσώπητη μοίρα μας.

Λ: Δεν θα το φανταζόμουν ότι πρέπει να εντρυφήσει κανείς στον Καμύ για να καταστρέφει χωρίς ενοχές τους συνανθρώπους του. Ούτε ότι η εξέγερση ενάντια στην αδικία αποτελεί ιδεοληψία.

Δ: Αν είσαι το θύμα της αδικίας, πιθανώς όχι. Σκέψου, όμως, πόσοι εξεγείρονται καθημερινά, χωρίς να είναι ούτε οι ίδιοι ούτε κάποιοι δικοί τους οι θιγόμενοι. Για τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, τη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ, τα δικαιώματα των ζώων. Ακόμα και για το σπίτι που έχασες. Στη συνείδηση του κόσμου, εσύ έχεις δίκιο και η τράπεζα άδικο. Κανείς δεν νοιάζεται αν δεν τήρησες τις δεσμεύσεις σου. Η απώλεια είναι πάντοτε παράλογη.


Λ: Καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν βλέπω το δράκο.


Δ: Αλήθεια; Γιατί δεν με πιάνεις. Όσο η εξέγερση είναι απλώς ιδιότητα της συνείδησης, άλλο τόσο είναι στη φύση μας να προσωποποιούμε τα αίτιά της παράγοντας εχθρούς. Εθνικούς, ταξικούς, αδιάφορο. Τη δεδομένη περίοδο, το κουστουμάκι του δράκου τυχαίνει να το φοράνε οι τράπεζες.

Λ: Τυχαίνει, ε;


Δ: Προφανώς. Είναι η συγκυρία τέτοια.


Λ: Α, η συγκυρία.


Δ: Κοίτα. Είμαι επιχειρηματίας, έτσι; Καρπώνομαι υπεραξίες κι όλα τα σχετικά. Το να με θεωρείς ταξικό αντίπαλο, δεν είναι καθόλου παράλογο. Παραλογισμός είναι όταν αρχίζεις να με αντιμετωπίζεις ως εχθρό της κοινωνίας. Εμπορεύομαι χρήμα, κάτι που έχει ανάγκη η αγορά για να λειτουργήσει, δεν είμαι έμπορος ναρκωτικών. Ούτε τρομοκράτης ούτε παιδόφιλος. Η δραστηριότητά μου δεν συνιστά απειλή. Ή –τουλάχιστον- όχι μεγαλύτερη απ’ ό,τι του φαρμακοποιού, του διαφημιστή, του επιστήμονα. Εννοώ ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσει τα προϊόντα μου.

Λ: Το ίδιο ισχύει και για τον έμπορο ναρκωτικών, ή κάνω λάθος;

Δ: Τα ναρκωτικά τυχαίνει να είναι παράνομα.

Λ: Α, μάλιστα. Τυχαίνει, ξανά. Τα πάντα είναι θέμα τύχης καθώς φαίνεται.

Δ: Έτσι λένε οι επαΐοντες. Προσωπικά, προτιμώ να πιστεύω ότι ο Θεός δεν παίζει ζάρια.


Λ: Ωραία. Πρώτα ο Καμύ, τώρα ο Αϊνστάιν. Έχεις αδυναμία, βλέπω, στους Αλβέρτους. Εκτός αν είναι σε όλες τις θεωρίες που σε βολεύουν. Με τον Προκρούστειο τρόπο, βεβαίως. Κόψε κάτι εδώ, τέντωσε λίγο από κει…

Δ: Με αδικείς. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.


Λ: Ποιο είναι το θέμα μας;

Δ: Εσύ. Σταμάτα να πίνεις.

Λ: (στραγγίζοντας το μπουκάλι) Τι είπες;


Δ: Για κάποια μικρή ιδέα που...

Λ: Ναι; Δεν θυμάμαι.

Δ: Για κάνε μια προσπάθεια. Ίσως συμφέρει…

Λ: Εσένα.

Δ: Και τους δυο μας.

Λ:

Δ: Δεν ακούω τι λες.

Λ: Τίποτα. Τραγουδάω. Κάτι για τη φύση……………. Δεν είσαι εσύ, ξέρεις. Είμαστε όλοι. Θεοποιήσαμε το χρήμα και καταστρέψαμε τα πάντα. Όμως εσύ είσαι το σύμβολο. Η χειρότερη πλευρά του εαυτού μας.

Δ: Τα σύμβολα είναι στο μυαλό σου. Τι σου είπα, θυμάσαι; Το χρήμα δεν είναι το παν. Αλλά σου δίνει Εξουσία. Και –το σημαντικότερο- Χρόνο. Αυτός είναι ο πραγματικός θεός. Αυτόν κυνηγάς. Και ενάντια σ’ αυτόν επαναστατείς.

Λ: Κι εσύ;

Δ: Τι εγώ;

Λ: Εσύ, που έχεις το χρήμα και τον χρόνο. Τι κυνηγάς εσύ; Γιατί δεν πληρώνεις τους φόρους σου, γιατί δεν κάνεις απλώς τη δουλειά σου και ν’ αφήσεις τους άλλους στη δική τους; Γιατί δεν ζεις την υπέροχη ζωή, με τα χλιδάτα ξενοδοχεία, τις γκομενίτσες και τις Καραϊβικές, όσα χρόνια σου απομένουν, αντί να παριστάνεις τον καρκίνο που επιμένει να εξαπλωθεί;

Δ: Δεν προσπαθώ να εξαπλωθώ εγώ, αλλά αυτό. Το σύστημα, η αγορά, η οικονομία -πες το όπως θες. Εγώ, είμαι ένα απλό γρανάζι. Κάπως μεγάλο, ομολογουμένως, αλλά πάντως γρανάζι. Υποχρεωμένο, όπως όλα τα υπόλοιπα, να γυρίζει.. Γι’ αυτό είσαι εδώ. Να με βοηθήσεις να απεμπλακώ.

Λ: Να απεμπλακείς; Με το να ξεφορτωθείς την τράπεζα; Σε τι άλλο είσαι μπλεγμένος; Όπλα; Μυστικές εταιρείες;

Δ: Δεν θέλεις να ξέρεις.

Λ: Παίζεις με τη φωτιά.



Δ: Ίσως. Το θέμα είναι πώς θα βγούμε και οι δυο κερδισμένοι.

Λ: Κομματάκι δύσκολο.


Δ: Είναι στ’ αλήθεια; Ή είναι θέμα οπτικής; Ξεκόλλα λίγο απ’ το χαμένο σπίτι, δες τη λίγο αλλιώς.

Λ: Δεν ήταν μόνο το σπίτι. Δεν ήταν τα τούβλα και τα μπετά.

Δ: Τότε τι;

Λ: Το Όνειρο, τοκογλύφε. Ζεστό και ασπαίρον.

Δ: Ασπαίρον!

Λ: Όνειρο. Σου άρεσε;

Δ: Πολύ.

Λ: Κι εμένα. Πριν το συντρίψεις εσύ.


Δ: Προσωπικά;

Λ: Μην κάνεις το μαλάκα. Ένας ήδη νεκρός, έτσι δεν είπες; Έχεις δίκιο. Σ’ όλη μου τη ζωή παλεύω να βρω ένα νόημα, και τώρα που η τύχη -ναι, η τύχη- με φέρνει εδώ, στην άλλη πλευρά του τείχους, στέκω και σε κοιτάζω ανήμπορος. Απέτυχα παταγωδώς.


Δ: Καμία τύχη, όπως σου εξήγησα. Εγώ σ’ έφερα στην άλλη πλευρά. Αυτό είναι το νόημα. Δες το σαν εξιλέωση.

Λ: Εξιλέωση, για τι; Για τη ζωή που μου πήρες;

Δ: Ω, μην αρχίζεις πάλι την κλάψα. Μόνος σου το είπες πως ήταν για το καλύτερο. Όσο για το παιδί… σκέψου σε τι κόσμο θα ’ρχόταν.

Λ: Α, ναι; Και τι κάνεις εσύ, με τόση δύναμη, για τον κόσμο; Για να ’ναι κάπως, ελάχιστα λιγότερο άθλιος;


Δ: Ακριβώς αυτό. Σκέψου να γινόταν γουρούνι σαν εμένα.

Λ: Έχω δει υποκριτές, αλλά εσύ ρε πούστη μου είσαι το κάτι άλλο. (με απελπισία) Κόσμε, κόσμε, κόσμε, κόσμε!



Δ: Ο κόσμος! (γελάει) Είναι εκεί, στη θέση του. Και είναι αυτός που είναι. Το ερώτημα είναι, εσύ ποιος είσαι.

Λ: (έξαλλος) Ω, σκάσε επιτέλους! Δεν καταλαβαίνεις ότι ακριβώς αυτό είναι που με καίει; Ποιο αόρατο χέρι υφαίνει τούτη τη γραμμή που με συνδέει μ’ ό,τι μισώ περισσότερο; Που κάνει να είμαι εδώ κι εκεί μαζί, να είμαι Εγώ και να είμαι Εσύ, αητός και σκουλήκι, θύτης και θύμα, αντιεξουσιαστής κι εξουσιολιγούρης ταυτόχρονα;



Δ: Πολύ ενδιαφέρον ερώτημα.

Λ: Ένα μέρος του εαυτού μου ποθεί να χιμήξει με τα νύχια στα μάτια σου, αναγνωρίζοντας στην πράξη αυτή μια ματαιόδοξα αυτοκαταστροφική ανοησία…

Δ: Κάνεις προόδους.

Λ: Κι ένα άλλο λέει, μην είσαι μαλάκας, εδώ είναι η ευκαιρία σου, άρπαξέ την, είναι πολύ πιο εύκολο ν’ αλλάξεις τον κόσμο όντας από την πλευρά των ισχυρών. Ή –αν μη τι άλλο- θα ’ναι πολύ πιο εύκολο να τον αντέξεις.


Δ: Μπήκες στο νόημα, επιτέλους. Τι κάνεις εκεί;

Λ: (έχει κολλήσει την κάνη του περιστρόφου στον κρόταφό του) Άδειο δεν είπες πως είναι;

Δ: Το είδες και μόνος σου.

Λ: Είδα ότι η πρώτη θαλάμη είναι άδεια. (περιστρέφει το μύλο, σαν σε ρώσικη ρουλέτα) Αλλά με τις γυναίκες, ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να έχει αφήσει καμία μέσα. Πες μπαμ.


Δ: Κοφ’ τις μαλακίες.

Λ: (ακούγεται ένα ξερό «κλικ») Σειρά σου τώρα. (περιστρέφει το μύλο και γυρίζει το όπλο κατά πάνω στον άλλο -ο οποίος ξαφνικά δεν νιώθει και τόσο άνετα- Με μια απότομη κίνηση χτυπά το γνωστό από την πρώτη σκηνή βάζο το οποίο σπάει με θόρυβο-ο άλλος πέφτει στα γόνατα με μάτια διάπλατα) Μπαμ!



Σκοτάδι/Φως

31 Ιαν 2015

σέριφος





    Η παραλία έχει γεμίσει κόσμο. Μέχρι και στα βραχάκια κάτω
απ’ την εκκλησία έχουνε μαζευτεί πιτσιρικάδες και ρίχνουν βου-
τιές. Τι ώρα είναι; Κάθεται στην ψάθα κι ανοίγει την τσάντα της.
Είναι στ’ αλήθεια μεγάλη τύχη που δε φυσάει. Εδώ έτσι κι αρχί-
σουν τα μελτέμια, ξεχνούν να σταματήσουν. Πού είναι το κινητό,
δεν το πήρε; Τα νησάκια μικρά, τα γλείφει ο άνεμος από παντού,
δύσκολο να βρεις απάγκιο. Δύο παρά τέταρτο, πάει μία ώρα και
που λείπουν. Ξαναρίχνει το κινητό στην τσάντα. Την αναπά -
ντητη, όχι. Δεν τη βλέπει.
    Μια φασαρία από πίσω τράβηξε την προσοχή της. Ως συνή-
θως, κάποιος κατέβασε τ’ αυτοκίνητο μέχρι κάτω στον κατσικό-
δρομο και τώρα δεν μπορούσε να φύγει. Ο άλλος δίπλα βαρέθηκε
φαίνεται ν’ ανακρίνει τον Νικόλα και ξαναχώθηκε στο βιβλίο του.
Έριξε μια γρήγορη ματιά. Κοέλιο. Χαμογέλασε. Οι τύποι που δια-
βάζουν πραγματικά στην παραλία, σκέφτηκε, φαίνονται. Είναι
ακροβολισμένοι σε σκιές ή κουβαλάνε ομπρέλες. Συνήθως δια-
βάζουν ελαφριά πράγματα –αστυνομικά, μπεστ σέλερ– κι αγνο-
ούν την ύπαρξή σου μέχρι να τους σημαδέψεις με το μπαλάκι.
Όταν βλέπεις τύπο λαδωμένο, να τον βαρά ο ήλιος κατακέφαλα
και να ψάχνει ευκαιρία για κουβέντα, το βιβλίο δεν το ’χει για
διάβασμα και τις μισές φορές το κρατάει ανάποδα.
    Ένα γελαστό προσωπάκι έσκυψε πάνω της.
    «Συγνώμη, μήπως έχετε φωτιά;»
    Έδειχνε απολογητικά τον αναπτήρα της.
    «Ο δικός μου βράχηκε».
    Λογικό, αφού ήταν ολόκληρη μούσκεμα. Φορούσε ένα
μπικίνι βραζιλιάνικου στιλ κι έμοιαζε να βγαίνει από διαφήμιση
αναψυκτικού. Σκέφτηκε τον άλλον, που θα ’χε αλληθωρίσει κάτω
απ’ τα γυαλιά του ήλιου κι έχωσε όλη τη μούρη μες στην τσάντα
της γιατί την πήρανε τα γέλια.
    «Τον βρήκα, έλα».
    «Μαμά, έρχονται, τους βλέπω!»
    Ήρθε και την τραβούσε. Αν δε γυρνούσε να δει, θα συνέχιζε
μέχρι να γυρίσουν όλοι. Κοίταξε προς τα κει που της έδειχνε. Δυο
αναπνευστήρες, ο ένας δίπλα στον άλλον, πλησιάζανε. Σε λίγο
χάθηκαν στο συνωστισμό.
    «Κώστα! Κώστα!» Ο μικρός έτρεχε προς τη θάλασσα. «Κώ -
στα, τι πιάσατε;» Η μισή παραλία ασχολιόταν ήδη μαζί τους.
    «Τι κάνεις, μωρό;» ρώτησε ο Παναγιώτης πετώντας τα βα-
τραχοπέδιλα δίπλα της. «Βαρέθηκες;»
    «Δεν πρόλαβα. Ήταν τόσο τέλειο το νερό. Πριν από λίγο
βγήκαμε κι εμείς».
    «Τι γίνεται εκεί πέρα;»
    «Τα συνηθισμένα. Ένας χώθηκε στο χαντάκι και προσπαθούν
να τον βγάλουν».
    «Πόσο Αθηναίος μπορεί να είναι κανείς! Να μην περπατή-
σουν εκατό μέτρα».
    «Ε, δεν είναι τα εκατό μέτρα...» είπε σκεπτόμενη την ανηφόρα
που είχαν ν’ ανέβουν. «Άμα η άλλη έχει έρθει με το πασουμάκι
με τις χάντρες...»
    «Συγνώμη, εδώ βρήκε να ’ρθει αυτή με το πασουμάκι;»
    «Πού αλλού; Είναι, βλέπεις, οι φωτογραφίες στη μέση».
    Θυμήθηκε το ζευγάρι των Γιαπωνέζων στη Σαντορίνη. Δέκα
λεπτά καταρρίχηση κι άλλα δέκα αναρρίχηση για να τραβήξουν
τρεις φωτογραφίες και να φύγουν χωρίς να βρέξουν το μικρό δα-
χτυλάκι.
    «Θα το σηκώσεις;»
    Η τσάντα της τραγουδούσε Μπιγιονσέ. Ο χιμπατζής έκανε
έναν απροσδιόριστο μορφασμό. Άρχισε να ψάχνει εκνευρισμένη.
    «Ναι;» Κοίταξε την οθόνη. «Με είχαν ξανακαλέσει. 2610. Τι
κωδικός ειν’ αυτός;» είπε βάζοντας το ακουστικό στ’ αυτί της.
    «Νομίζω Πάτρα» είπε ο Πάνος.
    «Ναι, καλημέρα, με καλέσατε;» Έμεινε ν’ ακούει μουδιασμέ-
νη. «Πού είναι αυτό είπατε; ...Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πολύ».
    Έκλεισε το τηλέφωνο και...
    «Μαριλένα;»
    Σήκωσε αργά. Ένα παραμορφωμένο πρόσωπο.
    «Πρέπει...» Κάτι έψαχνε. Γύρω της, μέσα της. Κάποιος είχε
κλείσει τον ήχο.
    «Πρέπει να βρούμε τον Φώτη» είπε.