31 Ιαν 2015

σέριφος





    Η παραλία έχει γεμίσει κόσμο. Μέχρι και στα βραχάκια κάτω
απ’ την εκκλησία έχουνε μαζευτεί πιτσιρικάδες και ρίχνουν βου-
τιές. Τι ώρα είναι; Κάθεται στην ψάθα κι ανοίγει την τσάντα της.
Είναι στ’ αλήθεια μεγάλη τύχη που δε φυσάει. Εδώ έτσι κι αρχί-
σουν τα μελτέμια, ξεχνούν να σταματήσουν. Πού είναι το κινητό,
δεν το πήρε; Τα νησάκια μικρά, τα γλείφει ο άνεμος από παντού,
δύσκολο να βρεις απάγκιο. Δύο παρά τέταρτο, πάει μία ώρα και
που λείπουν. Ξαναρίχνει το κινητό στην τσάντα. Την αναπά -
ντητη, όχι. Δεν τη βλέπει.
    Μια φασαρία από πίσω τράβηξε την προσοχή της. Ως συνή-
θως, κάποιος κατέβασε τ’ αυτοκίνητο μέχρι κάτω στον κατσικό-
δρομο και τώρα δεν μπορούσε να φύγει. Ο άλλος δίπλα βαρέθηκε
φαίνεται ν’ ανακρίνει τον Νικόλα και ξαναχώθηκε στο βιβλίο του.
Έριξε μια γρήγορη ματιά. Κοέλιο. Χαμογέλασε. Οι τύποι που δια-
βάζουν πραγματικά στην παραλία, σκέφτηκε, φαίνονται. Είναι
ακροβολισμένοι σε σκιές ή κουβαλάνε ομπρέλες. Συνήθως δια-
βάζουν ελαφριά πράγματα –αστυνομικά, μπεστ σέλερ– κι αγνο-
ούν την ύπαρξή σου μέχρι να τους σημαδέψεις με το μπαλάκι.
Όταν βλέπεις τύπο λαδωμένο, να τον βαρά ο ήλιος κατακέφαλα
και να ψάχνει ευκαιρία για κουβέντα, το βιβλίο δεν το ’χει για
διάβασμα και τις μισές φορές το κρατάει ανάποδα.
    Ένα γελαστό προσωπάκι έσκυψε πάνω της.
    «Συγνώμη, μήπως έχετε φωτιά;»
    Έδειχνε απολογητικά τον αναπτήρα της.
    «Ο δικός μου βράχηκε».
    Λογικό, αφού ήταν ολόκληρη μούσκεμα. Φορούσε ένα
μπικίνι βραζιλιάνικου στιλ κι έμοιαζε να βγαίνει από διαφήμιση
αναψυκτικού. Σκέφτηκε τον άλλον, που θα ’χε αλληθωρίσει κάτω
απ’ τα γυαλιά του ήλιου κι έχωσε όλη τη μούρη μες στην τσάντα
της γιατί την πήρανε τα γέλια.
    «Τον βρήκα, έλα».
    «Μαμά, έρχονται, τους βλέπω!»
    Ήρθε και την τραβούσε. Αν δε γυρνούσε να δει, θα συνέχιζε
μέχρι να γυρίσουν όλοι. Κοίταξε προς τα κει που της έδειχνε. Δυο
αναπνευστήρες, ο ένας δίπλα στον άλλον, πλησιάζανε. Σε λίγο
χάθηκαν στο συνωστισμό.
    «Κώστα! Κώστα!» Ο μικρός έτρεχε προς τη θάλασσα. «Κώ -
στα, τι πιάσατε;» Η μισή παραλία ασχολιόταν ήδη μαζί τους.
    «Τι κάνεις, μωρό;» ρώτησε ο Παναγιώτης πετώντας τα βα-
τραχοπέδιλα δίπλα της. «Βαρέθηκες;»
    «Δεν πρόλαβα. Ήταν τόσο τέλειο το νερό. Πριν από λίγο
βγήκαμε κι εμείς».
    «Τι γίνεται εκεί πέρα;»
    «Τα συνηθισμένα. Ένας χώθηκε στο χαντάκι και προσπαθούν
να τον βγάλουν».
    «Πόσο Αθηναίος μπορεί να είναι κανείς! Να μην περπατή-
σουν εκατό μέτρα».
    «Ε, δεν είναι τα εκατό μέτρα...» είπε σκεπτόμενη την ανηφόρα
που είχαν ν’ ανέβουν. «Άμα η άλλη έχει έρθει με το πασουμάκι
με τις χάντρες...»
    «Συγνώμη, εδώ βρήκε να ’ρθει αυτή με το πασουμάκι;»
    «Πού αλλού; Είναι, βλέπεις, οι φωτογραφίες στη μέση».
    Θυμήθηκε το ζευγάρι των Γιαπωνέζων στη Σαντορίνη. Δέκα
λεπτά καταρρίχηση κι άλλα δέκα αναρρίχηση για να τραβήξουν
τρεις φωτογραφίες και να φύγουν χωρίς να βρέξουν το μικρό δα-
χτυλάκι.
    «Θα το σηκώσεις;»
    Η τσάντα της τραγουδούσε Μπιγιονσέ. Ο χιμπατζής έκανε
έναν απροσδιόριστο μορφασμό. Άρχισε να ψάχνει εκνευρισμένη.
    «Ναι;» Κοίταξε την οθόνη. «Με είχαν ξανακαλέσει. 2610. Τι
κωδικός ειν’ αυτός;» είπε βάζοντας το ακουστικό στ’ αυτί της.
    «Νομίζω Πάτρα» είπε ο Πάνος.
    «Ναι, καλημέρα, με καλέσατε;» Έμεινε ν’ ακούει μουδιασμέ-
νη. «Πού είναι αυτό είπατε; ...Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πολύ».
    Έκλεισε το τηλέφωνο και...
    «Μαριλένα;»
    Σήκωσε αργά. Ένα παραμορφωμένο πρόσωπο.
    «Πρέπει...» Κάτι έψαχνε. Γύρω της, μέσα της. Κάποιος είχε
κλείσει τον ήχο.
    «Πρέπει να βρούμε τον Φώτη» είπε.